Selected tags

Further tags

Ο κάτοχος και οδηγός Ιδιωτικής Χρήσης αυτοκινήτου. πληθυντικός: ΙΧήδες.

- Πάλι πήχτρα η Κηφισίας. - Εμ βέβαια αφού βγήκαν όλοι οι μάγκες οι ΙΧήδες στον δρόμο καλά να πάθουν. Αντί να πάρουν το ΜΕΤΡΟ και να φτάσουν σε 20 λεπτά, άστους να πήξουν στην κίνηση τα κορόιδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση πλέον ξεπερασμένη που χρησιμοποιείτο σε κόντρες και αγώνες ταχύτητας για να περιγράψει την κατάσταση πως ο άλλος αγωνιζόμενος προηγείται και εσύ, ο πίσω, τρως την σκόνη που αφήνει στο πέρασμά του.

-Είσαι για μια κόντρα; -Κόντρα; Με τι ρε, με την μπανιέρα που οδηγείς; -Καλά, κορόιδευε αλλά ετοιμάσου να φας την σκόνη μου.

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι θαμώνες της πλατείας Ν. Σμύρνης και συνεκδοχικά οι φίλαθλοι του Πανιωνίου -κυρίως οι μπασκετικοί- που συχνάζουν σε αυτήν.

Οι «Πάνθηρες» και οι λοιποί Πλαταιείς είχαν ανοίξει πόλεμο με τον Μπέο (από την ιστοσελίδα του sportime).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστό '80's είδωλο, πρωταγωνιστής μιας μεγάλης κολλεκτίβας ελληνικών ταινιών τύπου «Ρόδα, τσάντα και κοπάνα». Ο πιο γωστός ρόλος του είναι το «αλάνι», μηχανόβιος, σκληρός αλλά ευαίσθητος όταν γνωρίζει τον αληθινό έρωτα.

Ο όρος Γαρδέλης χρησιμοποιείται για μηχανόβιους που κάνουν συνήθως επίδειξη της «ρόδας» τους σε ανυποψίαστες κοπέλες τύπου Σοφίας Αλιμπέρτη (αυτός που μόλις σε έχει πάρει ο ύπνος και κάνει γύρους το τετράγωνο με ταχύτητα λες και παίρνει μέρος σε ράλλυ).

Έρχεται ένας φίλος σου όλο χαρά, να σου δείξει την καινούργια του ρόδα που μπορεί να είναι κι ένα απλό παπί και γκαζώνει με ύφος «Καβαλάω Harley, μάγκες».

Εκεί εσύ γυρνάς και λες: «Καλώς τον Γαρδέλη!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την σύνθετη λέξη «μοτοσυκλετόνι». Το λετόνι είναι ο πίσω σε μια μηχανή, αλλά όχι ο οποιοσδήποτε πίσω...

Έχει συγκεκριμένες αρμοδιότητες. Κοιτάει δεξιά-αριστερά για να κόψει κίνηση και να δώσει το «παρών», βρίζει τους άλλους οδηγούς που ή κάνανε καμιά μαλακία ή απλά κάνανε το λάθος να βρίσκονται γύρω από τη μηχανή και του σπάνε τα νεύρα. Επίσης όταν δει κανα καλό μουνάκι αρχίζει τα κοπλιμέντα του τύπου «πού 'σαι μωρή καύλα;» ή «τί πάτος είσαι συ μωρό μου» και άλλα τέτοια ωραία. Όταν γίνεται ο απαραίτητος γύρος της πλατείας με καμιά σούζα ή καμιά ξερογκαζιά, φωνάζει σαν τραγί, έτσι για την φάση... Αλλά έχει και άλλα: όταν κατέβει από τη μηχανή θα κρατάει αυτός, περήφανος, το κράνος του οδηγού και θα εισέλθει στη lounge καφετέρια είτε περιχαρής είτε σκληροτράχηλος...

Ο ίδιος δεν έχει μηχανή, θα ήθελε πάαααααρα πολύ όμως, και ξέρει τα πάντα για όλα τα δίκυκλα. Οι κουβέντες του περιορίζονται σε μηχανές και γκόμενες. Τα χαρακτηριστικά του είναι ο φράχτης μαλλί και τα tribal (υπάρχουν ακόμα τέτοιοι τύποι....).

Συμπερασματικά, αφού το λετόνι είναι ο πίσω, ο μοτοσυκ είναι ο οδηγός...

  1. - Είδες ρε φίλε τον Τάκη; Κρατάει κράνος. Πότε πήρε μηχανή;
    - Δεν πήρε ρε, λετόνι είναι... το κράνος του Μπάμπη του σούζα είναι.

  2. - Και κει που κάνανε σούζα δικάβαλο μπροστά από μια γκόμενα, το λετόνι έσκασε κάτω σαν κουράδι... Πολύ γέλιο σου λέω...
    - Χαχαχαχαχαχα.... ε τους γελοίους.....

Λετόνια με λετόνια (από Khan, 29/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που προσελκύεται από τον οποιονδήποτε τύπο κάγκουρα που κατέχει οποιοδήποτε είδος μηχανής (απαραιτήτως)... Είναι γκόμενα που το μόνο στάνταρ που έχει για τον υποψήφιο γκόμενο είναι αν έχει μηχανή και πόσο μακριά την πάει στη μια ρόδα...

Αλλιώς: η καγκουρομάνα, η ποντικοπηδιόλα.

1
- Ωραίο μουνάκι ρε η Σοφία... φαίνεται και εύκολη... θα πάω να χωθώ...
- Αφού δεν έχεις πάπια...
- Ε και;
- Είναι σελογκόμενα.

2
Γιούλη: -Θέλω ο άλλος να είναι ευγενικός, δυναμικός, έξυπνος, αστείος, όμορφος, πιστός. Θέλω να τον θαυμάζω και να έχει μεγάλη πούτσα.
Μαρία: -Εγώ θέλω να έχει μηχανή.

Η Μαρία είναι σελογκόμενα.

Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη με διπλή σημασία.
1. Η σούζα στα καγκουρίστικα (πρέπει να είσαι λίγο άτομο για να το πεις)
2. Ο πιτσιρικάς στα μάτια μιας διψασμένης για sex σαραντάρας.

  1. - Κι έσκασε μύτη ο ψηλός με τη χουσβάρνα και το σηκώνει ξερολούκουμο μπροστά από το μπατσικό... Μάγκας ο δικός σου, σου λέωωωωωωωωω.

  2. - Ρε φίλε σου λέω με κοίταζε όλο το βράδυ σαν ξερολούκουμο η σαραντάρα...
    - Και μετά;
    - Σπίτι της ρε ... Άσ' το... Με ξεζούμισε ρε... Μου ήπιε το μεδούλι, σου λέω... Θα πάρει καιρό μέχρι να μου ξανασηκωθεί... Με πέθανε!

Mr Υφήλιος 2007 - οκ, δεν είμαι ακόμα σαράντα εντάξει; αχαχαχαχαααα (από Galadriel, 08/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται σαν μονάδα μέτρησης σε κόντρες με αμάξια. 1 καρότσα ισοδυναμεί με το μήκος ενός αμαξιού.

Ο τύπος με το punto έριξε 3 καρότσες σε εκείνον με το golf μέχρι το φανάρι! Πάει γαμιώντας με την καινούρια τουρμπίνα που έβαλε!

Βλ. και κολόνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστός και ως κρατήρας. Με αυτήν την έννοια αναφερόμαστε σε μια λακκούβα - τρύπα που διακρίνεται και από το φεγγάρι πάνω στους ελληνικούς δρόμους.

-Ρε Μάκη, πού είναι η ρόδα σου;
-Άσε ρε Τάκη, πέρασα πάνω από έναν τάφο και την άφησα μέσα...

βλ. και κολύμπα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γνωστή σειρά από μηχανάκια πόλης που είχαν κατακλύσει τα αστικά κέντρα της Ελλάδας τις δεκαετίες '80 και '90.

Πλέον τα παπιά που κυκλοφορούν διαφέρουν κατά πολύ από τα παραδοσιακά μπλε ή κόκκινα συνήθως με άσπρη ποδιά. Οι ποδιές έχουν φύγει, είναι βαμμένα με εντυπωσιακά χρώματα και αντί για μέσο μεταφοράς έχουν γίνει μέσο επίδειξης των καγκουριών. Συνήθως έχουν εξατμίσεις που κάνουν όσο το δυνατόν περισσότερο θόρυβο και έχουν αυξημένα κυβικά. Είναι γνωστά και ως παπάκια και πάπιες.

Σχετικά λήμματα: κάγκουρας, λετόνι, σελογκόμενα.

- Είδες το μηχανάκι που πήρε ο Μιχάλης;
- Όχι, τι πήρε;
- Ένα παπί Honda 50cc στρογγυλοφάναρο!! Έχει και την χαίτη, οπότε είναι σαν να βγήκε από το «Ρόδα Τσάντα και Κοπάνα»!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified