Selected tags

Further tags

Καπάκι, στην ορολογία των χασισοποτών, λέγεται το τσιγάρο που πίνεται αμέσως μετά από άλλο ένα τσιγάρο. Νομίζω ότι αυτή είναι η προέλευση της ευρύτερα χρησιμοποιούμενης έκφρασης στο καπάκι.

Η σειρά των γλωσσικών εξελίξεων πρέπει να υπήρξε η εξής:

α) Το δεύτερο, κολλητά συνεχόμενο τσιγάρο ονομάζεται έτσι γιατί «ολοκληρώνει», «κλείνει» την ενέργεια του πρώτου. Αν με το πρώτο απλώς την έχεις ακούσει αρκετά, με το δεύτερο εξασφαλίζεις ένα καλό επίπεδο μαστούρας και μια σχετικά μεγάλη χρονική διάρκεια αυτού.

β) Μέχρις εδώ, το ουσιαστικό καπάκι είναι συνώνυμο του «δεύτερο τσιγάρο» ή οποιασδήποτε ανάλογης έκφρασης. Αν πεις π.χ. «στρίβω ένα καπάκι», το καπάκι είναι το αντικείμενο του στρίβω. Με την πολλή χρήση όμως, η γλωσσική μνήμη άρχισε να ξεθωριάζει. Έτσι, προτάσεις σαν την παραπάνω άρχισαν να ερμηνεύονται ως το καπάκι να ήταν επιρρηματικός προσδιορισμός, δηλ. σαν να έλεγε «στρίβω ένα (ένα τι; οι χασικλήδες έχουν πολύ συχνά την τάση να απαλείφουν τη λέξη τσιγάρο ή τα συνώνυμά της, και να λένε απλώς στρίβω ένα, ήπιαμε τρία-τέσσερα, το σβήνω κλπ.), στρίβω λοιπόν ένα, αμέσως μετά (από το προηγούμενο)».

γ) Έτσι η λέξη καπάκι αυτονομήθηκε και έγινε επίρρημα που σημαίνει αμέσως μετά, προκειμένου πάντα για μπάφους.

δ) Ακόλουθο στάδιο: αυτονομήθηκε περαιτέρω, ξεφεύγοντας από τα χασικλήδικα συμφραζόμενα. Πλέον σημαίνει γενικώς αμέσως μετά.

ε) Τελικό στάδιο: αντί καπάκι αρχίζει να λέγεται στο καπάκι. Έτσι η επιρρηματική σημασία γίνεται πιο σαφής.

Σημειωτέον ότι με την εξωχασικλήδικη έννοια, η φράση θεωρείται τόσο διαδεδομένη και τόσο ανώδυνη ώστε την έχει και ο Μπάμπης.

Τα παραδείγματα που ακολουθούν αντιστοιχούν στις πέντε φάσεις της εξέλιξης.

Αυτή η ερμηνεία είναι μία προσωπική υπόθεση. Δεν είμαι σε θέση να την αποδείξω με αδιάσειστα τεκμήρια. Παρακαλώ πείτε τη γνώμη σας.

α) -Καλά ρε παιδιά, μόνος μου θα το πιω; Αυτό δεν έχει ξαναγίνει!
-Έχουμε πιει πέντε σε μία ώρα ρε φίλε! Ήρθε πιο πριν ο Γιάννης ορεξάτος και μας τρέλανε στα καπάκια , γι' αυτό δεν... καλά, φέρε.

β-γ) Ήπιαμε ένα με το Γιάννη πιο πριν, που ήρθε ορεξάτος, και καπάκι άλλο ένα, και καπάκι στο καπάκι άλλο ένα, και φτάσαμε στα πέντε, γι' αυτό δεν... καλά, φέρε.

δ) Δηλαδή χτες πήγες στην όπερα και καπάκι στα μπουζούκια; Τι άτομο είσαι!...

ε) Δηλαδή χτες πήγες στην όπερα και στο καπάκι στα μπουζούκια; Τι άτομο είσαι!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτός που έχει πιεί τα άντερά του και δεν μπορει ούτε μια λέξη να αρθρώσει. Είναι επίσης αυτός που έχει ξαπλώσει ανάσκελα και υποχρεώνει την υπόλοιπη παρέα να τον σηκώσει.

- Χθες πήγαμε στο Ακρωτήρι και η Έυη είχε χωρίσει πριν με τον Δημήτρη και έγινε σκώθηκ από το ποτό...
- Έλα ρε συ! Και ποιος την πήρε στο αμάξι του;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικώς, κακής ποιότητας τσιγάρο, του οποίου ο καπνός μοιάζει με τις ξασμένες ξερές ίνες που είχανε μια φορά τα σάρωθρα, που έπλεκαν οι οίκοι τυφλών.

Ο τρακαδόρος Ζήκος παραπονέθηκε εντόνως για τη μάρκα τσιγάρων του Κιτσάρα, διότι εκτός του γεγονότος ότι ο κοντός μάγκας άλλαζε συχνά μάρκα, ήταν προφανώς και σκούπα και του είχανε κάνει λέει, το λαιμό τσαρούχι.

Συνώνυμα: Σανός, στούκας, ταφόπλακα κ.α.
Αγγλιστί: coughing nails (= χλεπόκαρφα).

- Πάρε ένα τσιγαράκι, θέλεις ;
- Και δε βυζαίνω καλύτερα το δάχτυλό μου; Πώς την καπνίζεις αυτήν τη σκούπα, δε μπορώ να καταλάβω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χασίς καθώς και η ανάλογη φυτεία. Συνθηματικός όρος που χρησιμοποιείται στην Κρήτη για τις χασισοκαλλιέργειες. Η λέξη παίζει και με το πράσινο μίας έτσι κι αλλιώς κατάφυτης περιοχής.

- Ωραίο χωριό το (Χ)...
- Ναι, έχει πολύ πράσινο...

Τhe Kinks - The Village Green Preservation Society (από allivegp, 06/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ποτό που τα σκάει γρήγορα και άγρια.

Βλ. τεκίλα, σαμπούκα-καλούα, βότκα-γιαγκερμάιστερ, τζακ-ντραμπούι κτλ.

- Τι να πιώ να γίνω ρε μαλάκα;

- Ρε, πάρε βοτκα-γιαγκερμάϊστερ, κάνει μια χημική ένωση που δεν τη μεταβολίζει ο οργανισμός και τα σκάει.

- Ποτό με αρχίδια δηλαδή ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά έκφραση των πρεζάκηδων για το σουτάρισμα ηρωίνης, δηλαδή, τη λήψη ηρωίνης με σύριγγα, ενδοφλεβίως ή (κατ' ανάγκην) ενδομυϊκώς.

Την τοξοβολία αρχίζουν οι (φτωχοί) πρεζάκηδες, συνήθως όταν έχουν πλέον για τα καλά εθιστεί και στερέψουν από λεφτά, οπότε η λήψη με κάπνισμα / γιουφ, κατάποση ή η εισπνοή δόση, είναι πλέον πολύ ακριβό σπορ, δεδομένου ότι μ' αυτούς τους τρόπους, ο οργανισμός τους προσλαμβάνει μικρότερο ποσοστό της ουσίας της ηρωίνης, απ' ότι με την ένεση / τόξο / γκανάκι (εκ του αγγλικού gun), η οποία κεντράρει όλη την ουσία στο σύστημα.

Την τοξοβολία συνήθως ξεκινά κανείς, βοηθούμενος από άλλον εμπειρότερο πρεζάκια, τον οποίον εμπιστεύεται, διότι φοβάται την όλη φάση. Είναι δηλαδή μια διαδικασία μύησης, εξ ου και η δυσαναλογία δυσκολίας στη συναισθηματική έναντι στη σωματική απεξάρτηση του πρεζάκια.

Βέβαια, υπάρχουνε κι αυτοί που ξεκινούν αμέσως ή πρόωρα την τοξοβολία από μαλακία. Η ποικιλία δεν βλάπτει.

Η τοξοβολία είναι συνήθως το τελευταίο στάδιο του πρεζάκια. Την ακολουθούν η κατάντια, το έγκλημα, η φυλακή, το HIV, η ηπατίτιδα και λοιπές ασθένειες και εν τέλει ο θάνατος (εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, που ούτως ή άλλως αν και απεξαρτημένοι, η ουσία έχει προκαλέσει στον εγκέφαλο ανήκεστη βλάβη και είναι σα ζόμπι).

Χαρακτηριστικό ρεμπέτικο :

[i]«... Απ' τη μυτιά που τράβαγα, άρχισα και βελόνι
και το κορμί μου άρχισε
σιγά-σιγά να λιώνει ... »

(Ανέστος Δελιάς : «Ο πόνος του πρεζάκια»)[/i]

Σ.Σ. Ο Ανέστος Δελιάς ή «Μαύρη Γάτα» ή «Αρτέμης», της ξακουστής τετράδος του Πειραιώς (Μάρκος, Μπάτης, Αρτέμης & Στράτος), πρεζάκιας κι ο ίδιος, περιγράφει την κατάσταση με το νι και με το σίγμα. Πέθανε στο τρελλάδικο το '44, γιατί τότε τους πρεζάκηδες, δεν ξέρανε τί να τους κάνουνε.

Την είδες τη Σωτηρία, πώς έχει καταντήσει ; Πετσί και κόκκαλο. Το' χει ρίξει στην τοξοβολία και ρουχλιάζει μ' εναν άλλο πεθαμένο απ' τη γειτονιά, κάτω στα τραίνα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά, φουμάρω χασίς.

Η προσλαμβάνουσα, αφορά σαφώς την θεία λειτουργία της ορθοδόξου εκκλησίας, ήτοι το μοναδικό ορθό χριστιανικό δόγμα, κατά το οποίον κοινωνούν οι πιστοί βεριτάμπλ σώμα και αίμα Κυρίου, ενώ οι λοιπές αιρέσεις, αρκούνται σ' ένα μπισκοτάκι (όστια).

Προέρχεται, τόσον ως προς την αναλογία οσμής μεταξύ θυμιατού και ντουμανίου, όσο και λόγω της κατανύξεως πιστών και χασικλήδων. Άλλωστε, η (μετά)λήψη ινδικής καννάβεως, δεν στερείται ποιάς τινός τελετουργίας (λέγανε κάτι αλλοδαποί τύποι που γνώρισε ένας γνωστός του υποφαινομένου, φευγαλέα πριν τέσσερα καλοκαίρια στο εξωτερικό και που δεν θυμόταν τα ονόματά τους και ο γνωστός αυτός πέθανε πρόπερσι στην Αυστραλία).

Ο Καββαδίας λέει κάπου στη «Βάρδια», για δυο ναύτες του στόκολλου, που το μεταλαβαίνανε μαζί και το κωλοβαρούσανε, με αποτέλεσμα το πλοίο να μην προχωρεί.

Παράγωγο : Μεταλαβιά

Συνώνυμο : (την) πίνω

Αντώνυμο : Δεν (την) πίνω

- Ο Γρηγόρης με το Σπύρο στο σχολείο, ερχόντουσαν την πρώτη ώρα με γυαλιά ηλίου μέσα στην τάξη χειμώνα-καλοκαίρι. Το μεταλαβαίνανε βλέπεις πρώτα στην πλατεία τα κωλόπαιδα και τα μάτια τους ήτανε κατακόκκινα. Ήτανε και μυωπίας λέει και γι' αυτό τα φορούσαν, μπας και δεν τους πάρουμε χαμπάρι.

- Δε βαριέσαι; Φυσική είχαμε, κι αυτοί γράφανε τις ασκήσεις στο τετράδιο της μουσικής…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1) Ο χαλασμένος
2) Ο εξαιρετικά άσχημος
3) Η κοκάλα, από κατάχρηση ουσιών.

- Καλά ρε μαλάκω, από όλους στον καφένε, αυτόνε βρήκες να ρωτήσεις, για το πώς θα πάμε στο χωριό της βάβως σου;;;;
- Ναι καλέ μου, γιατί τι είχε;
- Αυτός, Φούλη μου, ήταν σαν να τον βάρεσε η Παναγία με το τάβλι!!

...αφού τσαντίστηκε που όλο έφερνε ασσόδυα... (από Khan, 26/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονάδα μέτρησης της φούντας. Μια μπάμια ήταν ένα αλουμινόχαρτο ή νάιλον φακελάκι με μια σχετικά μικρή ποσότητα φούντας, που υποτίθεται ότι ήταν ζυγισμένη και έκανε ακριβώς όσο πρέπει. Άλλοι έδιναν μπάμιες του διχίλιαρου, άλλοι του ταλήρου κ.ο.κ. Βέβαια η σχέση τιμής - ποσότητας στην πραγματικότητα εξαρτιόταν αποκλειστικά από τη σχέση πελάτη - εμπόρου.

Τις μπάμιες δεν τις έφερναν μόνο τα βαποράκια, τις έβρισκες και επιτόπου, κυρίως σε καταυλισμούς Γύφτων. Δεν χρειαζόταν να τους ξέρεις, ούτε να έχει προηγηθεί συνεννόηση. Απλά, θα σε γελούσανε. Και ήταν και καρφωμένα στέκια. Άρα, μία ασύμφορη λύση, μόνο για περιπτώσεις ανάγκης.

Δεν ξέρω αν όλα αυτά γίνονται ακόμη.

Δεν ξαναπάω στους Γύφτους. Καλύτερα να μην πιω, παρά όλη τη λαχτάρα που τράβηξα στο πιο καρφωμένο στέκι της Αττικής, για δυο μπάμιες που τις πλήρωσα χρυσές κι ήταν και Αλβανία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μακρινή χώρα όπου ταξιδεύουν οι πρεζάκηδες.

- Έλα Χρήστο, μ' ακούς; Έλα, ο Κώστας είμαι.
- Μμμμμ.... έλα ρε συ ... μμμμ ... Τί γίνεται ; Μαράκι εσύ ;
- Έλα ρε μαλάκα σύνελθε και παίρνω από κινητό! Θα πληρώνω υπεραστικά στο νταγκλαντες με τις μαλακίες σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified