Selected tags

Further tags

Το χαρτί που ήταν κολλημένο στην πίσω μεριά του χρυσόχαρτου στα πακέτα τσιγάρων «κασετίνα», λείο και στιλπνό σαν λαδόχαρτο (για να μην απορροφά την υγρασία από τον καπνό του τσιγάρου), λεγόταν στράντζα.

Δεν φαίνεται να έχει ετυμολογική σχέση με το αντίστοιχο εργαλείο, όποτε εικάζω οτι ήταν παραφθορά του στρατσόχαρτου > στραντζόχαρτο > στράντζα.

- Πριν κυκλοφορήσουν τα «χαρτάκια», στρίβαμε (ενν. μπάφους) με τις στράντζες και τις κολλούσαμε με γάλα ζαχαρούχο.
- Και δε σας γαμούσε τα λαιμά;
- Και τα λαιμά μας μας γαμούσε και τα μάτια μας πέταγε τόσο που λέω πως την ακούγαμε πιο πολύ από τη στρά(ν)τζα παρά από το σταφ. Για καυτές ούτε λόγος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό για την βουπρενορφίνη, φάρμακο που χρησιμοποιείται για την υποκατάσταση οπιοειδών.

- Τι έχει ο Αλεξάκης και έχει πρεζώσει;
- Ήπιε κάτι βούπες πριν και την είδε Μάικλ Ντάγκλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπασμένη πρέζα ή σπασμένη κόκα, η νοθευμένη με διάφορες άλλες (από στρυχνίνη, καφεΐνη, κοπανισμένα χάπια... μέχρι σοβά) σκόνη.

Αντώνυμο της καθαρής.

Σπάσιμο της Χ με Ψ (η νόθευση της Χ της με Ψ).

(Σ.σ. Εκλιπόντες σλάνγκοι θα έκαναν ολόκληρη διατριβή περί νοθείας και αποτελεσμάτων κατά περίπτωση. Εγώ ως εδώ μπόρεσα...)

  1. Κατα το σπάσιμο και το άκουσμα (ναρκοπαροιμία).

  2. Σπασμένες είναι όλες (οι πρέζες), η καθαρή σε στέλνει μια κι έξω.

  3. Η σπασμένη (κόκα) με στρυχνίνη χτυπά στο στομάχι. Η καφεΐνη τσιτώνει παραπάνω κι έχει άλλη πίκρα (στο στόμα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καθένα από τα μικρα κομματάκια στα οποία τεμαχίζεται η σοκολάτα, το ψημένο ντε, για να αναμιχθεί με τον καπνό σε τσιγάρο, μπάφο, γεμιστάκι, ναργιλέ, ή να καταναλωθεί σκέτο σε ξεροτσίμπουκο. Η μεταφορά είναι προφανής λόγω μεγέθους και χρώματος που παραπέμπουν στο γνωστό παρασιτικό έντομο.

Σπάω σε ψύλλους (να μη συγχέεται με το σπας ψύλλο): η διαδικασία κατακερματισμού με το νύχι του προς πόση τεμαχίου.

Άμα σε πιάσουνε με κάνα ψύλλο
και σε σαπίσουνε στο ξύλο,
don't worry, be happy...

(από Khan, 12/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίνω μπάφο αραχτός. Το αραχτός εννοείται λόγω μαστουρίασης. Δηλαδή αράζω=πίνω μπάφο.

Αλλά: στην προστακτική, κατά το άραξε την πέτσα σου, το ''άραξε'' σημαίνει είτε ''βολέψου, κάτσε κάπου βολικά'' είτε ''χαλάρωσε, όλα θα πάνε καλά'', είτε ''μη μου το παίζεις μάγκας, κόψε λίγο'', είτε ''ποιος νομίζεις ότι είσαι, χαμήλωσε λίγο ντεσιμπέλ και υφάκι''.

Ναι, χρησιμοποιείται πολύ, χρησιμοποιείται συχνά, και με διάφορους τρόπους, κάθε στιγμή που μιλάμε, μία καινούργια σημασία του ''άραξε'' χρησιμοποιείται κάπου ανά την Ελλάδα.

*Οι χρήστες του ''άραξε'' συντέμνονται σε τρεις κατηγορίες:
α) Αυτοί που αράζουν μπαφοπίνοντας -οπότε και έχουν ένα ρήμα εύκαιρο για όλα
β) Αυτοί που θέλουν να είναι εκείνοι που θα πουν ''άραξε'' στον άλλον, ώστε ο άλλος να αράξει εξαιτίας τους και να νιώσουν βαθιά ικανοποίηση
γ) Και τα δύο σε ένα (άραξε ρε)

τηλ:
- Έλα ρε τι λέει
- Εδώ ρε λος, αράζω σπίτι
- Παίζει τίποτα;
- Έχω ένα δεκό, πάρε και το Μάκη κι ελάτε απ' το σπίτι ν' αράξουμε ξέρω 'γω (ήρθαν)
- Αράχτε όπου θέλετε ρε
- Έχεις το παλτό πάνω στον καναπέ, μην κάτσω πάνω του
- Άραξε ρε, δεν παθαίνει τίποτα
(άραξαν)
- Σου τελειώνουν τα χαρτάκια ρε.
- Άραξε ρε μαλάκα, σαν πόσα θες δηλαδή, τετράφυλλο θα στρίψω για την πάρτη σου;
(άραξε)
(αράζουν ακούγοντας ΖΝ -ναι, έχουν ακόμα κοινό-)
(αράζουν βλέποντας Ράδιο Αρβύλα στο γιουτούμπ-ναι, στο γιουτουμπ, θες κάτι;)
(αράζουν σκαλωμένοι στην αρχική φεησμπουκοσελίδα του οικοδεσπότη)
- Μαλάκα τι μουνί είναι αυτό στη φωτογραφία; Ποια είναι αυτή;
- Άραξε ΚηΜά, το γκομενάκι το χω σταμπάρει εγώ. μη γαμήσω τώρα.
- Καλά ρε φίλε, άραξε, δεν είπαμε και τίποτα!
(αράζουν)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βελόνα, αρχικά, της σύριγγας της ινσουλίνης η οποία χρησιμοποιείται για τη χρήση ηρωίνης, μετέπειτα η ίδια η σύριγγα, κι αυτό γιατί:
1: η βελόνα της είναι τόσο λεπτή σχεδόν όσο μία πευκοβελόνα
2: ακόμα πριν η Ομόνοια γίνει τόσο ...πολυσύχναστη, η πλειοψηφία των χρηστών έκανε χρήση σε πάρκα, τα οποία ως γνωστόν, ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ να μην έχουν πεύκα, καθώς το πεύκο είναι ανθεκτικό δέντρο στην ξηρασία και στον αέρα, ό,τι πρέπει για το ελληνικό κλίμα. Οι πευκοβελόνες (των πεύκων) ήταν συνήθως εκείνες που κάλυπταν σχεδόν όλο το πάρκο, το όποιο πάρκο, διότι πέφτουν και είναι ...πολλές. Το καλυμμένο από πευκοβελόνες πάρκο ήταν το αγαπημένο των παιδιών και των μαμάδων (μιλάμε για πολύυ παλιά) καθώς οι πευκοβελόνες προσφέρουν ένα απαλό κάθισμα στα παιδιά και προστατεύουν από την υγρασία και το χώμα. Οι πευκοβελόνες επίσης είναι οι αγαπημένες των αστέγων, για τον ίδιο λόγο. Όταν τα πάρκα γέμισαν με χρήστες, οι πεσμένες σύριγγες πολλαπλασιάστηκαν, και καθώς βρίσκονται πάνω και ανάμεσα στις κανονικές πευκοβελόνες, οι ίδιες οι σύριγγες είναι πια εκείνες που προστατεύουν τους αστέγους από την υγρασία τα βράδια (τα παιδιά; ποια παιδιά;). Και η γαμημένη η βελόνα είναι τόσο λεπτή... Όσο μια πευκοβελόνα...

«περνούν εικόνες βροχή πάνω απ' τα μάτια μου, πάνω στα χείλη μου πέφτουν σταγόνες, χημείες, πάνε χειμώνες, παγωμένοι χειμώνες, που με βρήκανε τη νύχτα κάτω απ' τις πευκοβελόνες»
εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη ιταλικής-λατινικής καταγωγής. (dare+avere= δούναι και λαβείν). Συναντάται και ως νταλαβέρι.

Αφορά στην συναλλαγή πρόσωπο με πρόσωπο. Αρχικά ήταν η εμπορική συναλλαγή. Καθώς όμως η συναλλαγή πρόσωπο με πρόσωπο έχει και τα συμπαρομαρτούντα της, η λέξη χρησιμοποιείται με πολλές ερμηνείες.

1: εκεί που δεν λες «εμπορική συναλλαγή». Δηλαδή παράνομη εμπορική συναλλαγή. Συνήθως σε ναρκομανή-βαποράκι ή βαποράκι-βαποράκι ή βαποράκι-έμπορο, η συναλλαγή ονομάζεται βέρι (από το κομμένο νταραβέρι). Απαντάται κυρίως στον πληθυντικό (βέρια). Δε μένεις σε ένα νταραβέρι τη νύχτα.

2: συναλλαγή που απαιτεί παραγοντιλίκι. Εκεί χρησιμοποιείται απενοχοποιημένα και ολόκληρη. Ως νταραβέρια πολλές φορές θα ακουστούν και οι συναλλαγές του ελληνικού δημοσίου.

3: συναλλαγή ερωτική. Επί πληρωμή ή όχι, αλλά συνήθως επί πληρωμή.

  1. - Γιατί μπήκες αναμορφωτήριο ρε Ρόσπυ;
    - Με πιάσανε οι μπάτσοι πάνω στα βέρια (αληθινή συνομιλία)

  2. (στη σχολή) - Πώς πήρε σεμινάριο τρίτο έτος ρε ο πούστης; Τόσο καλός είναι; Και δεν του τό' χα!
    - Αυτός καλός; Ούτε καν. Απλά έχει πολλά νταραβέρια με τους καθηγητές.

Σημειωτέον ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί και αντίστροφα. Δηλαδή:

- Πώς και δεν πήρες σεμινάριο ρε; Επί πτυχίω δεν είσαι;
- Νταραβέρια με τους καθηγητές φίλε. Με πιάσανε τον Σεμτέμβρη να αντιγράφω, πέρασα πειθαρχικό και αποκλείστηκα για ένα εξάμηνο, γάμησέ τα.

  1. - Άει μωρή πού το πήρες το φουστάνι τόσα λεφτά;
    - Το νταραβέρι με τον φραγκάτο που σού' λεγα.....;;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοκταίηλ σερβιρισμένο στο σκαμμένο εσωτερικό ενός καρπουζιού, το οποίο χρησιμεύει ως δοχείο και για να δίνει τη γλυκιά γεύση του στο περιεχόμενο. Πίνεται με καλαμάκια από την παρέα - υποτίθεται ότι παίζει και με βιδωτό βρυσάκι στο κάτω μέρος του καρπουζιού.

Πολύ καλοκαιρινό, παρεΐστικο και ταιριαστό με beach bar και ψιλοξεσαλώματα (τα γλυκά κοκταίηλ βαράνε!).

Από εδώ:

Ένα παιδί από την Κω έμαθε στην παρέα την Καρπουζοχαρά. Δες κι εσύ για να μαθαίνεις.
Παίρνεις καρπούζι, ρούμι, χυμούς, πάγο, μαχαίρι, κουτάλι, καλαμάκια και σουρωτήρι.
Από το καρπούζι κόβεις το 1/4.
[...]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεόκοπη απόδοση του αγγλικάνικου ρήματος to vape, το να φουμάρω δηλαδής ηλεκτρονικό τσιγάρο (άκα ατμοποιητή).

Οι ατμιστές ηλεκτρονικών καβλιτζεκίωνε έχουν αρχίσει να αναπτύσσουν μια υποτυπώδη αργκό. Ως γουαναβγεί καπνιστές που είναι, κλέβουν θεριακλήδικες λέξεις τ. ντουμάνι (πυκνότητα του ατμού). Ο «βαθμός ευφορίας» που τους προκαλεί μια τζούρα (πόσο έντονα δηλαδή νοιώθουν οι ατμιστές στα σωθικά τους αυτό που αισθανόταν ως καπνιστές) αποκαλείται χτύπημα (σ.ς.: παπάρια μάντολες). Κι άλλα, εισέτι αχαρτογράφητα (βλ. π.χ. εδώ).

1.
6 τσιγάρα σε 25 ημέρες. Αυτή είναι η απάντησή μου στο χαρτί Α4 που (μου) κόλλησαν στο καπνιστήριο με τίτλο «Απαγορεύεται το άτμισμα» οι αγανακτισμένοι καπνιστές. Αγανακτισμένοι, γιατί όπως κι εγώ πριν από κάνα μήνα, αδυνατούσα να δεχθώ ότι μπορείς να κόψεις (ή να μειώσεις τέλος πάντων) το κάπνισμα με ένα USB Stick που αντί για ΜΒ κουβαλάει πάνω του υγρή νικοτίνη.

2.
ΕΙΣΑΙ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΣ ΑΤΜΙΣΤΗΣ; ΚΛΙΚ ΕΔΩ

3.
Φιλε Κωστα αυτη τη στιγμη ατμιζω μια καλοφτιαγμενη μηλοπιτα που πιστεψε με μονο ασχημη αισθηση δεν μου αφηνει...αλλωστε τι ειναι αυτο που να μπορει να αφησει πιο απαισια αισθηση στα πνευμονια απο τον καπνο του τσιγαρου;;;

Got a better definition? Add it!

Published

Εναλλακτικός χιουμοριστικός όρος που υποδηλώνει το άτομο που είναι χρήστης κάνναβης.

- Εσύ κομμουνιστής και ο γιος σου χουντικός;
- Όχι χουντικός, φουντικός!

(από komikotragiko.blog, 03/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published