Selected tags

Further tags

Σαπιοκάραβα φορτωμένα έως τα μπούνια με λαθραία τσιγάρα, στην αργκό των κατσιρματζήδων (λαθρεμπόρων) τσιγάρων. Τα πατατάδικα ανήκουν σε μαϊμού ναυτιλιακές εταιρείες και φέρουν τριτοκοσμικές σημαίες· μπαρκάρουν από λιμάνια τση Αιγύπτου, τση Συρίας, τση Τουρκίας και τση κατεχόμενης Κύπρου και συχνά αρμενίζουν κοντά σε ακτές σε αναζήτηση αγοραστώνε.

Εναλλακτικά: τσιγαράδικο, μαμή, μάνα (βλ. εδώ).

1. Η Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων Περιφερειακής Διεύθυνσης Αττικής είχε πληροφορίες για την αλλαγή ρότας του πλοίου στην ακτή του Καλοχωρίου της Θεσσαλονίκης και η συντονισμένη επιχείρηση των αρχών στήθηκε στις 3 τα ξημερώματα. Το «Svesa», με 7μελές πλήρωμα, μετέφερε 2.024 κιβώτια (master cases) που περιείχαν 1.012.000 πακέτα τσιγάρων. Είχε αποπλεύσει από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου με προορισμό το Μπουργκάς Βουλγαρίας όπου σύμφωνα με τα παραστατικά θα ξεφόρτωνε τα τσιγάρα. Αντ’ αυτού, βρέθηκε στον Θερμαϊκό και σύμφωνα με τα στοιχεία της Διεύθυνσης Ασφαλείας του Λιμενικού Σώματος είναι στην κατηγορία των γνωστών «πατατάδικων», των μικρών σαπιοκάραβων που διασχίζουν τη Μεσόγειο μεταφέροντας για λογαριασμό εικονικών ναυτιλιακών εταιρειών ποσότητες λαθραίων τσιγάρων.

2.
Ακρίβυναν τα τσιγάρα και στο ελληνικό αρχιπέλαγος ξαναεμφανίστηκαν τα γνωστά και ως «πατατάδικα» μικρά πλοιάρια, που φορτωμένα χιλιάδες κούτες λαθραίων τσιγάρων περιμένουν μεσοπέλαγα ή σε κάποια ερημική ακτή τον αγοραστή, ο οποίος αφού τα παραλάβει τα διοχετεύει στην εγχώρια αγορά.

3.
«Τσιγαράδικο» ή «Πατατάδικο» είναι το εκτός νόμου μικρό φορτηγό πλοίο που πριν αρκετά χρόνια δρούσε σε Ιόνιο και Αδριατική κουβαλώντας λαθραία, κυρίως τσιγάρα στην Ιταλία τότε που υπήρχε απαγόρευση των ξένων τσιγάρων στην γειτονική χώρα. Είναι προφανές ότι αυτοί που δούλευαν σε τέτοια πλοία δεν ήταν τα καλύτερα παιδιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρεμπέτικη φρασεολογία για το λαθρεμπόριο και τον κοντραμπατζή, αντίστοιχα. Επί τουρκοκρατίας, μια μεγάλη μερίδα Ρωμιών θησαύριζε διακινώντας λαθραία καπνά. Οι σύγχρονοι κατσιρματζήδες διακινούν λαθραία τσιγάρα με κακοτάξιδα πατατάδικα.

Ως ναρκοσλάνγκ, κατσιρματζής αποκαλείται επίσης το βαποράκι που (συχνά εν αγνοία του) μεταφέρει πράμα (βλ. εδώ).

Εκ του τουρκικού kaçırma / kaçırmasi (απαγωγή). Στην γουγλογραφία εμφανίζεται κι ως κατιρματζής.

1.
Επαγγελματίες βαρκάρηδες, ξεμπαρκάρανε τους επιβάτες από τα μεγάλα βιαστικά βαπόρια, τα ποστάλε, που δεν μπαίνανε μες στο λιμάνι, μόνο αράζανε μισό η κι ένα μίλι στ' ανοιχτά. Κοντά σ' αυτό, λίγο ψαράδες, λίγο κατσιρματζήδες, λίγο νταβατζήδες στα καφέ σαντάν και τα καφέ αμάν του λιμανιού. Ποτισμένοι άρμη, ψημένα παλικάρια κι από τις δυο μεριές.

  1. ♪♫ Μες τα Βουρλά κατιρματζής
    αντάμης και κοντραμπατζής
    και της τουρκιάς ο τρόμος
    καβάλα σε λιγνό φαρί
    το μάτι του θόλο βαρύ
    πατούσε κι έτρεμε ο δρόμος

Είχε σκοτώσει τσαντιρμά
Όταν περνούσε κατσιρμά
Μπροστά απ’ το καρακόλι
Για να γλιτώσει τα καπνά
Σκαρφάλωσε από τα βουνά
Και τα φευγάτισε στην Πόλη ♪♫ («Ο μπάρμπας μου ο Παναγής», Μιχ. Ζαμπέτας)

3. Κατιρματζής είναι ο λαθρέμπορος. Επί Οθωμανών υπήρχε ένας τεράστιος υπόκοσμος που ζούσε από το λαθρεμπόριο καπνών για το οποίο υπήρχε αυστηρότατος έλεγχος. Οι Έλληνες της ανατολής πρωτοστατούσαν σε αυτή τη δραστηριότητα.

(από Khan, 19/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όψιμη χασισλάνγκ: όταν την ακούς χάλια και κάνεις «βαρύ κεφάλι» μετά από κάπνισμα κακής πχοιότητας χασισακίου.

Προϋπήρχε ως ιατρικός όρος από τότε που βγήκαν οι λάσπες (βλ. πρώτο παράδειγμα), κυρίως με την μορφή καρηβαρία.

Ετυμολογείται εκ των κάρα (κεφάλι) και βαριά· η παρουσία του γαμοσλανγκενεργού «καρά-» είναι παντελώς συμπτωματική.

1. ... ἀνακαίνισις καὶ καραβαρία καὶ σκάτωσις καὶ ρῖχος περὶ τήν κεφαλήν ...
(Συμεών Μάγιστρου και Φιλοσόφου του Αντιοχέως, «Φιλοσοφικά και Ιατρικά», Βερολίνο, 1842)

2.
Το «Τραγούδι της Μορφίνας»
Αυτός είμαι εγώ…
Αυτός είσαι εσύ…
Αυτό είναι το Παν.
Στοιχειωμένοι..
Παιδιά του δρόμου. ..
Έξω όλη νύχτα..
Καραβαρία
Μπερδεμένα όλα…

  1. Καραβαρία: αποχαύνωση μετά το κάπνισμα κακής ποιότητας χασισιού.
    (Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου, «Το λεξικό της Ντάγκλας», εκδόσεις Όπερα 1995)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρσενικό δενδρύλλιο ινδικής κάνναβης, η φούντα του οποίου περιέχει ελάστιχη τετραϋδροκανναβινόλη και ωσεκτουτού δεν κάνει κεφάλι. Κατ' επέκταση, κάθε χόρτο ή ναρκωτικό της πούτσας.

Πηγή: Το λεξικό της ντάγκλας, Λ. Χρηστάκη και Ν. Επάρατου (Εκδόσεις Opera 1995).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναρκοσλάνγκ για τον μικρό σωλήνα, συνήθως από τυλιγμένο χαρτονόμισμα, που χρησιμοποιείται σε μύτινγκ για το σνιφάρισμα κοκού ή (σπανιότερα) ηρωίνης. Οι ξιπασμένοι άρχοντες της νύχτας και οι καγκουρογιάπηδες τση πούτσας χρησιμοποιούν χρυσά ή πλατινένια γιούφι.

Γιούφι αποκαλείται και ο αυτοσχέδιος σωλήνας από αλουμινόχαρτο που χρησιμοποιείται για το κάπνισμα ηρωίνης (βλ. 4ο παράδειγμα).

Βλ. επίσης: γιουφ, σνιφάρω, ♪♫ κι αν τα ρουθούνια μου μείνουν μισά, κανένα πρόβλημα, θα βάλω χρυσά ♪♫.

1.
Τα νεαρά χέρια μου μεταμορφώθηκαν πρόωρα σε χέρια υπερήλικης μαστροπού. Εκδίδω τα θηλυκά σοφίσματα που γεννούν οι απειροελάχιστες συνευρέσεις με το κοκό πολύ πριν ενηλικιωθούν. Οι ψευδαισθήσεις μου ροφούν την νεότητά τους με γιούφι φτιαγμένο από σελίδα της Βίβλου. Τελικά η ζωή μου είναι διεστραμμένη, όχι εγώ.

2.
Υπουργός “σνιφάρει”;; Ε όχι ρε παιδιά! Εμείς τι θα έπρεπε να κάνουμε δηλαδή; Θα μας τρελλάνει τελείως το dream team τις Πασοκάρας που μας έριξε στα νύχια του ΔΝΤ. Βγαίνει τώρα ότι υπάρχει υπουργός της κυβέρνησης που έχει “αναπνευστικά προβλήματα” και ακολουθεί θεραπεία με “γιούφι” στα ρουθούνια.

3.
♪♫ για να σε εκδικηθώ
σου βρέχω τα χαρτάκια
σου πίνω το κοκό
το γιούφι που αγαπούσες ♪♫

4.
Για το κάπνισμα, η ηρωίνη τοποθετείται σε ένα αλουμινόχαρτο ή ένα λεπτό κομμάτι μέταλλο. Ένας κωνικός σωλήνας σε μέγεθος τσιγάρου ή στιλό, από αλουμινόχαρτο επίσης (το λεγόμενο “γιούφι”) μπαίνει στο στόμα και κρατιέται πάνω από το ναρκωτικό. Μία φλόγα κρατιέται κάτω από το μέταλλο, η ουσία θερμαίνεται και βγάζει καπνό και ο χρήστης κυνηγά τον καπνό που ανεβαίναι με το σωλήνα. Μετά από μερικές χρήσεις, σημαντική ποσότητα ουσίας κρυσταλλώνεται μέσα στο γιούφι, το οποίο χρησιμοποιείται πλέον ως βάση, με ένα άλλο γιούφι.

Γιούφι από χαρτονόμισμα (από σφυρίζων, 08/07/13)Ο John Lennon σε λολοπαιγνιώδη διάθεση σκιφάρει κόκα (από σφυρίζων, 08/07/13)Γιούφι για κάπνισμα ηρούς (από σφυρίζων, 08/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φακελάκι ή άλλη συσκευασία που μοιάζει με ναρκωτικό αλλά δεν είναι· ή που, στην καλύτερη περίπτωση, είναι μπουρούχα. Πρόκειται για κλασική μέθοδο απόσπασης μπαγιόκου από άσχετους και ψημάρια.

Κατ' επέκταση, πακέτο αποκαλείται η φιδιά, η μούφα. Εξ ου και η έκφραση τρώω πακέτο.

1.
Έφαγα πακέτο : όταν σου πουλήσουνε ψεύτικο πράγμα. Συνταγή: Κύβος Κnor διαλύεται σε μίξερ με προσθήκη ζάχαρης άχνης για να ασπρίσει. Δεν το ξεχωρίζεις. Το θύμα που αγοράζει συνήθως σε δημόσιο χώρο δεν έχει τον χρόνο να το ελέγξει .Το καταλαβαίνει όταν πάει σπίτι και αναφωνεί : έφαγα πακέτο

  1. Συνήθως αυτοί που μοιράζουν πακέτα , φροντίζουν να εξαφανιστούν για ένα διάστημα για να μην εισπράξουν τίποτα μαχαιριές.
    (Λ. Χρηστάκη και Ν. Επάρατου, Το λεξικό της ντάγκλας, Εκδόσεις Opera 1995, σελ. 71)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σύριγγα με την οποία τρυπιέται (σουτάρει) το ζάκι. Εκ του αγγλικάνικου (warm) gun.

Εναλλακτικά: γκαν, γκάνι, σέο.

1.
Στο βαγόνι γινόταν χαμός, κάτι πρεζόνια με το γκανάκι να εξέχει από την τσέπη (πρώτη φορά είδα ανθρώπους να κυκλοφορούν με το γκανάκι εμφανές στην τσέπη) προσπαθούσαν να πείσουν τους επιβάτες ότι δεν είναι πρεζόνια αλλά απλώς άνεργοι που δεν έχουν να φάνε, και «βοηθήστε μας καλέ κύριοι» και τέτοια.

2.
Με το «γκανάκι» βρίσκεις τη φλέβα, κάνεις αναρρόφηση κι όταν βλέπεις ότι είσαι μέσα τότε «σουτάρεις» και αισθάνεσαι το «φλας». Παίρνεις σήμα και «νταγκλάρεις». Οταν η δόση είναι μικρή στανιάρεις, γίνεσαι φυσιολογικός. Οταν η δόση είναι κανονική νταγκλάρεις, μαστουρώνεσαι. Αισθάνεσαι σπουδαίος και δυνατός. Ετοιμος να κατακτήσεις τον κόσμο.

3.
Μέρες του '79......Αχ τι μου θύμισες.. Το Ντούφη.. τα Youth Hostels που στέγαζαν Γερμανούς κάθε ηλικίας στο δρόμο από και για Ινδίες (που έκοψε η πτώση του Σάχη ακριβώς το '79).. Τα μαύρα μαύρα.. τα τάι, η μορφίνη (που συχνά ήταν Romidon και μας έκαψε) το ένα γκανάκι για μέρες και μέρες διότι δεν έδιναν σύριγγες οι φαρμακοποιοί..

Happiness is a warm gun (από σφυρίζων, 09/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Ακόμη να γυρνάει, εννοείται «το τσιγάρο στην παρέα».

Από τις πιο κλασικές μπαφοκουβέντες, απευθύνεται σε άτομα που απ' τη χασισολογοδιάρροια, τη μαστούρα, ή απλά από κουτοπονηριά, κροκοδειλιάζουν, καβατζώνουν το τσιγάρο και δεν το περνάνε στον επόμενο, ως είθισται, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.

Η φράση είναι τόσο διαδομένη που θα την ακούσεις συχνά και μακριά από χασίσια, μεταφορικά, σε καταστάσεις που κάποιος διεκδικεί ετσιθελικά τη μερίδα του λέοντος.

  1. Μια φορά σταμάτησα την παράσταση γιατί κάποιος κάπνιζε μπάφο Του είπα- να γυρίζει φίλε - κι η παράσταση συνεχίστηκε κανονικά (από τουίτερ)

  2. «Να γυρνάει ρε να γυρνάει όχι όλο δικό σου είμαστε τόσοι εσύ το έσκασες». Μια τζούρα και το μυαλό σου έφυγε για μια στιγμή.. (από ιστολόι)

  3. Έλα να γυρίζει ρε φίλε να την ακούσουμε & εμεις (από τουίτερ)

  4. - Στην υγειά μου ...
    - Σού'χω πει να γυρνάει ρε παρτάκια.
    (από φόρουμ)

Χασισοσοφία: να γυρίζει, στρίφτης σκάστης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κατεργασμένο («πρεσαριστό») μαυράκι. Αβέβαιης ετυμολογίας.

Βλ. επίσης: σοκολάτα, τσόκο, μαρόκο, πλαστελίνη.

1.
Είχαν στην τσέπη καπιτσέδες. Διάταγμα κράτησης 8 ημερών εξέδωσε σήμερα το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εναντίον δυο αλλοδαπών, ενός 44χρονου και μιας 25χρονης, οι οποίοι συνελήφθηκαν για υπόθεση καλλιέργειας φυτών κάνναβης.

2.
Πρεσσαριστό: Ο καπιτσές, λεπτό τεμάχιο κατεργασμένου χασίς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολυσχιδής σλανγκιά, εκ του ηχομιμητικού γουργουρίζω. Αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στα εξής:

  • Το δοχείο του ναργιλέ, αυτό που γουργουρίζει όταν τον πίνεις. Οι γούργουρες κατασκευάζονται από γυαλί, πηλό ή κολοκύθα• οι καλύτεροι όμως, από το κέλυφος καρύδας (η λέξη nārgil στα περσικά σημαίνει καρύδα). Εναλλακτικά: γουργού, γούργουρας, γουργούλακας, γουργούλιακας.
  • Η κληρωτίδα, επειδή όταν γυρίζει γουργουρίζει. Εξ ου και η έκφραση «τώρα που γυρίζει ο γούργουλας».
  • Μη σλανγκικά (αλλά αρκούδως λαογραφικά), το λαρύγγι του κόκορα (επειδή γουργουρίζει) και το πήλινο δοχείο σε διάφορες ντοπιολαλιές.

1.
Γουργούς / γούργουλας: ο ναργιλές (από τον ήχο του νερού κατά το ρούφηγμα που μοιάζει με γουργουρητό

2. οι «ειδήμονες» του ναργιλέ λένε ότι ο καρυδάτος γούργουλας είναι ασυναγώνιστος

3.
Τώρα που γυρίζει ο γούργουλας, ποντάρετε παρακαλώ… Να ξεπουλήσουμε την πατρίδα, τη χώρα που γεννάμε τα παιδιά μας! Άλλος δοσίλογος, ποντάρετε παρακαλώ…

4.
Λοιπόν…στοιχηματίζω ολόκληρο το βασίλειό μου της Δανιμαρκίας, που δεν είναι βέβαια και τίποτα σημαντικό έτσι σάπιο που κατάντησε, αλλά αυτό έχω αυτό βάζω, βάλτε και σεις παιδιά, μαύρο κόκκινο, λάδι για την καντήλα, εδώ κληρώνει ο γούργουλας, πως αν ο επικείμενος πρώτος τους δίσκος τους Let The Sunburnt Country Burn -αν και όποτε βγει- θ’ αφήσει εποχή…

(από σφυρίζων, 18/07/13)(από σφυρίζων, 18/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published