Selected tags

Further tags

Σύνθετο επίθετο που αποδίδεται σε άνδρες που φονεύουν μεγάλες ποσότητες ρακής (τσικουδιάς). Με διάφορα είδη μεζέδων φυσικά, κατά προτίμηση χοχλιούς μπουμπουριστούς.

- Ρε εσείς, εκεί στα χωριά σας στην Σητεία στην Κρήτης είσαστε μεγάλοι ρακοφονιάδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως μπορείτε να δείτε και μόνοι σας με τη βοήθεια του γκουγκλ (άντε, και του κνάσου), το τζακούζι που, στο συλλογικό υποσυνείδητο έχει περάσει σαν η θερμαινόμενη μπανιέρα, είναι τρέιντμαρκ συγκεκριμένης εταιρείας. Όμως εδώ μας ενδιαφέρει η σλανγκ έννοια της κάθε λέξης. Πάντα.

Ως τζακούζι λοιπόν, στην διάλεκτο της νύχτας, ονομάζεται το σφηνάκι-θάνατος, αποτελούμενο από μισό μέρος ούζο και μισό μέρος απόσταξη από το Τενεσίι των απογόνων του Τζακ του Ντάνιελ, που «αποστάζουν» όταν δεν παίζουν το χαριτωμένο παιχνιδάκι με τους φελλούς και τα βαρέλια. Όποιος έχει πιει σκέτο σφηνάκι ούζου και σκέτο σφηνάκι Τζακ Ντάνιελς και γνωρίζει βασικά μαθηματικά, θα προσθέσει τις 2 επιδράσεις για να βρει την επίδραση του συνδυασμού τους. Και θα κάνει λάθος. Γιατί η επίδραση τους όταν συνδυάζονται ανεβαίνει εκθετικά και γι' αυτό δεν χρειάζονται βασικά μαθηματικά. Μόνο 2 γεια μας.

Αν ακούσετε από φίλο, που δεν είναι μπέκρα, την έκφραση «Να κεράσω τζακούζι;», καλό θα ήταν να θυμηθείτε τι πουστιά του έχετε παίξει, γιατί το χανγκόβερ δυσκολεύει πολύ τη μνήμη. Αν, δε, ακούσετε την έκφραση «Να κεράσω τζακούζι υποβρύχιο, σημαίνει πως αυτός που προσφέρεται να κεράσει γνωρίζει ότι του πηδάτε τη γκόμενα και πως τις καπότες που θα βρείτε το πρωί στο πάτωμα τις βγάλατε κλάνοντας.

- Τί έγινε προψέ ρε και εξαφανίστηκες από το μπαρ;
- Άσε, μεγάλη περιπέτεια. Μου την έπεσε κανονικά η ξανθιά που με κοιτούσε! Κέρασα δύο τζακούζια και σε '5 έχει γίνει η γκόμενα! Μετά με πήγε σπίτι της και έγινε το έλα να δεις.
- Ε και τι περιπέτεια;
- Την άλλη μέρα ξύπνησα σε μπανιέρα με παγάκια!
- Τί; Σου πήρε κανα όργανο;
- Μόνο; 5 λίτρα σωματικά υγρά! Με στέγνωσε!
- Άντε ρε μαλάκα και με κοψοχόλιασες.

(από Mr. Cadmus, 01/03/12)

Βλ. και τζακούζο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται το χασίσι όταν δε θέλουμε να μας πολυ-καταλάβουνε. Τσόκο όπως λέμε σοκολάτα, επειδή η πλάκα του χασισιού μοιάζει με την πλάκα σοκολάτας (από γεύση δεν ξέρω άμα μοιάζουνε, δεν έχω δοκιμάσει.) Το χασίσι παράγεται από μέρη του μπάφου όπως οι παπάδες κ.α. τα οποία τα ξεραίνουν και τα «πρεσσάρουν» σε πλάκες.

  1. - Την Κυριακή πάμε γήπεδο;
    - Ψήσου! Να φέρω και τσόκο να γίνω χαμός!

  2. - Ρε φίλε γουστάρω πολύ το τσόκο αλλά δε μ' αρέσει να είμαι ο σπάστης (ο μαν που σπάει τη πλάκα για να τη βάλει στο γάρο), γιατί βρωμάνε τα χέρια μου μετά...

Εδώ βλέπουμε δείγματα χόρτου, σκου και τσόκο. (από AN21, 28/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ντήλερ φούντας. Πρέπει, όμως, να κάνει τζίρο.

Κατά το έμπορος πολυτίμων λίθων. Ειρωνικό.

- Άτσα... και τζιτζί αγροτικό ο Νούλης... τι δουλειά, είπες, κάνει;
- Ξέρωγω... έμπορος...
- ... πολυτίμων χόρτων, ε;

(από Vrastaman, 28/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καπνός του τσιγάρου, ή το ίδιο το τσιγάρο γενικότερα. Χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον από αντικαπνιστές.

Πάρε ρε μαλάκα την καρκινιά σου από εδώ. Μας έχεις φλομώσει. Βγες έξω στο μπαλκόνι άμα γουστάρεις να καπνίσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αηδιαστική μυρωδιά που σε χτυπάει στην μούρη και κάνει τα μάτια σου να τσούζουν με το που μπαίνεις σε ένα κλειστό δωμάτιο. Μυρίζεται συνήθως σε δωμάτια φτηνών ξενοδοχείων αλλά και φοιτητών.

Στα ξενοδοχεία είναι προϊόν πλημμελούς καθαριότητας και στα δωμάτια φοιτητών επίσης λόγω παρατεταμένης κλεισούρας. Στα ξενοδοχεία και αλλού επικαλύπτεται με αποσμητικό σπρέι και στα φοιτητο-δωμάτια ενίοτε με μπάφους.

Κανείς δεν μπορεί να ξεχωρίσει με σιγουριά τις διάφορες μυρωδιές που εμπεριέχονται αλλά σίγουρα περιλαμβανουν: αρχιδίλα, κωλίλα, μουνίλα, κλανίλα, αυνανίλα, πουτσίλα, μπεκρίλα και άλλες σωματικές οσμές του προηγούμενου ένοικου. Ενίοτε δε ο προηγούμενος αφήνει την σκιά του σαν τον εσταυρωμένο στο σεντόνι...

Σημείωση συντάκτη: ό,τι κάνετε εσείς σε ένα κρεβάτι ξενοδοχείου, το έχουν κάνει πολλοί άλλοι πριν από σας! (πολλές φορές στα ίδια σεντόνια!)

Urban legend: όχι, οι τρίχες στα ρουθούνια δεν καψαλίζονται από την δωματίλα. Από μπάφους, ίσως.

Λήμμα αφιερωμένο στην ironick.

- Πωπω, ρε μωρό! Βρωμάει δωματίλα εδω μέσα! Ποιός μπίχλας λες να 'μενε εδώ πριν απο μάς; - Και τι περίμενες ρε ΜΧΣ, με 40 γιούρο στο Ναύπλιο, σουίτα; Άσε που μυρίζει σαν το σπίτι σου... Σκάσε ένα μπάφο, κι όλα καλά!
- Κι αυτό σωστό!

(αληθινή ιστορία)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βιομηχανικό τσιγάρο, δηλαδή το έτοιμο από το πακέτο. Λόγω της υψηλής φορολογίας, που ολοένα αυξάνεται με τα νέα οικονομικά μέτρα. Εννοείται ότι όποιος το καπνίζει είναι νεροκουβαλητής στον μύλο της αντίδρασης, φάλτσος κανταδόρος στο πεντάγραμμο του Παπαστράτου και ουρά της Camel, καθώς συντελεί στην διάσωση της ελληνικής οικονομίας, (που ψάχνει τα λεφτά του ελλείμματος από τα τσιγάρα), και ακυρώνει έτσι μια μοναδική στιγμή επαναστατικής δυναμικής. Αντιθέτως, αυτός που κάνει στριφτό, κατά προτίμηση με αφορολόγητο φου, διαβάζει σωστά το διαλεκτικό προτσές, γινόμενος όργανο της διαλεκτικής για τη νομοτελειακή έλευση την πανφουντικής κοινωνίας.

Πάσα: Mr Sad Cum.

Πάλι καπιταλιστικό κάνεις ρε θύμα;

υπάρχει και τρίτος δρόμος για τον καρκίνο! (από MXΣ, 26/01/10)(από Vrastaman, 26/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εμπλουτισμένο με φου τσιγαριλίκι. Αφού στερείται απλού καπνού τότε δε το αγγίζουν οι φόροι, εξού (Ε! Ξου! Ξου ρε παλιόγατα!) και το όνομα του. Προσοχή, το απλό τσιγάρο όμως δεν το λέμε φορολογήσιμο ή κάτι τέτοιο. Ενδεχομένως, το κάπνισμα αφορολόγητων θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και φοροδιαφυγή!

  1. -Να 'χαμε κανα τσιγάρο απ'αυτά τα αφορολόγητο τώρα να γελάσουμε ε;

  2. -Black Devil καπνίζεις; Φέρε ένα!
    -Αφορολόγητο είναι ρε...
    -Φέρε δύο τότε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τσιγάρο απ' το πακέτο, το έτοιμο, σε αντιδιαστολή με το στριφτό.

- Έχεις κάνα βιομηχανικό να κάνω και βαριέμαι να στρίβω;

Got a better definition? Add it!

Published

Το ναρκωτικό LSD. Πρόκειται για αγγλιά από το άσμα των Beatles Lucy in the Sky with Diamonds, που και καλούα υπαινισσόταν το LSD.

Σύγκρινε με μαντάμ, ηρώ κ.τ.ό.

Τη Λουκία μπορεί και να την ξεπεράσει κανείς, αλλά την Ηρώ με τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified