Επίσης:

  1. Τεμάχιο χασίς, τσίκα, δοντιά.

  2. Όχι μόνο η ωραία γκόμενα (έτερος ορισμός), αλλά γενικά ο ωραίος τύπος, ο ωραίος άνθρωπος, ο Ζαγοραίος, το περιβόλι.

  3. Από την μουσική, το κομμάτι είναι το μέρος που πρέπει να εκτελέσει ένας συγκεκριμένος μουσικός. Οπότε η έκφραση κάνω το κομμάτι μου σημαίνει κάνω αυτό που ξέρω να κάνω καλά και το ευχαριστιέμαι. Συνήθως λέγεται άσ' τον να κάνει το κομμάτι του, δηλαδή δεν πειράζει που μας τα πρήζει με το να κάνει χίλιες φορές τα ίδια (=της ψωλής του τον χαβά), άσε τον να ευχαριστηθεί, τ. ψωλίστ.

  4. Στην εκλαϊκευμένη Ψυχολογία, είναι έκφραση όπως το θεματάκι, και σημαίνει ότι η / ο μάλλον ερασιτέχνις γιαλόμα(ς) κατατέμνει τον ψυχισμό σου αναλυτικώς σε κομμάτια και σου λέει σε πιο κομμάτι τα πας καλά και σε πιο λιγότερο. Πρόκειται για ένα εκλαϊκευτικό αναλυτικό εγχείρημα που θα έκανε έναν σοβαρό ψυχανάλατο να φρίξει, αλλά έχει το πλεονέκτημα ότι δεν σε τρομάζει, καθώς μπορείς να εστιάσεις στα προβλήματά σου ένα ένα. Κυρίως έχει μείνει ως έκφραση λαϊκότροπης χειραγώγησης.

Βλ. επίσης τις εκφράσεις είμαι κομμάτια, πηγαίνω κομμάτια, κόμματος, κομμάτι από τούρτα, κομματιανός.

Πάσα: Χότζας, Μπούμπης.

  1. Ζωρζ Πιλαλί, Το Κομματάκι.

Χωροφύλακες με πιάν'νε
Και μες στο κελί με βάν'νε
Για ένα μαύρο κομματάκι
Δεν αξίζει το μπερντάκι

Θα το πιω και ας πεθάνω
Κι απ' τον κόσμο ας την κάνω
Θα το πιω και ας με πιει
Κι ας με βάλουν φυλακή

Μου την κάτσαν από πίσω
Και στη φυλακή θα σβήσω
Ότι ο κόσμος και να κάνει
Δεν το κόβω το λιβάνι.

  1. Τι κομμάτια έχουν μαζευτεί στο σάη ρε ρε πστ...

  2. - Καλά έχει τιγκάρει το σάη στις προσωπικές εμμονές ο Σλανγκαρχιδόπουλος.
    - Άσε τον να κάνει το κομμάτι του, δεν βλάπτει κανέναν.
    - Ναι, αλλά αποπροσανατολίζει τον αναγνώστη. Μας διαβάζουν και στο εξωτερικό.

  3. Στο κομμάτι επαγγελματικά τα πας καλά, να δούμε τώρα λίγο το κομμάτι σχέσεις.

(από Khan, 27/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και τίποτα να μην ξέρει κάποιος από jazz, τον εν λόγω κύριο κάπου θα τον έχει πάρει τ' αυτί του. Το γνωστότερο κομμάτι του (το οποίο παρεμπίπταμπλυ συνέθεσε ο σαξοφωνίστας του γκρουπ, κ. Paul Desmond) είναι το Take Five, ελληνιστί Πάρε Πέντε, ευθεία αναφορά στο beat των 5/4 που είναι γραμμένο το κομμάτι.

Για τις ανάγκες του σάιτ, το όνομα του αρχηγού του γκρουπ, επιστρατεύεται για να δηλώσει ότι ο εκφέρων πέρα από σπεκ, σπεκάουα, σπέκια και αστρασπέκια, έχει και μουσικές γνώσεις ικανές να συνοδεύσουν την μέγιστη ποντοδοσία.

(από και καλά σχόλια στο παρόν σάιτ)

...Καλά, τι ανέβασες ο άθρωπας. Σπεκ κι αστερίες!

... Δύο Brubeck κι από μένα για να μην ξεχνιόμαστε! Εύγε νέε μου!

Take Ten! (από Vrastaman, 26/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα που εκφράζει ενθουσιώδη επιδοκιμασία - αυτά είναι!, αστεράτο!, σπεκάουα!, όλα τα λεφτά!, όλα τα λέιζερ πάνω σου! και το παλιό, κλασικό «ένας ρούμπος στην κυρία».

Το douze points!!! μπορεί να κολλάει σε άλλη καλή ατάκα που προηγήθηκε, ειδικά αν ήταν αποστομωτική, και τότε συνιστά γνήσια επιβράβευση. Λέγεται όμως και ειρωνικά - π.χ. αν κάποιο παιδί-βιολί ανακοινώσει με ύφος σαράντα καρδιναλίων και ως μεγάλη ανακάλυψη κάτι γνωστό από τότε που βγήκαν οι λάσπες.

Douze points!!! σημαίνει δώδεκα πόντοι στα Γαλλικά και η έκφραση προέρχεται από το σύστημα βαθμολογίας στη Γιουροβίζιον - κάθε χώρα δίνει πόντους σε δέκα τραγούδια, από 1, 2, 3 μέχρι τους 8 και μετά 10 ποντούς στην δεύτερη επιλογή και 12 στην τοπ. Σο, που λέει κι η mes, όταν ο κάθε Αλέξης Κωστάλας δίνει τα αποτελέσματα της τηλεφωνικής ψηφοφορίας στη χώρα του είναι παράδοση οι παρουσιαστές να τα επαναλαμβάνουν και στα Αγγλικά ΚΑΙ στα Γαλλικά - στα Αγγλικά για να τα καταλάβουμε και στα Γαλλικά διότι οι Γάλλοι είναι φορτικοί και σωβινιστές και το έχουν επιβάλλει. Το douze points!!! είναι το τελευταίο πράμα που ακούγεται στον κάθε γύρο της ψηφοφορίας και έχει μείνει ως εμβληματική φράση της γενικότερης μαλακίας της Γιουροβίζιον, ειδικά όπως την προφέρουν οι παρουσιαστές που μιλάνε γαλλικά μια φορά στα δύο χρόνια.

Επίσης εμβληματική φράση είναι και το nul points=μηδέν πόντοι, το αντίθετο δηλαδή. Αυτό, όμως, δεν λέγεται τόσο συχνά - μόνο στην ανακεφαλαίωση της συνολικής βαθμολογίας - π.χ. United Kingdom: no points, Royaume Uni: nul points. Ως συνήθως.

Το Douze points!!! - και το nul points - είναι ατάκες με διεθνή εμβέλεια και με ιδιαίτερη διάδοση σε χώρες που προ καιρού έχουν πάρει την Γιουροβίζιον στην πλάκα. Η Ελλάδα, η οποία το 2006 είχε διατάξει τις πρεσβείες της στο εξωτερικό να κάνουν καμπάνια υπέρ της Βίσση, προφανώς και δεν συγκαταλέγεται σ' αυτές. Η Ιρλανδία, από την άλλη, που έστειλε πέρσι ένα τραγούδι-παρωδία με τον τίτλο (ανορθόγραφο) Irelande Douze Pointe και με ερμηνευτή μια γαλοπούλα, είναι, προφ, παράδειγμα προς μίμηση. Ατυχώς, το τραγούδι δεν πέρασε στον τελικό.

Ανάδοχοι λήμματος: Hank - ΔΠ, Vrastaman - σχόλιο εδώ.

  1. - And twelve points goes to the Netherlands ... - Netherlands - twelve points!! ... Les Pays-Bas - douze points!!!

  2. - Ρε συ, έχω καυτή είδηση ... φρέσκο πράμα ... η Θεανώ τον έστειλε το Νούλη ... - Αγορίνα μου, εσύ ... Douze points!!! ... τίποτα δεν σου ξεφεύγει ...
    - Ε, μαλάκα, είπαμε ... το αυτί της γής είμαι ... αυτό που θάθελα να ξέρω τώρα είναι ποιός βάζει στη Θεανώ ...
    - Εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη που μας δίνει δύο περιπτώσεις. α) καράτι-βιόλα. β) καρά-τιβιόλα.

α) καράτι-βιόλα.
Στην πρώτη περίπτωση: έχουμε το καράτι που είναι μονάδα καθαρότητας του χρυσού και μέτρο βάρους πολύτιμων λίθων και, μεταφορικά, κάνει πιο μεγάλο το μέγεθος, στο οποίο αναφέρετα,ι και το βιόλα που έχει πολλές σημασίες:

  1. μουσικό όργανο με χαρακτηριστικό σχήμα.
  2. γυναικάρα με πολλές καμπύλες.
  3. γυναίκα χαζή, χαζοβιόλα.
  4. λουλούδι βιολέτα.
  5. γυναίκα όμορφη και φρέσκια σαν λουλούδι.

Σύμφωνα με τους ως άνω ορισμούς ερμηνεύουμε την καρατιβιόλα:

  1. μουσικό όργανο με ήχο πολλών καρατίων.
  2. γυναικάρα που περπατά και τρίζει η γη που πατά και την αξιολογείς με πολλά καράτια.
  3. γυναίκα που δεν είναι απλώς βλάκας, αλλά πανύβλακας.
  4. άνθος που η μυρωδιά του δεν συγκρίνεται με καμιά άλλη.
  5. γυναίκα πανέμορφη σαν λουλούδι.

β) καρά-τιβιόλα.
Στην β' περίπτωση: έχουμε το τουρκικής προέλευσης «καρά», που επιτείνει την σημασία της λέξης που την ακολουθεί και την «τιβιόλας» από το τιβι, που σημαίνει αυτόν που αποχαυνώνεται στην τηλεόραση και απενεργοποιεί τις λίγες λειτουργίες του εγκεφάλου του. Συνεπώς καρατιβιόλα εδώ, είναι η κατάσταση αυτού που έχει πέσει το μυαλό του σε λήθαργο.

  1. Πω πω μανάρι μου εσύ! Τι καρατιβιόλα είσαι εσύ!
  2. Μην του μιλάς... μετακόμισε από τη νιρβάνα στην καρατιβιόλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified