Selected tags

Further tags

Τρίφυλλο είναι το γάρο το οποίο έχει στριφτεί με 3 χαρτάκια. Μεγάλο σε μήκος είναι ιδανικό για μεγάλες παρέες και εύθυμες καταστάσεις!

  1. - Θα φτιάξουμε κανα τρίφυλλο ρε μαν;
    - Το ρωτάς; Έτς. Να γίνει Τέξας!

  2. (στίχοι από το άσμα «Χάλια Χάλια» του ραπ συγκροτήματος «ΖΝ»)

«...Παίρνω απ' το κύπελλο το χόρτο το πρώτο
Φτιάχνω ένα τρίφυλλο το πρώτο
Τι είναι αυτά τα ασπρα; Χαρτάκια ασ'τα!...»

βλ. και καρότο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίνω και μεθώ, ωχ αμάν. Πίνω αλκοόλ με σύστημα, με μεράκι, με σκοπό, με στόχο. Πίνω μερακλίδικα. Είμαι ψιλοαλκοόλα. Ή και τελειωμένος.

- Πού είναι ο Μάκης;
- Ε, στο μπαράκι και θα την πίνει, τι ρωτάς και συ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εντελώς τελείως αλκοολικός - άντρας ή γυναίκα, ο μπεκρής, η μπέκρα.

Λέγεται και «αλκόλα».

  1. Μεγάλη αλκοόλα η γυναίκα σου, με δύο ποτηράκια γίνεται ντίρλα, ούτε ξέρει πού βρίσκεται...

  2. Τον πάω τον Τάκη, μεγάλη αλκοόλα, κάθε μέρα την ίδια ώρα, που ο κόσμος να χαλάει, είναι στο μαγαζί και την πίνει.

Tα 5 μπουκάλια της ζωής του ανθρώπου (από allivegp, 15/11/09)Το «Αλκοολίκι», απο Παλαιολόγους. (από vikar, 27/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο της αλκοόλας. Λέγεται και για τα δύο φύλα. Άκρως υποτιμητικό (ενώ το αλκοόλα έχει και μια χαριτωμενιά).

Πάρ' την από δω αυτή τη μπέκρα, μας χαλάει το μαγαζί ναουμ'.

Drunk Effect (από nick, 10/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η οσμή που αναδύεται από τα ρουθούνια ή τον στόμα ενός πιωμένου, ή απλά όποιου έχει καταναλώσει μπόλικα ξίδια (δηλαδή όλων μας, κατά καιρούς...) Το φόρτε της είναι προς το πρωί (ή τεσπα μετά από κάποιες ώρες ύπνου), βαστάει καλά μέχρι αρκετές ώρες μετά, είναι εξίσου ανυπόφορη με όλες τις -ίλες, και κυριαρχεί στο δωμάτιο όπου έχει κοιμηθεί ο πιωμένος. Όσο πιο προχωρημένη είναι η κατάσταση του μεθυσμένου, τόσο πιο έντονα μυρίζει. Όσο πιο αλκοολικός είσαι, τόσο παγιώνεται αυτή η μυρουδιά και σε χαρακτηρίζει. Αν είσαι δε γέρος και μπέκρα, τότε ωιμέ της συφοράς.

- Θα πιούμε κάνα ποτάκι;
- Άσ' το καλύτερα, θα μυρίζουμε μπεκρίλες και θα μας την πούνε πάλι στη δουλειά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τυφλίτης, ο μεθυσμένος λιώμα.

-Άσε ρε Μάνο, που να στα λέω τα χθεσινοβραδινά.
-Ρίχτα ρε.
-Να μωρέ, αφήσαμε το Γιώργο να μας κάνει τον ταρίφα με το σαξόραλο του και πήγε ο Λέας και έγινε σκουπίδι με τεκίλες.
-Α καλάουα τώρα, σάμπως και είναι η πρώτη του φορά.
-Ρε συ, λέμε λειάδα, αφού μετά από καυγά να μην οδηγήσει, μου αρπάει τα κλειδιά, πάει και μπαίνει από την πίσω πόρτα και έψαχνε το τιμόνι να μιζάρει στο πίσω κάθισμα. Παντελώς λιουμίδης λέμε.

Λιουμίδης (από Vrastaman, 12/08/09)(από electron, 13/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καπνίζω παραπάνω απ' όσο αντέχει ο οργανισμός μου. Μεταφορικώς, έχω καπνίσει όλα τα τσιγάρα που είχα μαζί μου και, μετά, επειδή δεν έχω τι να καπνίσω, καπνίζω τις κάλτσες μου.

- Ώπα, καφεδάκι χωρίς τσιγάρο, το κόψαμε;
- Μπα, απλά χθες κάπνισα τις κάλτσες μου, και λέω σήμερα να το ρεγουλάρω γιατί θα πάθω και τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εξαιρετικά ογκώδης άνθρωπος, είτε λόγω σωματικού πάχους, είτε λόγω εξαιρετικά πρησμένων μυών, ως απόρροια της εκγύμνασης με βάρη σε συνδυασμό με χρήση συμπληρωμάτων διατροφής (για να τηρήσουμε έστω έναν ελάχιστο βαθμό πολιτικής σαθρότητας...).

Η ονομασία χουλκ προέρχεται από την κάκιστη μετάφραση του αγγλικού Hulk (ήτοι ογκώδης, βαρύς, σωματώδης άνθρωπος, μαντράχαλος) στα τα παλιά εικονογραφημένα αριστουργήματα των εκδόσεων Καμπανά. Τελικά η συγκεκριμένη απόδοση κυριάρχησε στον ελληνικό χώρο, μέχρι την επανέκδοση του περιοδικού από την Μαμούθ Κόμιξ με την σωστότερη ηχητικά απόδοση ως Χαλκ, η οποία προκάλεσε σάλο μεταξύ του αναγνωστικού κοινού, συντελώντας στην έναρξη ενός μίνι εμφυλίου πολέμου που διαδραματίστηκε στις σελίδες της αλληλογραφίας του περιοδικού.

Παρότι ο εξαιρετικά ογκώδης λόγω πάχους είναι ως έννοια διαμετρικά αντίθετη με τον ογκώδη λόγω μυϊκού όγκου, αυτό δεν εμποδίζει την σημασιολογική -μέσω της χρήσης της λέξης- εξίσωση των δύο άκρων. Επίσης, η λέξη χουλκ χρησιμοποιείται περισσότερο αναφορικά με το αρσενικό φύλο και σε σπανιότερες περιπτώσεις με το θηλυκό.

  1. - Πώς έχει γίνει έτσι ο Τάκης;
    - Αφού έχει να βγει από το σπίτι 2 μήνες, όλη μέρα τη βγάζει με WoW και ντελιβεριές... αν τον δεις, σαν τον Χουλκ έχει γίνει από τα σουβλάκια.

  2. - Ρε συ, εγώ τον Υάκινθο τον θυμάμαι στο σχολείο να πίνει στα διαλείμματα το νουνού του και προχτές τον πέτυχα πορτιέρη στο κλαμπ, ένα ντερέκι με κάτι μπρατσόνια χοντρά σαν το πόδι μου. Τι μεταμόρφωση ήταν αυτή;
    - Έχεις χάσει επεισόδια... το 'ριξε στο σφίξιμο και μία μέρα σκάει μύτη σαν τον Χουλκ... φοβόμασταν να τον κοιτάξουμε σου λέω...

  3. - Άντε κουνήσου ρε τρόμπα να χάσεις κανένα κιλό, που μου 'σαι σαν τον Χουλκ!

  4. - Μ' αυτά που του δίνουνε εκεί μέσα, θα τον δεις μία μέρα να σκίζει τα ρούχα του σαν τον Χουλκ...

Δέν σας έχω ανάγκη... Γιατί \'μαι ο Χούλκ! (από vikar, 27/08/09)(από Khan, 27/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρεζάκιας με την έννοια του κουταλάκια, από το κοχλιάριον ή χουχλάρι στα πιο λαϊκά, επειδή το κουτάλι είναι ανάμεσα στα σέα του πρεζάκια.

Πηγή: John Black.

ΑΣΜΑ
«Ο κοχλαράκιας» (1935)
στ.: Γ. Βιτάλης
Μουσ.: Β. Μεσολογγίτης
Ερμηνεία: Β. Μεσολογγίτης

-Ρε πώς έτσι μ’ αδερφούλη μου σαν μπαγιάτικος παστουρμάς είσαι να πούμε
-Ανακριτή σ’ έβαλα ρε ε Αν είμαι παστουρμάς ή αν είμαι σουτζούκι
-Όχι ρε, από φιλικά σε ρωτάω. Να ξέρεις δηλαδή
-Φίλος δεν υπάρχει σ’ αυτό τον κόσμο. Συμφέρον μοναχά
Ο καλύτερος φίλος του εμαυτού σου είναι ο εμαυτός σου, για να ξέρεις
-Καλά ντε, συγνώμη ρε αδερφούλη μου

Τι σας νοιάζει αν έγινα πρεζάκιας
Και γυρίζω στους δρόμους κοχλαράκιας
Τι σας μέλει που με περιφρονάνε
Δεν με ξέρουνε και πια δεν μου μιλάνε
Αν γυρίζω στους δρόμους κουρελιάρης
Τιποτένιος τεμπέλης και αλανιάρης
Μη ρωτήσεις κοσμάκη την αιτία
Το πώς έπεσα κι εγώ στην αλητεία

Απλά κορυφαίο! (από Khan, 27/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ηρωΐνη.

Κάποτε ήταν καλό άλογο η γκόμενα, αλλά τώρα την έχει ξεκάνει το άλογο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified