Further tags

Η αυτοκρατορική πίπα, αυτή που μπουκώνει στο έπακρο. Μεταφορικά, το άγριο χώσιμο τ. πίπα κώλο εμπλοκή.

Εκ του αρχαίου ψωλή και του γαμοσλανγκοτέτοιου -μπούκι (< Ιταλ. bocca (στόμα) < μσν. εμπουκώνω < αρχαίου βαύκαλις (φιάλη οίνου)). Καμία ετυμολογική συνάφεια με το συνώνυμο και ομόηχο τσιμπούκι (q.v.).

Βλ. επίσης: αρχιδομπούκι.

(πάσα από ΔΠ: GATZMAN)

- Άγριο τροϊκάνικο ψωλομπούκι τα νέα μέτρα.
- Και πού' σαι ακόμα, έχουμε να φάμε καλά!

- Ψωλομπούκι: Δεν τρώει ψωμί. Τρώει ψωλή. Πρωταγωνιστεί και στο λήμμα: πάλι δεν έκλεισε μπούτι όλη νύχτα.
(σ. GATZMAN, στο δουπού)

(από Vrastaman, 30/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως κρέας εννοείται το πέος που εισέρχεται και εξέρχεται κατά την σεχουαλική συνουσία.

Η έκφραση εννοεί μια σεξουαλική πράξη που γίνεται χωρίς καθόλου συναίσθημα τελείως μηχανικά. Λόγοι για αυτό μπορεί να είναι κυρίως το ότι ο ερών είναι ένα γουρούνι που θέλει απλώς να γαμήσει και δεν είναι διατεθειμένος να εμπλακεί αισθηματικά. Ή χίλιοι άλλοι λόγοι για τους οποίους μπορεί το σεχ να γίνει αδιάφορα όταν βρίσκονται σε ψυχρότητα οι παρτενέρ. (Εστίασα στον ερώντα επειδή συχνά η έκφραση λέγεται ως στάση ζωής, ότι δεν αξίζει να επιδιώξει κανείς κάτι παραπάνω από την φυσική διείσδυση).

Ορισμένες φορές χρησιμοποιείται για να ασκήσει κριτική και στην ερωμένη, λ.χ. ότι είναι ψυχρή ή με υπερβολικά χαλαρό αιδοίο, ενώ ιδίως σε συμφραζόμενα μπουρδελοσλάνγκ εννοείται ότι πρόκειται για έπιπλο και δη κομοδίνο.

Άλλες φορές πάλι λέγεται στο πλαίσιο υπαρξιακού στοχασμού για το μάταιο του σεξ εν γένει.

  1. Προσωπικά δεν το βρίσκω «ανήθικο» δύο άνθρωποι απλά να το κάνουν για την απόλαυση. Απο κει και πέρα ο έρωτας προυποθέτει και ένα συναισθηματικό δέσιμο με τον άλλον, συνήθως στα πλαίσια μιας συντροφικής σχέσης. Δηλαδή δεν το κάνεις μόνο κρέας μπαίνει-κρέας βγαίνει, αλλά νιώθεις πράγματα για τον παρτενέρ. (Εδώ).

  2. πολλες κυριες μου δειχνουν αγαμητες αλλα πηδιουνται [κρεας μπαινει κρεας βγαινει] Σ αυτες και σε ανδρες βλεπω μια ελλειψη και αυτη δεν ειναι το σεξ αλλα ο συντροφος που πηδαει με καποια ποιοτητα.
    Καπως ετσι ειμαι πιο κατανοητός;
    Αυτη την κατηγορια δεν την λεμε αγαμητη δεν ειναι; Ομως συμπεριφερονται ετσι... (Εδώ).

  3. γυναίκες ξεσχίστου τύπου, σκέψου κόφες που είτε μπαίνει είτε βγαίνει δεν καταλαβαίνει ο άντρας τίποτα!!!! (κρέας μπαίνει κρέας βγαίνει). (σακί με πατάτες).

  4. Κρέας μπαίνει. Κρέας βγαίνει. Ένα κομμάτι κρέας εσύ. Ένα κομμάτι κρέας εγώ. Πόσο καλλίτερα θα ήταν αν απλά το παραδεχόμασταν κιόλας. Έχω άδικο; (Εδώ).

(από Khan, 04/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικώς σημαίνει σοδομίζω και μεταφορικώς καταπονώ, εξουθενώνω. Στην δεύτερη αυτή μεταφορική σημασία είναι πάντως λιγότερο συχνό από το ξεπατώνω, όπως παρατηρεί η Ιρονίκ εδώ. Επίσης, στο ξεκωλοπατόμουνο έχουμε την ενδιαφέρουσα έκφραση «μια πουτάνα που ξεκώλιασε το μουνί της».

Βλ. και ξεκωλιάζομαι, άλλοι λιάζονται και άλλοι ξεκωλιάζονται, είπανε του τρελού να χέσει κι αυτός απ' τη χαρά του ξεκωλιάστηκε!.

  1. Ο Ναυτικός με ξεκώλιασε. (gayworld.gr).

  2. Ο νέος ρουμάνος είναι εντελώς τελείως ταλιμπάν και μας έχει ξεκωλιάσει στην δουλειά!

Got a better definition? Add it!

Published

Βρισιά. Σημαίνει αυτόν που έχει μικρή ή μελάτη ψωλή, ή που δεν μπορεί για οποιονδήποτε λόγο να κάνει σεξ.

  1. - Πού πήγαν όλοι οι γαμιάδες; Τι έγινε;

- απουτσος ανικανος γουαναμπι τηνε χει δει περιεργως ραπας
αασε τα αρχιδια μου ρε χομο τοσα χρονια και αλλα τοσα τα κρατας (Εδώ).

  1. - εγω ρε μαλακα ειμαι σαν αρχαιοελληνικο αγαλμα
    δεν αντεχω αλλο σε λεω μου την πεφτουν ολες στον δρομο
    φτανει,θες να σου κανω καμια πασα ρε κωπηλατη

- σαν αρχαιοελληνικο αγαλμα... δηλαδη απουτσος; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Έμμετρος και ποιητικός τρόπος για ν’ αποκαλέσεις τον άλλο πούστη. Ερανισμένο από την α-χτύ-πη-τη Ανθολογία νεοελληνικής αθυροστομίας της Μαρίας Κουκουλέ.

-Τι φιλήδονες χειλάρες που έχεις γλυκέ μου!
-Ίσα μωρή χαμούρα! Από τον κώλο φαίνεσαι πως αγαπάς τα σύκα.

πρβλ. συκιά, τσαπέλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση σημαίνει, ως έκφραση επιθυμίας ή απειλής ή ως ερεθιστικό βρωμόλογο, «θα σε ξεσχίσω πολύ βίαια, θα σε ξεπατώσω». Προφανώς εδώ υπονοείται έρωτας σε στάση πισωκολλητού και από την μικρά οπή, όπου θα πέσει τέτοιο σφυροκόπημα που από το πολύ σπρωξίδι τα μάτια της γαμωμένης / του γαμωμένου θα εκτιναχθούν από τις κόχες τους και θα πεταχτούν προς τα έξω.

Ερεθιστική ατάκα, καθώς βγαίνεις από τη θάλασσα με την καλή σου, φορώντας κι οι δύο τις στολές κατάδυσης, μετά από ένα μαγευτικό υποβρύχιο σαφάρι στον κοραλλιογενή ύφαλο, κι εκείνη ετοιμάζεται να βγάλει τη μάσκα της:
- Μη βγάλεις τη μάσκα γιατί θα σου πετάξω τα μάτια έξω !!!!!«από εδώ

(από Galadriel, 13/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε γκόμενα η οποία προσποιείται ότι σε γουστάρει, αλλά κατά βάθος αρκείται στο να σε ανάψει και να μην προχωρήσει καθόλου σεξουαλικά.

Προκύπτει από τον συνδυασμό των αγγλικών λέξεων cock (πέος) και tease (πείραγμα). Βλ. (εδώ).

- Βρε μαλάκα, η Εύα σε γουστάρει; Άκουγα πριν στην καφετέρια που σου μίλαγε πρόστυχα.
- Όχι ρε παπάρα, cock tease είναι.
- Δηλαδή;
- Ε τις ίδιες παπαριές μου λέει επί ένα μήνα. Ότι θέλει να την βάλω κάτω, να την γλείψω και κάτι άλλες αρκούδες. Η γκόμενα πολύ απλά παίζει. Όποτε την παίρνω τηλέφωνο ή στέλνω SMS ποτέ δεν απαντά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται σε περιπτώσεις μάταιης προσμονής.

Κυκλοφορεί κυρίως στην ελληνική επαρχία όπου η σεξουαλική στέρηση ωθεί σε φαντασιώσεις με χήρες.

- Υπομονή ρε μαλάκα, ο ψηλός είπε πως θα σε διορίσει στο Δασαρχείο
- Τι υπομονή ρε! Υπομονή και υπομονή σαν της χήρας το μουνί. Εδώ δε με διόρισε πέρσι και θα με διορίσει φέτος που έχουμε και κρίση!

Ιώβια υπομονή (από nikolaosvlas, 15/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στερεότυπη ἔκφρασι, ποὺ δίδεται ὡς ἀπάντησι στὴν κουτσομπολικὴ ἐρώτησι «τί δουλειὰ κάνει ὁ πατέρας σου».

Ἡ εἰκονοπλασία εἶναι μοναδικοῦ διαστροφικοῦ, οὐ μιν, ἀλλὰ καὶ φιλανθρωπικοῦ ἐπιπέδου, ἀρκεῖ νὰ ἀναλογισθῇ κανεὶς τὴν τραγικότητα τῆς συνθήκης νὰ εὑρεθῇ κουλός, ταυτοχρόνως δὲ καὶ καυλωμένος (βλ. λῆμμα). Πρόκειται δηλαδὴ γιὰ κάτι σὰν ἐπάγγελμα καὶ λειτούργημα μαζί, ένα πράμα.

᾿Οφείλει ἐν προκειμένῳ νὰ διευκρινισθῇ ὅτι ἡ έν θέματι σύλληψις εἶναι πολὺ προγενεστέρα τῆς συγγενοῦς ἐννοίας τοῦ φραπέ. Ἐὰν ἤθελε κανεὶς νὰ ἀναγάγῃ τὸ ὅλον εἰς ὅρους φραπέ, τότε ὁ διαφορισμὸς τῶν δύο ἐννοιῶν θὰ ἦτο «φραπὲ κατ᾿ ἀνάγκην (ἐπὶ κουλαμάρας), καὶ φραπὲ κατ' ἐπιλογήν, ὅπως περίπου λέμε δηλαδὴ business or pleasure.

Assist: οο9οο, μὲ τὸ λῆμμα που να μείνεις κουλός και καυλωμένος

Περιττεύει

Έχω κουραστεί, δε θέλω να εξηγώ, πρέπει εσύ να την παίξεις. (από Galadriel, 12/10/11)

Βλ. και βαράει μαλακία στους κουλούς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα χάρβαλο. Το χωνί. Τόσο χωνί που χωράνε καράβια.

- Την απεκάλεσε χαφιελόγρια, βρωμορουμάνα, γριά ροχάλα, σπιναλόγκα, κασέτα, μπενφίκα και διώρυγα. Όλα αυτά, εν βρασμώ και πριν λυποθυμίσει. Από κατάθεση μάρτυρα στο πταισματοδικείο, 1978

(από το βιβλίο «Είτε παίδες Ελλήνων, είτε παίδες βαρβάρων. Και τα δυο δεν γίνεται!» του Δημήτρη Μαρκόπουλου, Αθήνα, 1994)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified