Η πίπα, δηλαδή η πεολειχία, στα ποδανά.
Επίσης σημαίνει το καυλί στην έκφραση κάτσε στο παπί μου.
- Μωρό μου είσαι να τραβήξουμε κανά παπί;
- Τραβήξου μόνος σου ρε σαλιγκαροψώλη!
Η πίπα, δηλαδή η πεολειχία, στα ποδανά.
Επίσης σημαίνει το καυλί στην έκφραση κάτσε στο παπί μου.
- Μωρό μου είσαι να τραβήξουμε κανά παπί;
- Τραβήξου μόνος σου ρε σαλιγκαροψώλη!
Got a better definition? Add it!
Ο μπάφος, δηλαδή το τσιγάρο που περιέχει χασίσι, αφού μετατρέπεται στα ποδανά ως φοσμπά, στην συνέχεια παίρνει και μια κατάληξη τέτοια που να θυμίζει τον τραγουδιστή Kurt Cobain του συγκροτήματος Nirvana. Παλαιότερη σλανγκιά όταν ήταν περισσότερο της μοδός το συγκρότημα, ναϊντίλα κιέτσ'.
Πάσα: Χότζας.
Παίζει πολύ φοσμπαίην στο λοφάκι...
Got a better definition? Add it!
Παίζει, στα ποδανά. Η πιο χαρακτηριστική λέξη στην ιδιόλεκτο αυτή. Χρησιμοποιείται απ' όλους και αντέχει στο χρόνο. Για λόγους λυνξ επίσης, πιστεύω ότι έπρεπε να καταχωριστεί μόνη της.
Άρνηση: δε ζειπαί.
- Πάμε στη συναυλία μεθαύριο;
- Ξέχνα το, δεν ζειπαί, εξαντλημένα.
Got a better definition? Add it!
Ζέλα τσιγάρων με φουντί αξίας €10.
Ετυμολογικά προέρχεται από την ποδανάν έκδοση του «δεκάρικο». Παραπέμπει επίσης στην λέξη καρύκευμα.
Got a better definition? Add it!
Προέλευση < πακέτο (ποδανά = κετοπά) + τσιγάρο(=γαροτσί, ροτσί) => κετοτσί.
Το τσιγάρο που καπνίζει κάποιος μετά από μία αποτυχία-πίκρα με σκοπό να χαλαρώσει και να ξεχαστεί έστω και λίγο.
Ποο! Τον πούλο. Πάλι δεν πέρασα τα σήματα, κάνω το κετοτσί στη στάση και πάω να γυρίσω σπίτι.
Got a better definition? Add it!
Η φράση χρησιμοποιείται όταν θές να μάθεις αν κάποιος πίνει φούντα και δεν θες να φανερωθείς στους τριγύρω σου προκαλώντας αντιδράσεις δυσφορίας.
Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλες ουσίες (π.χ. νισπεί κακό;) με τον ίδιο πάντα σκοπό.
- Αρχηγέ μου, νισπεί ραγά;
- Εννοείται (χαμόγελο).
- Ωραίος! Άμα θές έλα πίσω για άραγμα σε 5.
Got a better definition? Add it!
Στα ποδανά το φιξάκι, δηλαδή μικρή ποσότητα / δόση πρέζας ή κόκας. Ο τόνος μπορεί να τοποθετηθεί και στην προπαραλήγουσα ή παραλήγουσα, ενώ λέγεται και ψάκι ή ξάκι.
Πάσα: John Black.
Το ξακιφί που του πασάρανε τον αποτελείωσε.
Got a better definition? Add it!
Προέλευση: στρίψε (το) τίποτα => (ανάποδα) ψεστρί το ποτατί.
Η φράση χρησιμοποιείται όταν κάποιος ζητάει σε ένα άλλο άτομο να στρίψει ένα τσιγάρο κάνναβης.
Η φράση αυτή έχει δημιουργηθεί από παράφραση λέξεων ηπειρωτικής διαλέκτου.
- ΕΕΕ! Ψεστρί το ποτατί.
- Μα πάλι ρε μαλάκα;
- Τι πάλι ρε; Πριν μισή ώρα ξανάπιαμε. Άιντε ξεκίνα!
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο της φράσης τον πούλο ή μπουλελέ ή πουλελέ (δηλαδή παίρνουμε τον πούλο). Η λέξη αντιστρέφεται εσκεμμένα ώστε να μην γίνει εύκολα αντιληπτή από τους παρευρισκόμενους, ιδίως όταν είναι του αντίθετου φύλου.
- Πώς τα βλέπεις ρε Μήτσο; Να κάτσουμε λίγο ακόμα ή έχεις δουλειά;
- Βασικά... λελεπού.
- Ωχ, έρχεται ο διοικητής. Έχεις στρώσει το κρεβάτι;
- Όχι, λελεπού απ' το παράθυρο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η ληψώ, της ληψώς στην Γενική, είναι η ψωλή στα ποδανά.
ρε μαλακες αστεια με το μεγεθος της ληψως δεν κανουν ουτε οι πιο καφροι. (Εδώ).
Της κοντης ληψως της φταινε οι τριχες. (Εδώ).
Ε φυσικά είναι για γέλια ρε φίλε!Φαντάσου ότι σ'αυτό το thread ποστάρουν παιδιά Γυμνασίου-Λυκείου και κάποια ταλαίρωπα και αστοιχείωτα φοιτητούδια!Κι όπως βλέπετε έχουν άποψη για όλα...
Έχουμε νεολαία της ΛΗΨΩΣ! (Εδώ).
Got a better definition? Add it!