Το ξεφούσκωμα λάστιχου ποδηλάτου ή αυτοκινήτου. Η λέξη προέρχεται από τον ήχο που κάνει το λάστιχο όταν τρυπάει και χάνει αέρα. Χρησιμοποιείται κυρίως στη Β. Ελλάδα.

- Ρε συ! Κανε λίγο στην άκρη. Κοίτα την πίσω ρόδα.
- Τι ρε μαν;
- Μαλάκα έπαθες φούιτ!
- Πωωωω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν, το όμορφο νησί της Αφροδίτης έχει μακράν ιστορία κατοχής από διαφόρους περαστικούς. Η νεότερη ενιαία κατοχή (πέραν δηλαδή της υφιστάμενης Τουρκικής) ήταν αυτή των Άγγλων, η οποία άφησε πίσω της πολλά καλά και κακά. Μεταξύ αυτών και αρκετές εκφράσεις, αμιγώς Αγγλικές ή προσαρμοσμένες στον καθημερινό προφορικό λόγο (μέγκλα).

Μεταξύ αυτών και το εν λόγω, το οποίο αναφέρεται στο φλας ενός οχήματος.

Με τον ίδιο τρόπο πολλοί Κύπριοι ονομάζουν «κλατς» το αμπραγιάζ, εκ του Αγγλικού: clutch. Τώρα που το λέμε βέβαια, στην Ελλάδα είναι πλήθος οι φράσεις που έχουν προκύψει από ξένες λέξεις (όπως το προαναφερθέν αμπραγιάζ αντί του Ελληνικού «συμπλέκτης»).

Η προφορά φυσικά είναι σημαντική καθώς το /Τρ-/ είναι έντονο (άκου οποιοδήποτε τραγούδι της Άννας Βίσση και θα καταλάβεις) και το /-κέ-/ στακάτο και με μια νότα ελαφρού /χ/ (κχέ).

Κουμπάρε, ανέβαινα ψες την Μακαρίου, και τζιαμέ στην Αμμοχώστου φκαίνει ο πεζιεβέγκης ο Πάμπος από ζερβά, δίχως τραφικέιτορ, σα νά ’ταν ο δρόμος άθκειος. Επέλανέ με!

Μτφ: Φίλε ανέβαινα χθες την (λεωφόρο) Μακαρίου, και εκεί στην Αμμοχώστου βγαίνει ο αχρείος ο Πάμπος από αριστερά, χωρίς φλας, σαν να ήταν ο δρόμος άδειος. Με τρέλανε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μοτοσικλέτα, το μηχανάκι στα κυπριακά, εναλλακτικά προς το συνηθέστερο μοτόρα. Πληθυντικός: ταπουροκωλούες (δες εδώ). Το βρίσκω γραμμένο και ως ταπουροκολού, αλλά και με μία ας πούμε περισσότερο φωνητική γραφή ως τταππουροκολού.

(αψουυυ)
-τι εγινε??
-αα τιποτα αψουριστικα! εμουλαλιτε μηπως θελετε δανειο για καμια ταπουροκολου???
-τι ειναι η ταπουροκολου??
-χαλλόου! μηχανακι. (Στο βιντεάκι πιο κάτω):

Από το 3.27 και μετά

Η ετυμολογία δεν είναι σαφής. Το λολαδερό ως άνω βιντεάκι δίνει την αστειατόρικη "ετυμολογία" ότι ο κώλος σου κάνει "ταπ ταπ ταπ". Πάντως και οι γλωσσολογικές πηγές μου στη μαρτυριάρικη μου λένε ότι θεωρείται ότι λέγεται έτσι επειδή κάνει ταπ ταπ ο κώλος της μοτόρας. (Η συσχέτιση κώλου και εξάτμισης φαίνεται άλλωστε στα λήμματά μας εξάτμιση, μαγκιά κλανιά και εξάτμιση). Ως "προφανή" ετυμολογία δέχεται τα ηχητικά εφέ της μοτόρας και σχολιαστής στου κυρ-Σαράντ, βλ. σχόλιο 12 στον παρακάτω σύνδεσμο:

ο μιτσύς (=μικρός) έπιασε την (τ)ταπουροκολού του. (Σε σχόλιο στου κυρ Σαράντ).

Ας κρατήσουμε πάντως και μια πισινή, μαζί με την παρατήρηση ότι τάπος (ττάππος) είναι ό,τι και η τάπα, δηλαδή ο φελλός του κρασιού και ο κοντός άνθρωπος, δες εδώ.

τώρα ε να πκιάσω την ταπουροκωλού και ναρτω !!. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε μπεζάκι, εις την Λαρισαϊκήν.

Ανήκει στην μεγάλη κατηγορία εκφράσεων που ξεκίνησαν ως ανέκδοτα αλλά τελικά σλανγκαυτονομήθηκαν.

Βλ. επίσης: Δεν μας χέζεις εσύ κι ο γρύλος σου, παιδιά να οργανωθούμε, μιλάς με γρίφους, γέροντα κ.α.

  1. Το ορίτζιναλ ανέκδοτο:

Ένας Λαρισαίος επισκέπτεται μια αντιπροσωπία τουτού στην Αθήνα:
- Χαίρετε, πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω; - Ψάχνου για αυτοκίνητο που να 'χει αερουσάκου, ΑΒS, MP3, και να 'ναι σιμπιζάκι. - Σιμπιζάκι; Δυστυχώς όχι, έχω όμως ένα εξαιρετικό Ibizaκι με τις προδιαγραφές αυτές…
- Τότε δεν μ’ καν....
Πάει σε άλλο μαγαζί. - Γεια σας, τι θα θέλατε;
- Ένα αυτοκίνητο που να 'χει αερουσάκου, ΑΒS, MP3, και να 'ναι σιμπιζάκι. - Ξέρετε, τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει. Ό,τι βλέπετε
Τελικά επιστρέφει αποκαρδιωμένος στην Λάρσα και πάει στην μάντρα της γειτονιάς του.
- Ένα αυτοκίνητο που να 'χει αερουσάκου, ΑΒS, MP3, και να 'ναι σιμπιζάκι. - Μωρ’ κι σιμπιζάκι έχει και σι κοκκινάκι κι ότι τραβάει η ψυχούλα σ’ έχει!

2.- ιμίαιμα πανέμορφα κουταβάκια περίπου 40 ημερών χαρίζονται. Παράδοση κατ'οίκον στην περιοχή Θεσσαλονίκης. Ή ελάτε να διαλέξετε. Ένα από τα κουταβάκια, το μοναδικό σε σιμπιζάκι χρώμα, θα φιλοξενήσω εγώ στο σπίτι. Θαυμάστε το μετά από ένα μπανάκι...
(από εδώ)

  1. - Ο Λευκος Πύργος ναι είναι ακομαι σιμπιζάκι... κατι άκουσα ότι θα τον βάψουν μολις τελειώσει το μετρο...
    (από εδώ)

  2. - Μιλάμε γα πολύ γέλιο σε σχέση πάντα με το μύθο που κυκλοφορεί. Λες και ήταν σύναξη καθηγητών για σεμινάριο Δια Βίου Εκπαίδευσης. O κόσμος είχε πιά περάσει στον Βινγκεστάιν και αυτή ακόμα προσπαθούσαν να εξηγήσουν τα προβλήματα με Καρτέσιο. Ηταν δε χαρτόδετα σε σιμπιζάκι. Ουτε καν δερματόδετα οι καρμίρηδες.
    (για συνάντα της λέσχης Bilderberg, από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που έγινε διάσημη από το θρυλικό βιντεάκι Το Σαραντατρίο, όπου νταλικέρης διεκτραγωδεί την κακοτυχία του διανθίζοντάς την με πολλές εκφράσεις από την αργκό των φορτηγατζήδων αλλά και με τοπικούς ιδιωματισμούς της Νοτιοδυτικής Πελοπονν-j-ήσου. Πλέον φοριέται αρκετά αντί του σιγά σιγά ως χαριτωμενιά που θυμίζει τον θρυλικό νταλικέρη, για περιπτώσεις που κάτι γίνεται αργά αλλά σταθερά.

Πάσα (Δ.Π.): Τσακω

1.Του 'χω βάνει του 'χω φορτώσει το σαραντατρίο μπακαλική από την Τρίπολη για Θεσσαλονίκη, για πάνου Μακεδονία και έχω ξεκινήσει σιγούλια σιγούλια, και μόλις έχω φτάσει καλή ώρα Πελασγία και έχω πληρώσει τα διόδιά μου «κύριος», του 'χω βάνει τη δύο, μαλακωσιά πολύ γιατί το αμάξι ήταν βαρύ και του 'χα βάνει κανά 60άρι τόνοι φορτίο απάνου, και του 'χω βάνει την δύο, την τέσσερα, την έξι, την εφτά, την οχτώ, του 'χω καρφώσει και την εννιά και το πάω μαλακωσιά τ' αμάξι τώρα, 85 χιλιόμετρα στις 2.350 γιατί έχω βήμα γρήγορο πολύ, κι έτσι όπως πήγαινα σιγούλια σιγούλια εκοιτώ στο είδωλο κι έρχονται κάτι Τριπολιτσιώται... σου μιλάω για μαλλιά με καμιά εκατοστή χιλιόμετρα, εκοπάναγε και το ελευθέρας στο ντουβάρι που 'χει κείθε, και μου περνάνε μαλλιά, κι έχω κοκκινίσει, την έχω ψωνίσει, σου λέω σαν τη μελιτζάνα... και του 'χω καρφώσει την δέκα, σανίδα το γκάζι, όρθιο σου λέω τώρα και το σαραντατρίο να 'χει κόψει καπίστρι, να 'χει σηκώσει πανί, και να σανιδώνει τώρα να δίνει. Τούφα το ντουμάνι! Εζυγώνω τον πρώτονε, τον επερνάω και μόλις έχω φτάσει στο δεύτερο, κείθε απάνου στους Αγίους Θεοδώρους, στο καρφί το καλό, Τον εζυγώνω, τον εζυγώνω, τον επερνάω και μόλις βγάνω φλας να μπω δεξά, όλη την αριστερή τετράδα τα πιστόνια και τον στρόφαλο τα πήρα στη μασχαλ'. Ε μα σου λέω για ολική καταστροφή! Ήμουνα κανά δυάρι μέρες εκεί απάνου, πήρε να χαλάσει το φασόλι, πήρε να μαραζώσει το λεμόνι, η πιπεριά γαμήθηκε, σου λέω για αμάξι και φορτίο τα 'χω πληρώσει ο κούκος αηδόνι.«

  1. Τι ωραια που ξυπνατε ολοι σιγουλια σιγουλια. Αντε πιειτε καφε, σε λιγο αρχιζει το εργο. (Από μπουρδελοσάιτ)

3. Τζαμι στην Αθηνα. Και σιγουλια-σιγουλια σ'ολη την Ελλαδα.

4. Η ακροδεξια ανερχεται σιγουλια σιγουλια και στην Ευρωπη των δημοκρατων.

5. και τι μας ειπε αυτος ο παπαρας ΤΜΗΜΑΤΙΚΑ λεει η καταβολη των χρηματων,οκευ μεγαλε απο δευτερα και εμεις στο παιχνιδι,και πως θα το παιξουμε ; οτι μπορειτε πληρωνετε σιγουλια σιγουλια, χαλαρα σε εφοριες,τραπεζες,ταμεια,δεη,νερα,να βογκηξουν να παρουν 10 ευρω,η ισχυ μας ας ενωθει ειμαστε εκατομμυρια δεν μπορουν να κανουν τιποτα πρακτικα,ΟΓΑΝΩΜΕΝΗ ΑΝΟΡΓΑΝΙΣΙΑ.τους βαλαμε τα δυο ποδια σε ενα παπουτσι.

(από Khan, 28/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Σβούροι: πιτσιρικάδες με πειραγμένα μηχανάκια που γυρνάνε γύρω γύρω στην πόλη. Λέγεται στην Κρήτη για τους κάγκουρες κλπ.

Σβούρος στην Κρήτη = ο μπάμπουρας, σβουρίζω= γυρίζω γύρω γύρω και κάνω θόρυβο.

Τι πέτσακες και μαλακίες ρε φίλε... τι μαλακία την κάνανε οι σβούροι που μαζεύονται στην Αγορά / στα Λιοντάρια. Που τους είδες εσύ τους πέτσακες; Άμα ήτανε πέτσακες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πέσιμο. Συνήθως από γλίστρημα ή σε ατύχημα. Συναντάται στην Β. Ελλάδα. Λέγεται και σαβούρντα ή σαβούρα στην υπόλοιπη Ελλάδα.

Έτρεχε ο μαλάκας και πατάει το κορδόνι του και τρώει μια σαβούρτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η θέση πάρκινγκ στα κρητικά.

Ενίοτε δηλώνει και τον τρόπο με τον οποίο έχει παρκάρει κάποιος, ιδιαίτερα αν έχει παρκάρει χάλια.

  1. Έκανα μισή ώρα να παρκάρω γιατί δεν έβρισκα πουθενά ρεμίζα.

  2. Κοίτα ρεμίζα τον γάιδαρο, πάνω στο πεζοδρόμιο...

(από S.Nebelung, 16/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αυτοκίνητο, σε ιδιωματική διάλεκτο της Ερεσού (Λέσβος). Εκ του «αυτό που τσυλάει» (κυλάει).

Έμπα στο πουτσύλατο να πάμε βόλτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι θαμώνες της πλατείας Ν. Σμύρνης και συνεκδοχικά οι φίλαθλοι του Πανιωνίου -κυρίως οι μπασκετικοί- που συχνάζουν σε αυτήν.

Οι «Πάνθηρες» και οι λοιποί Πλαταιείς είχαν ανοίξει πόλεμο με τον Μπέο (από την ιστοσελίδα του sportime).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified