Selected tags

Further tags

Βγαίνει από την πρέζα και το κόβω.

Το άτομο το οποίο βρίσκεται στην ίδια κατάσταση υστερίας και παράκρουσης για τους ίδιους ή άλλους λόγους με κάποιον που κόβει την πρέζα.

Ρε μαλάκα τον είδες; Σαν πρεζονοκόφτης ήτανε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλ. μπυροκοιλιακοί.

- Εμ βέβαια. Κάθε βράδυ λιάρδα, νά 'τοι οι μπυριακοί που ξεπρόβαλαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρατσούκλι της μπύρας Heineken, λόγω χρώματος του μπουκαλιού της, που της δόθηκε όταν ήταν μια από τις δύο κύριες επιλογές μπύρας στην Ελλάδα -διαχωρίζοντάς την από την έτερη επιλογή Amstel, που συναντάται σε καφέ χρώμα.

- Καλώς τα παιδιά, τι να σας φέρω ;
- Τσάκω δυο πράσινες με τα δέοντα συνοδευτικά για αρχή και βλέπουμε...

(από Labros, 14/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ξηροκάρπια στα συμφραζόμενα τελειωμένων σκυλάδικων, μπουζουκιών, πανηγυριών. Τυποποιημένο στη φράση του παραδείγματος, όπου:

  • εννοείται η λέξη ουίσκι
  • σπέσιαλ είναι οτιδήποτε εκτός από τζόνυ κόκκινο
  • το ότι αποκαλείται σπέσιαλ δεν πα να πει ότι δεν είναι θήβας ρήγκαλ.

    Ασσίστ τζήσους. Ναι, με αγαπάω.

Φιάλη σπέσιαλ με τα παρελκόμενα 100€.

βλ. και ξηρούς καρποί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η κλασσική κολλημένη-κολλώδης βρωμιά! Ξέρετε ποια, αυτή που υποβόσκει σε τηλεχειριστήρια του Playstation, στο ποντίκι του PC και γενικά σε πράματα που πιάνουμε συχνά χωρίς να τα καθαρίζουμε.

Άλλο ένα αγαπημένο σημείο της είναι οι πάτοι των σανδαλιών, εκεί όπου η σκόνη των δρόμων μαζί με τον ιδρώτα δημιουργούν αυτήν την μπιχλίτσαπου άμα την δει η γκόμενα σου θα αρχίζει να τρέχει ουρλιάζοντας!

  1. - Μπλιάχ...το ποντίκι έπιασε κοράτσα καθάρισε το..
    - Ναι ρε...κάτσε να βάλω σε μια λεκάνη λίγη χλωρίνη να το βουτήξω εκεί μέσα και θα γίνει τζιτζι!

  2. - Ρε βρομιάρη, καθάρισε τα σανδάλια σου ρε...μαύρα γίνανε από την κοράτσα!

Βλ. επίσης ούρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ηρωίνη (πρέζα) ή αλλιώς ζαπρέ.

Έκλεβε λεφτά απ' τη μάνα του για τη ζά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πετρέλαιο το [petréleo]: ορυκτός υδρογονάνθρακας σε υγρή μορφή που αποτελεί μια από τις κυριότερες πηγές ενέργειας. Όπως μας πληροφορεί εδώ (λες και δεν το ξέραμε, θα μου πείτε και με το δίκιο σας) ο Τριανταφυλλίδης.

Στα δικά μας τώρα, ποιος είναι αυτός που δεν έχει επισκεφτεί μπομπάδικο και δεν τον έχουν ποτίσει από λιωσέ κουέρβο μέχρι Θήβας Ρήγκαλ; Μάλλον κανένας.

Μπόμπα από μπόμπα όμως διαφέρει. Υπάρχουν μπόμπες που (αν κάποιος δεν το 'χει το άθλημα) δεν τις παίρνει πρέφα, παρά μόνο το επόμενο πρωί που ξυπνά με τις γνωστές παρενέργειες.

Την μπόμπα όμως που χαρακτηρίζουμε «πετρέλαιο» δεν γίνεται να μην την καταλάβεις, αφού η μυρωδιά της είναι τόσο χαρακτηριστική (σαν πετρέλαιο ένα πράμα), που κάλλιστα μπορεί να σου κάψει τα μυτοτρίχια. Το τι γεύση μπορεί να έχει δεν το ξέρω μιας και δεν ήμουν ποτέ τόσο γενναίος ώστε να δοκιμάσω.

  1. Καλό θα ήταν να κάνουμε και έναν διαχωρισμό αυτών που ονομάζονται Β' ποτά και αυτών που είναι πραγματικά πετρέλαια

Φυσικά τα παραπάνω δεν πιάνουν στο βενζινάδικο της παραλιακής/ αεροδρομίου, αλλά σε πολλά clubs μπορεί να γλιτώσετε το πετρέλαιο. Από εδώ

  1. Αν μυρίζει οινόπνευμα, άστο, πέτα το… Καλά, υπάρχουν και κάποια που βρωμάνε πετρέλαιο, αυτά κρατήστε τα για τον λέβητα! Από εδώ

  2. Απλά ανέφερα ότι καλό είναι να μην το πίνουμε έξω που δεν σέβονται τίποτα και σου σερβίρουνε πετρέλαιο γιατί κάνει περίεργη πρόσμειξη.

Υπάρχει και η άλλη λύση από το να κάθεστε και να γράφετε για τα πετρέλαια που πίνετε (άσε που πλέον το πετρέλαιο είναι πιο ακριβό από την βενζίνη και δε συμφέρει οπότε...) Από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοξική κατάσταση του ανθρώπινου οργανισμού (τα ζώα ουδέποτε πίνουν ως γνωστόν) στην οποία υποπίπτει ούτος μετά από κατανάλωση άμετρου ποσότητας ξυλοπνεύματος. Το ξυλόπνευμα παράγεται και από την ξηρή απόσταξη του ξύλου όπως αναφέρεται εδώ. Κάθε πότος περιέχει ίχνη ξυλοπνεύματος και επαφίεται στην δεξιοτεχνία του μάστορα πότε και σε ποια ποσότητα θα πέσει στο μπουκάλι μας. Στην καθαρή του μορφή είναι συστατικό πολλών χημικών, διαλυτικών, καυσίμων και τροφίμων σαν υποκατάστατο της αλκοόλης. Η γλυκιά γεύση και η διαφάνειά του το καθιστούν μη ανιχνεύσιμο και ως εκ τούτου ευκόλως προστιθέμενο στα πιόματα με σκοπό τη νοθεία από διάφορους οπορτουνιστές, λαμόγια, κερδοσκόπους και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις. Σε μεγάλες ποσότητες η χρόνια χρήση επιφέρει τύφλωση.

Η λέξη, αναφερόμενη στην εκούσια αλλά φευ παροδική επίδραση της ουσίας στα πάνω πατώματα, αποτελεί έναν ακόμα κρίκο στην ατέρμονη αλυσίδα των εκφράσεων που, σαν μαλακές, γλωσσικές φασκιές, διαφυλάττουν αλώβητη την επιθυμία του έλλογου όντος να κατακερματίσει τα όριά του, να κολυμπήσει, να πνιγεί η ακολουθώντας τον πνευματικό του άνεμο να στρέψει το πανί για τη δική του Γη της Επαγγελίας.

Ο μεθυσμένος πάσχων από έλλειψη πραγματικότητας, μετουσιώνεται στην φρυκτωρία του νου του σε αυτόν που αλήθεια είναι. In vino veritas. Ο έρωτας ανταποδίδεται, ο φόβος και οι συμβάσεις καταργούνται. Το αλκοόλ ρέοντας στα πιο βαθειά αυλάκια του εγκεφάλου θα εκμαιεύσει δια διηθήσεως την απάντηση στην αιώνια απορία μπρος στο απελπιστικά εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης. Γι’ αυτό και είναι άρρηκτα δεμένο με τον άνθρωπο, το γέλιο του, το κλάμα του το τελικό ναυάγιο.

Και καμία σχέση ο Βάκχος βεβαίως-βεβαίως. Ο Διόνυσος είναι η ελληνική μετάφραση του Βάκχου όπως η νταρντανομούνα είναι η ελληνική μετάφραση της παρενδυσίας. Οι μαινάδες που πίνοντας μόνο γάλα «κάραν πάλλουσι» και κραδαίνοντας εγχειρίδια και φίδουλες σκαρφαλώνουν ξυπόλυτες τα βουνά, που με τα χέρια ξεσκίζουν θηρία κ ανθρώπους, καταβροχθίζοντας και πετώντας τα κομμάτια στη γη, αυτές που με νυκτιπολίες στο τέλος του χειμώνα λυμαίνονται τους αγρούς καλώντας τους νέους χυμούς ν’ ανεβούν και να γονιμοποιήσουν το χώμα γι’ άλλη μια φορά, ουδεμία σχέση έχουν με διάφορα αναγώγια και καταγώγια όπου γίνεται φάση. Ίσως μια φευγαλέα πνοή τους φτάνει σε μας σήμερα σαν Αναστενάρια. Ιδού και ο εκφραστικός πλούτος που συλλέχτηκε σ’ αυτό το μέρος που ώρες - ώρες η εικονική πραγματικότητα είναι πιο πραγματική από την πραγματική πραγματικότητα και επιπροσθέτως, εξόχως απενοχοποιητική.

Assist: ένας φίλο από το διπλανό τραπέζιμεγάλε α γειά σου χίκ!).

Βλέπε: αλκοόλα, Άλκης, Άλκηστις, αλάμπαρση,έμτυ φιούελ, είμαι κομμάτια, ζάντα, ζαμπόν, γίνομαι Γκόγκολ, γκαργκάνιασμα, γίνομαι γκολ, γίνομαι κουδούνι, γκρούγιος, κροκόδειλος, γίνομαι κώλος, γίνομαι χημείο, γκούμπριτος, καύσιμα, κουρούμπελο, κωλοτρυπίδι, ξίδια, κόκκαλο, κοκαλίγκα, τα κοπανάω, κουνουπίδια, κουστώ, κρασίς, κρασοπατινάδα, κρασοκατάνυξη, κραιπαλιάζω, λιώμα, λιάρδα, λιώσιμο, λυώνω, λιωσμάρα, λικερώνομαι, λιόστ, λιουμίδης, μεθυσμενάκι, μπέκρα, μπέβα, μπεκρίλα, μπεκροκανάτα, μπεκρόχεσα, Μπομπ Ντίρλαν, Μπυρακλής, μπυρούζο, μπυρόβιος, μπυρουέτες, ντίρλα, ντέφι, νεροχύτης, οινόπνευμα, Ορέστης Μακρής, ούζερ, πατημένος, πίνω τον κώλο μου, πίτα, πιώμα, ποτάκιας, πότης της ασφάλτου, πετρέλαιο, πλακάκι, ρούκουνας, σούρα, στρακόττο, σβερκώνω, σκνίπα, σταφίδα, στειλιάρι, στουπί, την πίνω, τσικουδόχοιρος, τάπα, τζάλα, τούτζι, τσαλμπουράνι, τα τσούζω, Τζακ ο αντεροβγάλτης, τύφλα, υγρόν πύρ, φορτωμένος, φιλτιμπίνι, φέσι, φέτες, φτιάχνω-ομαι, φυσέκι, χαϊντιρλάντερ, χάλια, χαλιέμαι, Χανγκάιβερ, χώμα

Ο Μήτσος και ο Τάκης κουτσοπίνουνε στο μπαράκι της Μπουμπούκας τα σχετικά Λιώσε Κουέρβο, Θήβας Ρίγκαλ, Kαυτή Σάρκα κ.τ.λ. Στο σβήσιμο πάνε μέσα από το πάρκο ρομαντικά, άντε και για κανένα τυχερό και άξαφνα ο Τάκης σκοντάφτει στο ποτιστήρι του γκαζόν, πέφτει πάνω σε κάτι πέτρες και σπάει ό,τι προεξέχει: μύτη, δυο δόντια, τρία δάχτυλα. Την άλλη μέρα, μετά την ανάταξη ο Τάκης κατάλαβε. - Μητσάρα, εγώ δεν ήπια απλώς, εγώ έπαθα ξυλοπνευματίαση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική λεξιπλασία, η οποία προκύπτει από τις λέξεις Ιλιάδα και λιάρδα.

Αναφέρεται σε φάση επικών διαστάσεων κατανάλωσης αλκοόλ και μέθης (και των συνεπειών αυτής), αναλόγων δηλαδή με τη βαρύτητα και σπουδαιότητα του πασίγνωστου ομηρικού έπους.

- Έαε, τι γίνεται;
- Χάλια... βγήκαμε χτες με τον Ιεροκλή και τα ήπιαμε... τι τα ήπιαμε δηλαδή, Ιλιάρδα, κανονικά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος προερχόμενος από τη σύζευξη των λέξεων λιώμα (σε κατάσταση βαριάς μέθης) και του Λουμίδη, γνωστής εταιρείας παραγωγής καφέ.

Αποδίδεται σε άτομα που κατανάλωσαν μεγάλες ποσότητες αλκοόλ και για τα οποία καθίσταται απαραίτητη η άμεση κατάποση του.

  1. - Τι έγινε ρε χθες πόσο ήπιατε πια;
    - Άστα ρε γύρισα σπίτι λιωμίδης, δεν έβλεπα μπροστά μου πάλι. Ευτυχως μού' φτιαξε η Μαρία φραπέ και συνήλθα.

  2. Στο τηλέφωνο:
    - Έλα Νίκο το' χεις ένα πότο στο στέκι;.
    - Ναι μέσα, άλλα μη γίνουμε λιωμίδηδηδες παλι όμως ε;
    - Ναι ρε μην ανησυχείς, σήμερα λευκό και ποίηση.

  3. - Χθες μού' δωσε ο Αλέξης από το ποτό του και έγινα λιομίδης ρε με δυο γουλιές.
    - Ε ναι ο Αλέξης τον έχει χτίσει το Λουμίδη

Βλ. και λιουμίδης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified