Selected tags

Further tags

Δεν αναφερόμαστε σε κλασικές κυριούλες αλλά ούτε και σε τσατσάδες ντέλων.

Μαντάμ αποκαλείται χαϊδευτικά από την υποκουλτούρα των ρέιβερ η μεθυλενεδιοξυμεθαμφεταμίνη (MDMA), το κύριο συστατικό του ναρκωτικού ecstasy.

- Την τελευταία φορά που έγραψα για την «μαντάμ», το mdma, μου διαμαρτυρήθηκες οτι η περιγραφή μου γύρω από το πως την ακούς με την ουσία ήταν ξερή και ελλειπής...
(εδώ)

- Οχι ρε αδερφε τι να κλάσει η μορφινη μπροστα στη «Μανταμ»;;; Το κυριο συστατικο του ecstasy ειναι και αμα το βρεις ατοφιο και καθαρο κανεις κατι trip-ακια τρομερα!!!!
(εδώ)

(από Vrastaman, 15/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμός της αργκό που εννοεί το γνωστό ναρκωτικό, την άσπρη.

Τι έγινε ρε Γιακουμή, έφερες τη χιονάτη;;;

(από Khan, 29/12/12)(από Khan, 29/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τριπάκι στην λυσεργική αποκαλείται η δόση παραισθησιογόνου αλλά και το συνεπαγόμενο ψυχεδελικό άκουσμα.

Το τριπάκι έχει όμως καθιερωθεί και με την ευρύτερη έννοια της καλώς ή κακώς εννοούμενης καύλας, ψώρας, ρουτίνας ή ενασχόλησης με οποιοδήποτε αντικείμενο ή υποκείμενο.

Μπορείς να μπεις σε τριπάκι του εγώ, σε τριπάκι ενοχής, σε τριπάκι φιλοτελισμού, σε τριπάκι οιουδήποτε ονείρου που τρίζει ωσάν το ξύλινο ποδάρι της γιαγιάς μας (βλ. παραδείγματα). Η αρνητική διατύπωση «μη μπαίνεις στο τριπάκι» είναι βεβαίως-βεβαίως συνώνυμη του ξεκόλλα.

Εκ των αγγλικών trip και trippin’ που όμως έχουν πιο περιορισμένο πεδίο χρήσης.

Βλ. επίσης: κανάλι, λούκι, γκεζί, αρρώστια, πώρωση.

- Οι αγρότες δεν θα πρέπει να μπουν στο τριπάκι του λαθρεμπορίου πετρελαίου.
(Σλανγκομούνα Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων στη πρωινή εκπομπή του Άρη Πορτοσάλτε στο Σκάι, 19/1/10)

- Δεν μπαίνουμε στο... τριπάκι ότι έχουμε ήδη προκριθεί στο Πεκίνο, αλλά πρέπει να αποδείξουμε στο γήπεδο ότι είμαστε ικανοί.
(Νίκος Ζήσης, εδώ)

- Πολιτικοί στο τριπάκι του Facebook - Αρχηγοί, υπουργοί και βουλευτές άνοιξαν προσωπικά ημερολόγια και συζητούν με φίλους τους.
(Το ΕΘΝΟΣ)

- Μερικοί μπαίνουν στο τριπάκι να πουλήσουν πολλούς δίσκους, αντί να φτιάχνουν καλή μουσική...
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναγραμματισμός της λέξης τριπάκι.

Όρος της πιάτσας για την γνωστή ουσία LSD που κυκλοφορεί σε μορφή εμποτισμένου χαρτιού με διάφορα χρώματα και παραστάσεις τα οποία ανάγουν και σε διαφορετική περιεκτικότητα ουσίας.

Ο όρος χρησιμοποιούταν πολύ στα τέλη της δεκαετίας του '80 – αρχές '90 στον κύκλο των μπαρ της Θεσσαλονίκης, ίσως κι αλλού.

  1. - Τι έχουμε σήμερα Τζόρτζ;
    - Τα πάντα ψηλέ! αντίδια, σοκολά, γκαζόζα, ζουζού, κουμπιά, πάκια, εσύ μιλάς!
    - Έλα ρε φίλος, έχεις πατρίκιους; Πίασε 10 κόκκινους δράκους!
    - Δράκοι τέλος! Μου’χουν ξεμείνει κάτι γελαστοί κλόουν...
    - Μπα, δεν τα τρώω αυτά, μου πέφτουν βαριά.

  2. - Μάγκα μου, προχθές φάγαμε κάτι πατρίκιους τεφαρίκια! Μπήκαμε με την Νάνσυ και τον Μάκη στον σκαραβαίο για να την κάνουμε Χαλκιδική αλλά μετά από ένα δίωρο πήραμε πρέφα ότι ήμασταν ακόμη παρκαρισμένοι πάνω στην Καμάρα! Κόκαλο! Μας έκανε χάζι ο κόσμος που πήγαινε για δουλειά τα χαράματα! Πάλι καλά που δεν μας μάζεψαν οι μπάτσοι…
    - Παρκαρισμένοι πάνω στην Καμάρα; Πως τα καταφέρατε, ρε παίκτη, να ανεβείτε εκεί πάνω;
    - Τι πίνεις και δεν μας δίνειςρε μαν!

άγιος κι αυτός! (από MXΣ, 21/01/10)Πατριπ (από MXΣ, 21/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τσιγάρο. Το απλό κανονικό, τσιγαράκι, απ' το περίπτερο. Πακέτου ή στριφτό, δεν έχει σημασία.

Χρησιμοποιείται όταν στον χώρο παίζεται μπάφκετ και κάποιος που είναι και κανονικός καπνιστής (και όχι μόνον πότης) αποφασίζει να κάνει και ενα απλό, άδειο τσιγάρο.

(Ούτε 5 λεπτά αφότου έσβησε ο έκτος γάρος, σκύβει μετά κόπων ο ένας και πιάνει καπνό και χαρτάκια.)

- Α μπράβο ρε μάγκα, και σκεφτόμουνα ποιος σηκώνεται τώρα να κολλήσει τσιγάρο...
- Όχι ρε μαλάκα, χαλάρωσε. Ένα ψεύτικο θα κάνω για την πάρτη μου.
- Ααα. Ε, στρίψε μου και εμένα ένα ρε συ!
- Ρε, δε γαμιέσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ναρκωτικό LSD. Πρόκειται για αγγλιά από το άσμα των Beatles Lucy in the Sky with Diamonds, που και καλούα υπαινισσόταν το LSD.

Σύγκρινε με μαντάμ, ηρώ κ.τ.ό.

Τη Λουκία μπορεί και να την ξεπεράσει κανείς, αλλά την Ηρώ με τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τσιγάρο απ' το πακέτο, το έτοιμο, σε αντιδιαστολή με το στριφτό.

- Έχεις κάνα βιομηχανικό να κάνω και βαριέμαι να στρίβω;

Got a better definition? Add it!

Published

Το εμπλουτισμένο με φου τσιγαριλίκι. Αφού στερείται απλού καπνού τότε δε το αγγίζουν οι φόροι, εξού (Ε! Ξου! Ξου ρε παλιόγατα!) και το όνομα του. Προσοχή, το απλό τσιγάρο όμως δεν το λέμε φορολογήσιμο ή κάτι τέτοιο. Ενδεχομένως, το κάπνισμα αφορολόγητων θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και φοροδιαφυγή!

  1. -Να 'χαμε κανα τσιγάρο απ'αυτά τα αφορολόγητο τώρα να γελάσουμε ε;

  2. -Black Devil καπνίζεις; Φέρε ένα!
    -Αφορολόγητο είναι ρε...
    -Φέρε δύο τότε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βιομηχανικό τσιγάρο, δηλαδή το έτοιμο από το πακέτο. Λόγω της υψηλής φορολογίας, που ολοένα αυξάνεται με τα νέα οικονομικά μέτρα. Εννοείται ότι όποιος το καπνίζει είναι νεροκουβαλητής στον μύλο της αντίδρασης, φάλτσος κανταδόρος στο πεντάγραμμο του Παπαστράτου και ουρά της Camel, καθώς συντελεί στην διάσωση της ελληνικής οικονομίας, (που ψάχνει τα λεφτά του ελλείμματος από τα τσιγάρα), και ακυρώνει έτσι μια μοναδική στιγμή επαναστατικής δυναμικής. Αντιθέτως, αυτός που κάνει στριφτό, κατά προτίμηση με αφορολόγητο φου, διαβάζει σωστά το διαλεκτικό προτσές, γινόμενος όργανο της διαλεκτικής για τη νομοτελειακή έλευση την πανφουντικής κοινωνίας.

Πάσα: Mr Sad Cum.

Πάλι καπιταλιστικό κάνεις ρε θύμα;

υπάρχει και τρίτος δρόμος για τον καρκίνο! (από MXΣ, 26/01/10)(από Vrastaman, 26/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αηδιαστική μυρωδιά που σε χτυπάει στην μούρη και κάνει τα μάτια σου να τσούζουν με το που μπαίνεις σε ένα κλειστό δωμάτιο. Μυρίζεται συνήθως σε δωμάτια φτηνών ξενοδοχείων αλλά και φοιτητών.

Στα ξενοδοχεία είναι προϊόν πλημμελούς καθαριότητας και στα δωμάτια φοιτητών επίσης λόγω παρατεταμένης κλεισούρας. Στα ξενοδοχεία και αλλού επικαλύπτεται με αποσμητικό σπρέι και στα φοιτητο-δωμάτια ενίοτε με μπάφους.

Κανείς δεν μπορεί να ξεχωρίσει με σιγουριά τις διάφορες μυρωδιές που εμπεριέχονται αλλά σίγουρα περιλαμβανουν: αρχιδίλα, κωλίλα, μουνίλα, κλανίλα, αυνανίλα, πουτσίλα, μπεκρίλα και άλλες σωματικές οσμές του προηγούμενου ένοικου. Ενίοτε δε ο προηγούμενος αφήνει την σκιά του σαν τον εσταυρωμένο στο σεντόνι...

Σημείωση συντάκτη: ό,τι κάνετε εσείς σε ένα κρεβάτι ξενοδοχείου, το έχουν κάνει πολλοί άλλοι πριν από σας! (πολλές φορές στα ίδια σεντόνια!)

Urban legend: όχι, οι τρίχες στα ρουθούνια δεν καψαλίζονται από την δωματίλα. Από μπάφους, ίσως.

Λήμμα αφιερωμένο στην ironick.

- Πωπω, ρε μωρό! Βρωμάει δωματίλα εδω μέσα! Ποιός μπίχλας λες να 'μενε εδώ πριν απο μάς; - Και τι περίμενες ρε ΜΧΣ, με 40 γιούρο στο Ναύπλιο, σουίτα; Άσε που μυρίζει σαν το σπίτι σου... Σκάσε ένα μπάφο, κι όλα καλά!
- Κι αυτό σωστό!

(αληθινή ιστορία)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified