Further tags

Αρρενωπότερη και εμφατικότερη παραλλαγή του κωλοβαράω και, εννοείται, του μαλακίζομαι. Δεν είναι κυριολεκτική η σημασία της λέξης, δεν βαράω τον πούτσο μου δηλαδή (όπως λέμε «βαράω μύγες»), ούτε και τραβάω μαλακία ντε και καλά, απλώς σκοτώνω τον χρόνο μου σα να τα έκανα όλ' αυτά. Για τις δύσκολες στιγμές και τις ώρες που δεν περνάνε με τίποτα. Στο σπίτι, στο γραφείο, στο σχολείο, στην καφετέρια, στον δρόμο, στη ζωή γενικά. Αγαπημένη απασχόληση του Έλληνα, λένε οι κακές γλώσσες. Μάλλον φταίει το κλίμα, δεν εξηγείται αλλιώς.

Χρησιμοποιείται και για γυναίκες κι ας μη διαθέτουν το περίφημο αυτό εργαλείο.

Παράγωγο: η πουτσοβάρα (κατά το κωλοβάρα).

Πουτσοβαράγαμε χθες όλη μέρα στη δουλειά μέχρι που έσκασε η πίπα για του δίδυμους πύργους και μετά δεν σηκώσαμε κώλο για ένα μήνα, φίλε μου! (από το αρχείο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σκωπτική αυτή στιχομυθία πηγάζει από την βαθιά ριζωμένη λαϊκή πεποίθηση ότι οι κουτσές γυναίκες –καθώς και οι πάσχουσες από οποιαδήποτε άλλη δυσμορφία ή αναπηρία– είναι αντισταθμιστικά καλύτερες στο κρεβάτι, απλούστατα επειδή προσπαθούν πιο σκληρά.

Η έκφραση χρησιμοποιείται πλέον στηλιτευτικά προς άτομα αργόστροφα ή αναποτελεσματικά, ιδιαίτερα δημόσιους υπάλληλους.

Υπάρχει πληθώρα εναλλακτικών διατυπώσεων, όπως το «πάει κούτσα-κούτσα και χαίρεται την πούτσα», η πιο καθωσπρέπει διατύπωση «έλα κούτσα-κούτσα και κούτσα-κούτσα έλα», αλλά και η εκστέντεντ βέρσιον
«Έλα κούτσα-κούτσα και πιάσε μου την πούτσα και χώσ' τη μες τον κώλο σου να κάνει πλάτσα-πλούτσα»

«Έλα κούτσα κούτσα και γλύψε μας την πούτσα και όπως έρχεσαι πάρε γκασμά γιατί η τσουγκράνα αφήνει κενά» (Από forum)

Κούτσα-κούτσα, η Heather Mills έπιασε τον κώλο του Paul McCartney... (από Vrastaman, 25/09/08)Δημόσιο φορέβερ! (από Vrastaman, 25/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ΠΩΣ ΠΡΟΕΚΥΨΕ Η ΦΡΑΣΗ

Στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρχε ο Ισθμός της Κορίνθου. Η Πελοπόννησος ήταν ενωμένη με την στερεά Ελλάδα και όποιος ήθελε να πάει Πειραιά Πάτρα δια θαλάσσης, έπρεπε να κάνει το γύρο της Πελοποννήσου. Είχαν εφεύρει όμως μία – κουραστική - εναλλακτική λύση. Έσερναν τα καράβια πάνω σε κορμούς δένδρων και τα περνούσαν απέναντι δια ξηράς.

Επίπονη η εναλλακτική αλλά στη διαδρομή – που κρατούσε μέρες – υπήρχαν κάτι μπουρδελάκια με κοπέλες όμορφες, πρόθυμες και περιποιητικές. Οι ναυτικοί, για ευνόητους λόγους, προτιμούσαν τον δια ξηράς δύσκολο δρόμο και οι στεριανοί έλεγαν –και είχαν δίκιο– πως το μουνί σέρνει καράβι.

Αιώνες αργότερα, οι ναυτικοί – κυρίως οι Έλληνες – αποδείχτηκαν ιδιαιτέρως μερακλήδες. Δεν υπήρχε λιμάνι που να μην έχουν και μία αρραβωνιάρα. Δεν υπήρχε πουτάνα λιμανιού που δεν μιλούσε Ελληνικά. Δυστυχώς όμως, οι φορτοεκφορτώσεις των πλοίων ολοκληρώνονταν με γοργούς ρυθμούς, ενώ οι καυλοπυρέσσοντες ναυτικοί ήταν αχόρταγοι και ποτέ τους δεν επέστρεφαν έγκαιρα. Τα πλοία έμεναν δεμένα να τους περιμένουν. Και είχαν δίκιο οι αγανακτισμένοι καραβοκύρηδες να λένε πως το μουνί δένει καράβι.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΟΥΝΙ (ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ - ΕΛΑΧΙΣΤΟΥΣ ΕΛΠΙΖΩ - ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΝ)

Μουνί ή γατάκι ή αιδοίο, ονομάζεται το σύνολο των γυναικείων εξωτερικών σεξουαλικών οργάνων, η είσοδος του κόλπου και οι γύρω περιοχές. Το αιδοίο περιλαμβάνει το εφήβαιο - που βρίσκεται μπροστά -, το περίνεο - πίσω -, ενώ δεξιά και αριστερά δεσπόζουν τα δημοφιλή μεγάλα και τα λιγότερο δημοφιλή μικρά χείλη. Ο λιπώδης ιστός και το δέρμα στην μπροστινή πλευρά του αιδοίου ονομάζεται εφήβαιο ή όρος της Αφροδίτης. Εκεί ακριβώς αναπτύσσεται τριχοφυΐα σε σχήμα τριγώνου και αποτελεί πηγή πλουτισμού για τους κατασκευαστές γυναικείων ξυριστικών μηχανών μια και το ξυρισμένο αιδοίο έχει «άλλη χάρη» όχι μόνο στις παστρικιές μα και στις τίμιες.

Στην πραγματικότητα, αυτό που συνήθως αποκαλούμε μουνί δεν είναι παρά μία περιοχή εξαιρετικά ερωτογενής και ευαίσθητη στο άγγιγμα, η οποία προστατεύει το άνοιγμα του κόλπου και το στόμιο της ουρήθρας, ενώ φιλοξενεί την «ανδροπρεπή» κλειτορίδα.

Υπάρχουν αιδοία ευαίσθητα, λιγότερο ευαίσθητα, ρηχά, βαθιά, φαρδιά, στενά κλπ., όμως όλα έχουν το ίδιο σχήμα, ακόμη και τα Ασιατικά. Παρά τις διαδόσεις που θέλουν το Ασιατικό αιδοίο να μην είναι έτσι (|) αλλά έτσι (-), στην πραγματικότητα, ο διάσημος αυτός τύπος αιδοίου είναι απλώς στενός (.). Δηλαδή πολύ στενός! Τόσο στενό είναι το Ασιατικό αιδοίο που θα μπορούσαμε με εγκυρότητα και αρμοδίως, να δηλώσουμε ότι ο στενότερος Ευρωπαϊκός πρωκτός είναι πιο ευρύχωρος απ' το πλέον ξεσκισμένο Ασιατικό αιδοίο.

Κατά μήκος του κόλπου υπάρχει ένας υποβλεννογονιακός ιστός, γεμάτος αιμοφόρα αγγεία. Με τη δράση του ανοίγει ή κλείνει το εσωτερικό του κόλπου. Μέσα στο επάνω τμήμα του κόλπου, ακριβώς πίσω από το ηβικό οστούν, λέγεται ότι υπάρχει μια περιοχή από σηραγγώδη ιστό που, όταν ερεθιστεί, προκαλεί ένα διαφορετικό είδος οργασμού. Η ζώνη αυτή είναι γνωστή ως «σημείο G«. Πολυετείς έρευνες του γράφοντος απέδειξαν αρμοδίως ότι το σημείο αποτελεί παραμύθι που έχουν εφεύρει οι ανοργασμικές για να κάνουν τις καλογαμημένες να σκάσουν απ' τη ζήλια τους.

Γενικά και εν κατακλείδι, το αιδοίο αποτελεί κοινή καταγωγή και κοινό στόχο των ανθρώπων. Άνδρες γυναίκες ασχολούνται μαζί του. Οι μεν άνδρες με σκοπό να το κατακτήσουν, οι δε γυναίκες με σκοπό να το καταστήσουν παγίδα. Οι άνδρες δουλεύουν, κλέβουν και εξαπατούν για να βγάλουν λεφτά και με τα λεφτά αγοράζουν κότερο που ως γνωστό είναι μεγάλη μουνοπαγίδα. Οι γυναίκες κάνουν δίαιτα, βάφονται, φτιασιδώνονται, ξυρίζουν το όρος της Αφροδίτης και τα πόδια τους με σκοπό να καταστήσουν το αιδοίο τους πεοπαγίδα. Κατόπιν αφήνουν την πεοπαγίδα τους να πιαστεί στη μουνοπαγίδα (κολ μι κότερο).

Φαύλος κύκλος το αιδοίο. Κάτι σαν τη Ρώμη. Όλοι οι δρόμοι οδηγούν εκεί.

Οι αρχαίοι ημών είχαν πλήρως αντιληφθεί τη σπουδαιότητα του αιδοίου και είχαν γεμίσει τα ιερά με τις λεγόμενες ιερόδουλες. Η μήτρα υπήρξε ανέκαθεν ιερή. Η θεά Δή-μητρα (η μήτρα της γης) χάριζε στους θνητούς όσα οι Θεοί ήθελαν για πάρτη τους αποκλειστικά. Όμως αυτά είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο.

Το παρόν πόνημα κλείνει με μία διαπίστωση, αποτέλεσμα πολυετούς έρευνας.

Το αιδοίο παρότι έχει χείλη, δεν ομιλεί.

Ευτυχώς.

Διότι αν το αιδοίο είχε φωνή, θα είχε πολλά να πει για την κυρά του, ελάχιστα για τον κύρη της κυράς του και μερικά για τον κουμπάρο.

(κουμπάρος, ο: εκείνος ο οποίος ερωτοτροπεί με παντρεμένες., δηλαδή γαλατάς, υδραυλικός, ηλεκτρολόγος κλπ)

- Είσαι ντιπ τρελός ρε Τάσο;
- Γιατί ρε;
- Πήρες της πιτσιρίκας κόσμημα 20.000€ ρε μαλάκα;
- Για την πάρτη της όλα. Τέτοιο μουνί δεν έχει ο κόσμος όλος. Ααααχ (βαθιά ικανοποίηση), το μουνί σέρνει καράβι, Κώστα μου εμένα δε θα σύρει;

Πηγή: εδώ. Bλ. και το αιδοίο σύρει πλοίο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λειτούργημα ή εργασία; Μπα, τίποτα από τα δύο.

Εκφραζόμαστε έτσι για κάποιον που έχει ελάχιστη δουλεία, που δουλεύει κατ' αραιά διαστήματα, που περνάει την ώρα του χωρίς να κάνει κάτι σημαντικό, που νομίζει πως δουλεύει ενώ στην ουσία δουλεύει τον εαυτό του και τους υπόλοιπους.

Πώς προκύπτει η έκφραση;

Κουλός να τραβά μαλακία σχήμα οξύμωρο, τουλάχιστον με την κλασσική έννοια. Αν θεωρήσουμε πως αυτό είναι βιολογική ανάγκη και πως κάποιος πρέπει να ασχοληθεί με το project «Βάρεμα μαλακίας στους κουλούς», τότε αυτό είναι εργασία ή λειτούργημα. Αλλά αυτά παίζουν σε θεωρητική βάση.

Στην πράξη δεν υπάρχει ανάγκη για εργολαβία, άρα όταν αναφερόμαστε σε κάποιον λειτουργό αυτού του task εκφράζουμε την άποψη πως κάποιος ασχολείται με κάτι ανύπαρκτο. Άρα δουλεύει τον κόσμο και στην πραγματικότητα δεν κάνει τίποτα ή σχεδόν τίποτα.

- Τι κάνει ο Μπάμπης; Έπιασε επιτέλους δουλεία;
- Βέβαια. Βαράει μαλακία στους κουλούς. Τι δουλειά να κάνει βρε; Με δουλεύεις; Αυτός βαριέται που ζει.

και όχι μόνο! (από BuBis, 13/09/09)

Βλ. και τραβάει μαλακία στους κουλούς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρβανίτικη έκφραση που χρησιμεύει στη θέα μιας μεγάλης ομάδας από γαμάτες γκόμενες.

- Ρε Γιώργη, κοίτα τα μουνιά που αριβάρουνε ρε.
- Καλά, το μουνί το δίφορο παίρνει τον κατήφορο, δικέ μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περισσότερο light και λιγότερο βλάσφημη απόδοση του «γαμώ την Παναγία μου», η οποία επιτρέπει στο χριστεπώνυμο πλήθος να εκτονώνεται χωρίς όμως να καίει το μεταθανάτιο πολιτικό του κεφάλαιο.

Παραλλαγές περιλαμβάνουν το γαμώ την πανακόλα καθώς και το «γαμώ τον Αγιατολλάχ μου» που οι παλαιότεροι ίσως θυμούνται από τα χρόνια της Ισμαμικής Επάστασης στο Ιράν.

«Τα μουνιά καπέλα, οι πάρε τ΄ αρχίδια μου
Οι την Παναχαϊκή μου και τα χεζοβολιά
Να ακολουθούν τα παινεμένα μουνόπανα
Του κώλου τα εννιάμερα κι οι γάμησέ τα»
Υβρεοπομπή, Φοίβος Δεληβοριάς

Την Παναχαϊκή μου! (από Vrastaman, 21/08/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νεαρή κοπέλα που έχει πολλές και αχόρταγες σεξουαλικές ορέξεις. Η νυμφομανής, το νυμφίδιο.

- Όλα καλά με την Κούλα;
- Στην αρχή ναι ήταν όλα καλά στο κρεββάτι, όμως όταν κατάλαβα με τι καυλόμουνο έμπλεξα ήταν αργά γιατί είχα πάθει ήδη λουμπάγκο.

βλ. και αμαρτωλό, καυλόμουνο, ξεψώλι, τρύπα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τα πρότυπα του έτσι να κάνει ο κώλος σου!, ενστικτώδης αντίδραση όταν ακούγεται στην κατάλληλη πτώση (κυρίως κλητική) όνομα όπως Γιάννης, Φάνης κττ, έτσι ώστε να κάνει ρίμα με την έκφραση.

Συχνότατα προκαλείται στην συζήτηση, όταν παρίσταται κάποιος με το κατάλληλο όνομα ώστε να του θραυστούν οι όρχεις.

  1. - Από πού είσαι;
    - Από τη Μάνη.
    - Ένας να σ' τον κρατεί, κι ένας να σ'τόνε βάνει.

(Επακολουθεί βεντέτα.)

  1. - Με λένε Φάνη και πλανάσαι πλάνη.
    - Ένας να σ' τον κρατεί, κι ένας να σ'τόνε βάνει (δις).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει: Mένω:

  • μαλάκας
  • παγωτό
  • καρότο
  • άναυδος,
  • κάγκελο
  • σύξυλος,
  • στήλη άλατος,
  • εμβρόντητος,
  • μαρμαρωμένος,
  • με το στόμα ανοιχτό,
  • ενεός,
  • άλαλος,
  • σέκος (αυτό σημαίνει επίσης πεθαίνω ακαριαία),
  • σκουπόξυλο,
  • κατάπληκτος κλπ κλπ κλπ.

Το «μένω πίπα» είναι μία εμφανής παρομοίωση κάποιου που μένει με το στόμα ανοιχτό, σαν να κάνει πίπα.

- Το είπες τελικά στους γονείς σου ότι θα παντρευτείς την Κούλα;
- Ναι, εχτές, και όταν το είπα έμειναν και οι δύο πίπα. Η πρώτη αντίδραση ήταν μετά από πέντε λεπτά, που πήγε ο πατέρας μου να βάλει να πιει ουίσκι.

Βλ. και παθαίνω πλάκα, καγκελώνω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτή που ρουφάει ψωλές.

Μεγάλη ψωλορουφήχτρα αυτή η γκόμενα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified