Το παιδί στα ποδανά. Πρόκειται για παιδί ευεπίφορο θύμα για παιδεραστές και κολομπαράδες, λόγω λ.χ. του ότι έχει πρόσφατα βγει από αναμορφωτήριο, έχει τάση για παρανομία, θέλει νέες εμπειρίες και γνώσεις, κι οι άλλοι καρτερούν για να κολομπαρέψουν. Το περιλαμβάνει ο Ηλίας Πετρόπουλος στον Κουραδοκόφτη.

Όπα, όπα, πιάσε ένα διπαί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πρεζάκι, ο πρεζάκιας στα ποδανά.

Εγώ θαυμάζω τον Μαραντόνα σαν παίκτη. Επίσης ο Ντιέγκο μπορεί να ήταν ζακιπρέ αλλά και ο Πελέ μια ζωή ρουφιάνος του συστήματος, τσάτσος των πολυεθνικών και της ΦΙΦΑ ήταν. Όπου αμερικανιά από πίσω ήταν οπότε καλά του τα χώνει ο Ντιέγκο!!!

Από φόρουμ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντετμημένος συνδυασμός του χαζός και βλάκας στα ποδανά (ως έχει και για τα δύο φύλα).

-Ωραίο γκομενάκι ρε συ αυτή η Ναταλί... (sic)
-Ωραία είναι αλλά λίγο ζόσβλα...

-Ζόσβλα είσαι ρε μαλά...;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας στα ποδανά.

Ρε λακαμά! Ρεπά το λοπού ρε!

«Οταν θα καταλάβεις τί τσαμπουνάς, θα δείς πως είσαι ούφο και λακαμάς...» Μηλιώκας, σε στίχους Παύλου Τάσιου, μουσική Χατζηνάσιου (1986) (από vikar, 02/07/12)

βλ. και σαλάκας, μακάκας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας αναγραμματισμένος ώστε να μην προσβάλλεται η αισθητική μερικών λεπτεπίλεπτων ανθρώπων με το άκουσμα της λέξης «μαλάκας».

- Κοίτα φίλε μια γκόμενα!
- Τρελό μωρό, δες και μ' ένα λακαμά που κυκλοφορεί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τσούλα στα ποδανά.

Πώς ντύθηκε έτσι η λατσού! Το μισό κωλομέρι είναι έξω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τσουλί στα ποδανά.

- Γιατρέ πιάσε ένα λιτσού που ανεβαίνει!
- Δεν σε χάλασε...

Got a better definition? Add it!

Published

Συλλαβικός αναγραμματισμός της λέξης τρε-λός.
λοστρέ=τρελός

-Κοίτα ρε τι πάει να κάνει ο άνθρωπος... Καλά, είναι λοστρέ;

Got a better definition? Add it!

Published

Συλλαβικός αναγραμματισμός της λέξης γκόμενα.

Γνώρισα χθες μια μεναγκό σούπερ!

(από Vrastaman, 27/05/10)αν ο κόσμος ήταν μεναγκό... (από MXΣ, 27/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάγκικος αναγραμματισμός της φράσης «γελάς, μουνάκι».

Δεν αποτελεί υποχρεωτικά μέρος διαλόγου. Απαντάται και σε ρητορικούς μονολόγους όπου ο ευρισκόμενος σε κλητική πτώση εν τη αγνοία του γελά ανέμελος προ κάποιας επικείμενης ενέδρας. Ο δε τονισμός της φράσης κλιμακώνεται όπως ακριβώς και στην επική φράση του ταξίαρχου Θεοχάρη «...σκουλήκι...», διατυπωμένη από αμφότερους τους δύο τρισμέγιστους διδάσκαλους Βασιλείου και Σεφερλή.

Ο αναγραμματισμός ακολουθεί την πεπατημένη του δήθεν εξευγενισμού γνωστών παλιοκουβεντών του τύπου τσαπού, λακαμάς κλπ.

  1. (Σουρρεαλιστική προσθήκη σε ιστορικό διάλογο)

- Με θυμάσαι ρε πούστη;;
- Όχι (χαμογελώντας)
- ... μουνάς, γελάκι...

(... ακολουθεί το γνωστό μακελειό)

  1. (Εκτός διαλόγου - απόσπασμα από το μονόπρακτο «Περιμένοντας τον κοντό που μου έφαγε την γκόμενα»)

... Α, ρε πουσταρά, αρχίδι του δάσους... έβγα απ'τ' αμάξι, ρε ξεκωλιάρη και θα μαζέψεις και για το σπίτι... μουνάς, γελάκι...

(από Abas, 14/01/10)

βλ. και χασίστες και φουντικοί, γλωσσεύω την μπέρδα μου, φρόας τας σένας, καθώς και τα εκάστοτε σχόλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified