Selected tags

Further tags

Αναφορά στη γνωστή μάρκα γερμανικών σπορ αυτοκινήτων Porsche. Η επιλογή του Πορσικό έναντι του ορθού Πόρσε για να περιγράψει όχημα της προαναφερθείσας μάρκας υποδηλώνει αφενός μεν τη μαγκιά του ομιλούντος, αφετέρου δε την προσπάθεια ελληνοποίησης λέξεων που οδήγησε στο να λέμε αηδίες του τύπου φυλλομετρητής, εξυπηρετητής, σάρωση και λοιπά.
Μια πιο αθώα εκδοχή για την προέλευση/σημασία της λέξης είναι ότι έχει ομοιοκαταληκτική σχέση με το ιππικό, γεγονός που σαφώς αντανακλά την ομολογουμένως μεγάλη ιπποδύναμη των αυτοκινήτων αυτών.

Σπανιότερα, απαντάται και ως Φεραρικό. Λόγω τιμής ίσως;

  1. - Παρκάρω το γκολφάκι το GT έξω από την καφετέρια και πάνω που πάω να κάνω το μουβ στο Μαράκι, σκάει μύτη ο Νώντας με το Πορσικό και μένω με το πουλί στο χέρι. Άστα να παν... Άτιμη κενωνία!

  2. - Το Πορσικό πολύ το αγαπώ, πολύ το αγαπώ εγώ το Πορσικό! (σ.ς.: τραγουδιστά, προφανώς από τον ευτυχή ιδιοκτήτη.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πέσιμο στο έδαφος από γλίστρημα ή παραπάτημα. Η έκφραση ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στη Θεσσαλονίκη τις δεκαετίες 80 και 90, αλλά έχει αντικατασταθεί. Ετυμολογικά δεν υπάρχει γνωστή εξήγηση, αλλά περιέργως αποτυπώνει μάλλον εύστοχα την ατυχή εξέλιξη για τον παθόντα. Συντάσσεται κυρίως με το ρήμα τρώω και ενίοτε με το ρήμα παίρνω.

Έφαγε έναν μπίστο ο Φώντας, γάμησέ τα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαίνω γρήγορα σε στροφές. Η συνηθισμένη κατάληξη είναι να βγαίνω με τις ζάντες.

Ναι είναι τρελός οδηγός, μπαίνει με τις μπάντες και βγαίνει με τις ζάντες, λολ.

(από Khan, 12/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οδηγώ με υπερβολική ταχύτητα.

- Πώωω, χθες το βράδυ με πιάσανε οι τροχόμπατσοι και με ξέσκισαν εντελώς...
- Γιατί;
- Πήγαινα κομμάτια με το αμάξι, δεν φορούσα και ζώνη... Γάμησέ τα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο των κουλάρω, ηρεμώ, χαλαρώνω κλπ

Όπα, ρε ξεπάρκαρε. Μην τρελαίνεσαι. Όλα θα φτιάξουν.

Αυτή πάει να ξεπαρκάρει κυριολεκτικά - οι υπόλοιποι χρειάζονται να ξεπαρκάρουν σλαγκικά. (από Galadriel, 27/02/09)Ξεπάρκαρε ρε φίλε (από Galadriel, 28/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Ν των νέων οδηγών.

(Ταξιτζής πίσω από δειλό οδηγό, που έχει κολλημένο το Ν στο πίσω τζάμι)
- Αμάν, θα νυχτώσουμε. Αυτός μπροστά με τη νικολέττα δεν θα την περάσει ποτέ τη διάβαση!

Δές και νικολάκης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για κάποιον που έχει παπί κωλοπειραγμένο και μαλλί ανάλογο της φυλής των Cherokee. Χαρακτηριστικός είναι και ο τρόπος οδήγησης του οχήματός του, με το σώμα και το κεφάλι να κοιτάει δεξιά ή αριστερά καμπουριάζοντας, ακολουθούμενος από σπασμούς σε κάθε αλλαγή ταχύτητας.

  1. - Τό 'λιωσε το μηχανάκι το τσερόκι...

  2. - Κοίτα μπροστά σου ρε, σαν Τσερόκι οδηγάς...

  3. - Κοίτα αεροτομή που έχει το τσερόκι... (αεροδυναμικό κούρεμα τύπου διπλής μοϊκάνας σε Τσερόκι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο επικίνδυνος οδηγός, ειδικότερα στην πόλη αλλά ενίοτε και σε επαρχιακούς δρόμους, συνηθίζεται για οδηγούς ταξί, delivery.

Έκανε στον δρόμο κάτι ταρζανιές, προσπεράσεις από δεξιά, χωσίματα, σωστός Ταρζάν ο ταρίφας.

το Ελληνόφωνο αντίπαλο δέος -Γκαούρ (από dryhammer, 16/05/14)πατριωτικό (από dryhammer, 16/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρ-μπριζ εις την βλαχοελληνικήν. Πρωτοειπώθηκε στο ΜΑΠΑ show.

- Άσε, μου έσπασε το μπαμπρίζ από το χαλάζι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεθυσμένος οδηγός.

Δεν πάω με τον Ανδρέα, είναι πότης της ασφάλτου.

(από Khan, 26/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified