Further tags

Κατάσταση κατά την οποία ένα η περισσότερα άτομα έχουν λιώσει και συνήθως βρίσκονται υπό την επήρεια αλκοόλ ή ναρκωτικού. Κοινώς είναι μια κατάσταση γάμησέ τα, ιδιαίτερα όταν το άτομο ή τα άτομα έχουν καταληφθεί από αρνητικά συναισθήματα.

- Άει παράτα με και συ ρε, μέσα στη γαμησετάια μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω λιώσει από κούραση, ξενύχτι, αλκόολ, ναρκωτικά ή και όλα μαζί.

- Ξύπνα! Είχαμε πει ότι θα πάμε θάλασσα σήμερα!
- Άσε με να κοιμηθώ ρε μαλάκα, είμαι κομμάτια από χθες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά την λήψη ναρκωτικών ουσιών, όταν αρχίζω και νιώθω την επίδρασή τους. Όταν δηλαδή αρχίζω και φτιάχνομαι, όταν αρχίζω και την ακούω.

  1. - Τι έγινε ρε, πήρες κάνα σήμα; - Όχι ρε πούστη μου, τίποτα... - Ούτε κι εγώ... Μούφα μαύρο μου έφερε ο μαλάκας ο Τάκης!

  2. - Πώω μαλάκα, ρούφηξα μια καλή και πήρα τρελό σήμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαβαλές μετά (ακριβών) ναρκωτικών ουσιών.

Φτάνει ρε μαλάκα πια ο ναρκοχαβαλές, κάνε και τίποτα στη ζωή σου μωρή νούλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα. Δηλώνει μια παραισθητική κατάσταση η οποία επέρχεται από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, η λεγόμενη μαστούρα. Επίσης ο μαστούρης.

Πω πω μαλάκα έστριψα προχτές ένα τρίφυλλο έκανα και γαμώ τις μαστούρες.

Στο 2:15: Νά \'μαστε μαστούρια οληνύχτα... (Π. Σιδηρόπουλος, «Η παράγκα του Θωμά») (από vikar, 22/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρίσκομαι σε μία ανεκδιήγητη κατάσταση, την οποία δεν μπορώ να διαχειριστώ. Είμαι στα πρόθυρα της κατάρρευσης, βλ. επίσης δεν την παλεύω.

Έκφραση που προέρχεται από το δυσάρεστο και λυπηρό θέαμα εξαρτημένων ατόμων, τα οποία μόλις έχουν πάρει τη δόση τους.

  1. Διαδικτυακό σχόλιο:

    Το πρόβλημα εντοπίζεται στις 14 Φεβρουαρίου και ακούει στο όνομα Άγιος Βαλεντίνος. Ναι, ναι, καλά διαβάσατε. Ο άγιος του Έρωτα. Αυτός φταίει για όλα! Τώρα μάλιστα… Έτσι εξηγούνται τα «βαράω ένεση» τραγούδια και οι αφιερώσεις του τύπου «ζουζουνοστρουμφιτάκι μου, σ’ αγαπώ», «μωρουλίνι μου, θα είμαι δικός σου για πάντα» κ.ο.κ.

  2. - Ρε μαλάκα, θα έρθεις Μέγαρο; Κονόμησα τζαμπέ εισιτήρια!
    - Φύγε ρε από 'δω, όποτε πάω σε συναυλίες κλασσική μουσικής βαράω ένεση...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κρεμάω, χαλαρώνω
  2. Βάζω μέσα σε σακκούλα
  3. Είμαι φυτό, ζαμπόν, αλοιφή
  1. Εσύ που γυμνάζεσαι πολύ, να ξέρεις ότι δεν πρέπει ποτέ να σταματήσεις γιατί οι μυς μετά σακκουλιάζουν και δεν θα βλέπεσαι...

  2. - Τι να τα κάνω τώρα όλ' αυτά τα φαγητά, κρίμα είναι να τα πετάξω...
    - Σακκούλιασέ τα και ρίχ' τα στις γάτες.

  3. Χθες ήπιαμε τόσους μπάφους που μέχρι τα ξημερώματα ήμουν σακκουλιασμένος σε έναν καναπέ και δεν ένιωθα τίποτα.

βλ. και σα(κ)κουλέας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συνήθεια αρκετών κατεστραμμένων παρεών ολκής να πηγαίνουν το βράδυ έπειτα από διαρκές κάψιμο με ξύδια και χόρτα στο σπίτι αυτού που του χουν μείνει αλκοόλ και φούντες, ώστε να λάβει η ανεπίσημη αυτή γιορτή ένα τέλος, πιθανότατα όντας όλοι αλοιφή σε καναπέ κρεβάτια, καρέκλες και πατώματα (λες και δεν τα χουν ήδη χορτάσει αυτά, όλοι οι ρούκουνες!)

- Έλα πάμε στον Στελάρα να φάμε, και μετά τελετή λήξης στου Μήτσου.
- Καλά ρε δράκε, κι άλλο θες; Δεν χόρτασες κραιπάλες για σήμερα;
- Μόνο με την τελετή λήξης σταματάει, αφότου παραδώσουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τον άνθρωπο που βρίσκεται υπό την επήρρεια παραισθησιογόνων ουσιών. Εμπνευσμένο από τον αμυντικό της ΑΕΚ Ντάνιελ Μαϊστόροβιτς (ψιλοτρελός... πχ. έριξε ένα ξύρισμα στη μέση ενός αγώνα).

- Ρε αυτός μου έλεγε κάτι κουφά χθες.
- Ε όχι μόνο χθες... αφού είναι μονίμως μαστούροβιτς!

(από nasos, 17/03/09)

Βλ. και σχετικό λήμμα μαστουρώνω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Yπερβολικά κουρασμένος, λιωμένος από αλκοόλ ή ναρκωτικά.

«Mαλάκες είμαι χέσμα, δε θα βγω σήμερα»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified