Selected tags

Further tags

Δερμάτινη ή υφασμάτινη θήκη για καπνό, συνήθως σε σχήμα μακρόστενου πορτοφολιού και συχνά με ειδικά τσεπάκια για την αποθήκευση συμπαρομαρτούντων (όπως χαρτάκια και φιλτράκια). Αξεσουάρ για καπνιστές στριφτών τσιγάρων ή πίπας. Λέγεται και καπνοσακούλα.

Με τη σημασία αυτή, η καπνοθήκη είναι νεολογισμός. Παλιότερα ονόμαζαν έτσι την «ταμπακιέρα», δηλαδή το κουτί, συνήθως μεταλλικό, όπου ο καπνιστής τοποθετούσε τον καπνό ή τα τσιγάρα του (παραδείγματα 1 και 2). Αυτή η σημασία σήμερα μάλλον εκλείπει, παρόλο που ταμπακιέρες θα δεις ακόμη να κουβαλάν κάποιοι παλιοί ή τίποτα μερακλήδες παλιάς κοπής.

Δευτερεύοντα, η καπνοθήκη υπήρξε είτε ανησυχητική εμμονή του δαίμονα του τυπογραφείου, είτε εσκεμμένος, δημοσιογραφικός τουλάχιστον, όρος για την «καπναποθήκη», απ' ό,τι βλέπω περιδιαβάζοντας παλιές εφημερίδες (δείτε παράδειγμα 3) –που στην περίπτωση αυτή μάλλον συμφυρμός του καπνός και του αποθήκη είναι (καπνοθήκη), παρά σοβαρή σύνθετη λέξη.

Με τη σημασία της ταμπακιέρας πάντως την έχει καταχωρισμένη και ο Μπάμπης (βήτα έκδοση), που μάλιστα μαρτυρεί από το 1886· πράγματι είναι παλιά λέξη, βρίσκω διαφήμιση για γυάλινες καπνοθήκες (μάλλον οικιακές) στο Εμπρός της 26/11/1896, και αναφορά στις «καπνοθήκες και τα αδαμαντοκόλλητα παράσημα του Σουλτάνου» στο Σκριπ της 02/10/1895.

Η καπνοσακούλα μ' αυτήν την έννοια είναι επίσης νεολογισμός. Σε αντιδιαστολή προς την τσίγκινη ταμπακιέρα, η καπνοσακούλα, ειδική περίπτωση καπνοθήκης, σήμαινε «πουγκί, σακούλι στο οποίο μπαίνει ο καπνός», προερχόμενο καμιά φορά και απο κύστεις ζώων (δείτε εδώ) (παραδείγματα 1 και 4). Καπνοσακούλα χρησιμοποιούσε κι' ο παλιός καλός Λούκι Λουκ.

Σε αντίθεση με τις ταμπακιέρες, οι καπνοθήκες του εδώ ορισμού (παραδείγματα 5 και 6) έχουν εξελιχθεί σε τρελή μόδα την τελευταία περίπου δεκαετία –βαριά δεκαπενταετία– στην ελλάδα (αλλού πρόκειται για μάλλον σπάνιο και αξιοπερίεργο αντικείμενο), και χωρίς να είναι στην πραγματικότητα μαστ, θεωρούνται ακόμα γουστόζικες· οπωσδήποτε, μ' όλα 'φτά τα τσεπάκια μπορούν ν' αποδειχθούν αρκετά πρακτικές, χώρια που, οι καιροί χαλεποί γαρ, πολλοί το γυρνάν στο στριφτό, και η φτώχεια ως γνωστό θέλει καλοπέραση και στιλ.

Βλέπεις λοιπόν στην ελλάδα καπνοθήκες προκάτ ή χειροποίητες και μονόχρωμες ή παρδαλές, με κάθε λογής σχέδιο επάνω, καπνοθήκες για τα κοριτσάκια, καπνοθήκες για τ' αγοράκια, καπνοθήκες για τους πολλά βαρείς, για τους γκέι, για τους αναρχικούς, για τους μελαγχολικούς, για για για...

Και κάτι μου λέει ότι υπάρχουνε ήδη άτομα που θά 'χουνε καναδυό-τρεις διαφορετικές –μιά που πάει με 'κείνα τα παπούτσια, μιά που πάει με 'κείνο το φόρεμα, και μιά που πάει με όλα· μιά για το γιό, μιά για την κόρη, κι' άλλη μιά για 'μένα και τη γυναίκα (που έτσι κι' αλλιώς παρά το δίπλωμα δέν οδηγεί ποτέ)· μία όταν ξεμεταλιάζεις, μία για το ακουστικό το σχήμα, και μια σέρτικη για όταν γρατζουνάς το μπαγλαμά (που σπάνια πιά ακούς Παπάζογλου, αλλα τί σκατά νεορεμπέτες είμαστε, να μήν έχεις κι' απ' αυτό στο σπίτι;...)· και ούτω καθεξής.

  1. Καπνοθήκη είναι η κοινώς λεγόμενη ταμπακιέρα. Στα παλιότερα χρόνια ήταν απαραίτητο εξάρτημα των καπνιστών, όταν δεν υπήρχαν τσιγάρα. Οι καπνοθήκες ήταν απλές θήκες(καπνοσακούλες) από δέρμα ή ύφασμα που τις κρεμούσαν στη ζώνη ή ήταν μικρά κομψά μεταλλικά κουτάκια. Οι πλούσιοι είχαν ταμπακιέρες ασημένιες σκαλιστές. Οι καπνιστές που χρησιμοποιούσαν καπνό χύμα, το βάζανε σε ταμπακιέρες (καπνοθήκες) μαζί με τα τσιγαρόχαρτα. Τα τσιγαρόχαρτα για το στρίψιμο του τσιγάρου ήταν άφθονα, δεν υπάγονταν σε κανένα έλεγχο, πουλιόνταν ελεύθερα στα μαγαζιά και έφεραν την μάρκα του εργοστασίου κατασκευής. Το στρίψιμο το μαθαίνανε από την πρώτη μέρα που άρχιζαν το κάπνισμα. (από μεστό σχετικό κειμενάκι παλιού τριγλιανού σε φόρουμ)

  2. Εντός του βαγωνίου εις το οποίον εγκατεστάθην υπήρχον και δύο άλλοι συνταξειδιώται, είς γέρων και είς νέος τριάκοντα περίπου ετών. Εκ τούτων ο δεύτερος εξήγαγε την καπνοθήκην του περιέχουσαν ωραίον ψιλοκομμένον καπνόν λαμπρού χρώματος και προσεπάθει να κατασκευάση σιγάρον. Αλλ' ήτο προφανώς ασυνήθιστος και το σιγάρον δέν υπήκουεν εις τους δακτύλους του. Τον παρηκολούθουν μετα περιεργείας και ελαφρού μειδιάματος, ως να τω έλεγον· «άν μου έδιδες την άδειαν να κάμω τσιγάρον θάβλεπες πώς το κάμνουν οι συνηθισμένοι!» (από απομνημονεύματα ενός στρατηγού Ν. Μακρή, εφημερίδα Εμπρός, 01/11/1909)

  3. Δια την ποιοτικήν βελτίωσιν των καπνών μας και δια την δημιουργίαν προσθέτου απασχολήσεως και εισοδημάτων και γενικώς ενίσχυσιν της οικονομίας των καπνοπαραγωγών της χώρας, ενεκρίθη και κατα το τρέχον έτος η διάθεσις σοβαρών πιστώσεων εκ κεφαλαίων της αγροτικής και του οργανισμού καπνού. Ούτω διατίθενται δι' ανέγερσιν ατομικών καπνοθηκών 12 εκατομμύρια, δια την αγοράν παραγωγικών ζώων και ζώων φόρτου 13.250.000 και δια την προμήθειαν κιβωτίων συσκευασίας καπνού 400.000. (εφημερίδα Μακεδονία, 06/06/1959)

  4. Ο πάτερ Λουκάς, κοντός, ανοιχτογόνατος, παλιός κοντραμπαντζής, πάει μπροστά και μας δείχνει το δρόμο. Κάπου κάπου στέκουνταν και μας έπιανε κουβέντα για θάλασσες, για γλέντια, για καβγάδες με τους Τούρκους. Όλη η κοσμική ζωή του σαν παραμύθι μέσα του, σαν να 'γίνε σ' έναν άλλο κόσμο πιο άγριο και επικίνδυνο, γεμάτο φωνές και βλαστήμιες και γυναίκες. Το ' λέγε και το ξανάλεγε το παραμύθι του, το ξαναζούσε και χαίρουνταν. Όλα από την παλιά του ζωή τ' απαρνήθηκε, μα όλα τα πήρε μαζί του, τυλιγμένα στο ράσο του. Κάτω από ένα μεγάλο έλατο σταμάτησε· ήθελε κουβέντα.

Ας σταθούμε, βρε παιδιά, είπε, να ξαποστάσουμε λίγο· ν' αλλάξουμε και καμιά κουβέντα, έσκασα.

Έβγαλε μιαν κρυμμένη στη ζώνη του καπνοσακούλα, έστριψε τσιγάρο, άρχισε την κουβέντα...

(από την «Αναφορά στον Γκρέκο» του Νίκου Καζαντζάκη, εδώ)

  1. Μια δερμάτινη καπνοθήκη χρώματος καφέ εντελώς σκέτη και βαρετή....έγινε έτσι: [σ.ς.: πώς γιά;... δέν βρήκα τη φωτό, αλλ' απ' τα παρακάτω φαντάζομαι :-Ρ] Υλικά που επαναχρησιμοποίησα: Κομμάτι απο παλιο φθαρμένο καφτάνι, ασημί ανεξίτηλο μαρκαδόρο, διάφορες χαντρούλες απο παλιά/χαλασμένα κοσμήματα, μαύρη κλωστή - βελόνα, και κούμπωμα δερμάτινο απο πέδιλο που χάλασε (το έβαλα σαν πρόσθετο λουρί να το τυλίγω γύρω απο την καπνοθήκη-δεν φαίνεται καλα στην φωτο). (από εδώ)

  2. Η φετινη μου τρελα λεγεται καπνοθηκη...ξαφνικα με επιασε μια μανια να φτιαχνω καπνοθηκες...ευτυχως εχω πολλους φιλους καπνιστες...αυτη ειναι η αγαπημενη μου...τη κρατησα για μενα..τη κεντησα με ζωακια ασπρα,μαυρα,ασημι...Δυστυχως η τσοχα ειναι αρκετα χειμωνιατικο υφασμα και συντομα θα πρεπει να φτιαξω μια καλοκαιρινη...Αλλα ας ερθει το καλοκαιρακι και δε πειραζει!!! (από ιστολόι)

Καπνοσακούλα νέας κοπής εξ Ιταλίας (από lifeingr, 03/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α. Απ' το αρχαίο ελληνικό και μετέπειτα αλεξανδρινό «σάπφειρος» > ζαφείρι: Ορυκτός πολύτιμος λίθος, από ανοιχτό γαλάζιο και πράσινο μέχρι σκούρο μπλε, χρησιμοποιείται από αρχαιοτάτων για κοσμήματα κλπ.

Β. Κατά μίαν εκδοχή, ήταν/είναι τα κιτρινο-γαλαζο-πράσινα φλέματα που προκύπτουν απ' τον τσιγαρόβηχα, το κρυολόγημα, τη φθίση, κλπ., που σου στέκονται στο λαιμό και δε μπορείς να τα φτύσεις, ούτε να τα καταπιείς ... μπλιαχ! (πιθανά συνώνυμα: ροχάλα, τάλιρο, λίρα, κλπ.)

Γ. Ήταν / είναι οι καπνίλες, οι στάχτες, τα ρετσίνια, τα λάδια και άλλα κατάλοιπα στο νερό του ναργιλέ (نرجيلة, narguil, narguilé, pipe à eau, pipa de agua, water pipe, water bong) ή της συνώνυμης شيشة «shisha» και, κατ' επέκταση, στο λαρύγγι του χρήστη, μαζί με τη σχετική πικρίλα.

Ίσως να' χεις καπνίσει το εκ Ζωνιανών ορμώμενο χορταράκι, ή άλλα, πιο διαδεδομένα στις Αμερικές και αλλαχού, όπως Acapulco Gold, Panama Red, Jamaican Spliff, Pot , ή την πιο διάσημη Marijuana (στις λατινογενείς γλώσσες, οι διάφορες Μαρίες-Ιωάννες έχουν δανείσει/χαρίσει τ' όνομά τους σε πλείστες όσες ονομασίες: Maria-Juana, Marie-Jeanne, Mary Jane = Μαριχουάνα, Bloody Mary = Βότκα+ντομάτα+ ..., Marie-couche-toi-là = Εύκολη γκόμενα, ανοιχτομπούτα, κρεβατάμπλ, Dame Jeanne = Νταμιτζάνα, κλπ.) που, αρχικά, σήμαινε το φτηνό ταμπάκο. Μέχρι που οι λατινομαθείς τη βαφτίσανε cannabis sativa indica, οι ελληνομαθείς ινδικήν κάνναβιν και οι πιο περπατημένοι, μαστούρηδες, αφιονισμένοι (απ' το αρχαίο ελληνικό «όπιον» μέσω του περσο-τουρκικού afyon) κι ωραίοι σημερινοί σλανγκιστές, ανά τον κόσμο, την είπαν joint, stick (US), pétard, bédo (FRA), porro, cano, mota (ESP), baseado, toco (POR), canna, spinello (ITA), στριφτό, γεμιστό, μαύρη, τσιγαρλίκι, (ΕΛΛ), «الحشيش القنب الهندى» (ΑRΑ, αλ χασίς αλ κάναμπ αλ χίντι = δλδ το «χασισάκι») κλπ.

Αφού το καπνίσεις και «φτιαχτείς», εκτός απ' τη ζαλάδα/θολούρα, σε πιάνει και μια λιγούρα, άλογο πράμα, λιμπίζεσαι κάτι να φας, βρε παιδί μου, οπότε ζητάς να μασουλήσεις καμιά μπουκιά, κάτι να κατευνάσει την πείνα σου, να σου διώξει την πικρίλα απ' το λαρύγγι και να σε φέρει στα ίσα σου, να στανιάρεις, να ξεπήξεις απ' την κατακεφαλιά της τετραϋδροκανναβινόλης (THC). Το περί ου ο λόγος μπινελίκι ήταν το de rigueur (συνηθισμένο/υποχρεωτικό) σοροπιαστό γλυκό που κατανάλωναν το πάλαι ποτέ οι χασικλήδες حشيشي (ελάχιστη σχέση με τους παλιούς τρομοκράτες حشيشين -haschaschin=assassins=δολοφόνους-) μετά που είχαν «κάνει» ή «φουμάρει» ή «πιει» τη τζούρα τους, ώστε να πάνε κάτω τα ζαφείρια και να μην είναι ο στόμας τους τσαρούχι, σα να λέμε, κάτι με μπόλικα σορόπια/πετιμέζια: κανταϊφάκι, μπακλαβαδάκι, φοινίκι/μελομακάρονο, γαλατομπούρεκο, σάμαλι, κτλ., να φύγει η πίκρα. Το λουκούμι συνηθιζόταν αργότερα σαν πιο εύχρηστο, πιο βολικό και πιο φτηνό. Μεταγενέστερο (αλλά ersatz) κατάλοιπο της συνήθειας (που εγώ πρόλαβα) είναι η καραμέλα που πάντα δίνανε παλιά οι καφετζήδες (και κάθε αξιοπρεπής κάπελας/ταβερνιάρης) με το απλό κονιάκι (sic) στους μπεκροκανάτες βαρελόφρονες.

Ανέλιξη του να πάνε κάτω τα ζαφείρια ίσως είναι η πιο γνωστή έκφραση να πάνε κάτω τα φαρμάκια, μεταφορικά, τα ντέρτια κι οι καημοί, χωρίς σχέση με τσιγαρλίκια και τεκέδες. Δείγμα από ένα παμπάλαιο ρεμπέτικο:

[I]Στο απόμερο το ταβερνάκι
Τα πίνω με δυο γεροντάκια
Άιντε ακόμα ένα ποτηράκι
Να πάνε κάτω τα φαρμάκια.[/I]

- -Άσε, μωρ' αδερφέ μου! Με κεράσανε κάτι σέρτικα Λαμίας κι είναι ο καταπιώνας μου γεμάτος ξυλόπροκες ... Πιάσε κάνα μπινελίκι να πάνε κάτω τα ζαφείρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράσις χορτοσλάνγκ-τεκεδοσλάνγκ, αναφερόμενη στην φούντα, προϊούσα γυριστροπαρέας.

Απαντάται στην απελπισία του κύκλου, που αδημονώντας για «την άφιξη του παπά, με τα άμφια, για να τελέσει το ευχέλαιο», απευθύνεται στον στρίφτη που την καθυστερεί για αδιευκρίνιστους λόγους. Ο ίδιος, με τη σειρά του απαντά με την εν λόγω για να παινέψει το αριστούργημά του ως προς την γεύση και την μαεστρία της στρεπτικής κατασκευής, παραλληλίζοντάς το με την πεντανόστιμη, στριφογυριστή χορτόπιτα, σπεσιαλιτέ της Σκοπέλου.

1ος στον 2o: Άντε ρε, μία ώρα... Δεν την παλεύω ρε... Ανοίγεις φύλλο για σπανακόπιτα;
2ος στον 1o: Μην αγχώνεσαι, ξέρω τι κάνω... Θα σ' την κάνω σκοπελίτικη και θα γλείφεις τα δάχτυλά σου...
3oς στον 1ο: Αγχώσου, ρε... (άσχετο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για χαρακτηρισμό είδους βρόμας η οποία μοιάζει με πουρί πράσινο σαν λειχήνα. Ακούγεται σε τηλεφωνική συνδιάλεξη φάρσας με τους θρυλικούς «Πατρινούς» όπου ο μινάρας φαρσέρ αποκρίνεται στην δύστυχη ακροάτρια της απέναντι γραμμής λέγοντας «έχει πιάσει το μουνί σου σκουλαμέντρα

- Για κανονίστε να καθαρίσετε εδώ μέσα....
- Ναι κύριε λοχία. Αμέσως...
- Άντε γιατί έχουμε πιάσει σκουλαμέντρα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά κόσμον η μπύρα Άμστελ. Τίτλος που αποκόμισε λόγω της συχνής εμφάνισής της παραπλεύρως οικοδόμων, ημεδαπών τε και αλλοδαπών εις τα ανά τη χώραν γιαπιά.

Ρε Νάσο, πετάξου μια μέχρι το περίπτερο και φέρε 2-3 μπυράκια.
— Τι μάρκα;
— Εε, του οικοδόμου ρε, κλασσικά.

Δες και όπου φτωχός κι η μπύρα του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην μπαρόβια σλανγκ, το scotch whisky μάρκας Famous Grouse, για τον προφανή λόγο ότι στην ετικέτα απεικονίζεται ένα είδος πτηνού ενδημικού στα Highlands της Σκωτίας (αγγλ. grouse), που μοιάζει πολύ με την δική μας πέρδικα (ενώ πρόκειται μάλλον για ένα είδος αγριόγαλου).

- Τι έχει ο Ιεροκλής;
- Άσε, χάλια... ήπιε μόνος του τρεις πέρδικες και τον κουβαλάγαμε μετά...

(από Jonas, 07/07/10)

Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ουίσκι. Από το scotch.

- Τι θα πιεις;
- Ξέρω γω... Στάξε μου έναν σκωτσέζο.

Got a better definition? Add it!

Published

Ψητό λέμε τον μπάφο, γιατί όταν σκάει μυρίζει σαν μπριζόλα. Όταν σου πει κάποιος «πάμε για τίποτα ψητά», είναι συνθηματικό να πάτε για μπάφο.

— Τι θα κάνεις πιο αργά; Έχω κάτι ψητά σπίτι και λέω να τα δοκιμάσω.
Μέσα.

Δες και μπριζολάτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ιδιοκτήτης / υπάλληλος κάβας.

Στις μικρές γειτονιές όπου η κάβα είναι πιο κοντά από το σούπερ μαρκετ / μίνι μάρκετ / ψιλικατζίδικο, δίνουμε το ψευδώνυμο αυτό για τον ιδιοκτήτη της κάβας, αφού σπανίως ξέρουμε το όνομά του, ενώ κάποιες φορές είναι απαραίτητο να τον αναφέρουμε στις συζητήσεις μας.

  1. - Πού τις βρήκες τόσες μπύρες ρε;; - Τις κέρασε ο κάβαμαν, λήγουν λέει σε μία εβδομάδα και δεν προλαβαίνει να τις πουλήσει.

  2. Στο τηλέφωνο:
    - Έλα ρε, είσαι σπίτι να περάσω;
    - Είμαι ακριβώς άπω κάτω και παρκάρω..
    - Ωραία, περνάω απ' τον κάβαμαν κι έρχομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην θάλασσα καθώς παίζουμε και γελάμε... πιάνουμε κάποιον φίλο μας από το κεφάλι και τον βουτάμε μέσα, καθώς αυτός βουλιάζει έχουμε την ευκαιρία να πατήσουμε και με τα πόδια μας πάνω του ώστε να τον κρατήσουμε πιο πολύ ώρα μέσα στο νερό μπας και πιει λίγο και κλάσουμε στα γέλια.

  2. Τζούρα από μπάφο, όταν αυτός είναι στα τελευταία του.

  1. - Θα κάτσεις να σου κάνω μια πατητή; Δεν είμαι βαρύς..
    - Για μαλάκα ψάχνεις;

  2. Δεν μου σκας καμιά πατητή από αυτόν τον μπάφο; Δεν την έχω ακούσει ρε φίλε.

Στο 8:01. (από vikar, 10/06/11)

βλ. και πατητή μάρκα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified