Αυτή που τα... καταπίνει όλα!!! Και «στεγνώνει» τον πούτσο τελείως!!!
Αυτή που «μαζεύει» τα χύσια... (Ρουφάει τα πάντα...).

- Τι έγινε ρε συ με την Λόλα τελικά; (που σημειωτέον τα κάνει... ΟΛΑ!!!!)
- Ασε ρε μαλάκα η ψωλοχυσομαζώστρα μιλάμε μου άδειασε τα αρχίδια ... τα ρούφηξε όλα... με πέθανε... Μου στράγγιξε το μεδούλι από την σπονδυλική στήλη... Τα 'παιξα!!! Την καριόλα!!! Δεν μου έχουν ξανακάνει τέτοια πίπα...!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Eκ του δόκιμου χριστιανικού ονόματος Χρυσόστομος.

Ιδίως σε συγκείμενα αναφοράς σε άτομο (ονόματι Χρυσόστομος) ιδίως αντιπαθές στον ομιλούντα - ο οποίος του βγάζει το «χρυσό» και του κολλάει μια «ψωλή» δίπλα στο «στόμα».

Αμφίσημο: δηλώνει τόσο το άτομο που τα στοματικά του παράγωγα (π.χ., ο λόγος, ανάσα) προσιδιάζουν σε ψωλή (α. λόγω τακτικού στοματικού έρωτα, πρβλ. το στόμα του βρωμάει πουτσίλα β. λόγω συχνής χρήσης υβρεολογίου πρβλ. 'κακό στόμα'), όσο και το άτομο του οποίου η στοματική κοιλότητα ανέκαθεν φέρει μία.

Άντε, πάλι έρχεται ο Ψωλόστομος, γαμώ πιά!

(από rigo21, 12/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανδρικό σπέρμα, άκα το ψωλόχυμα, το ερωτικόν γλεύκος, το παχύρρευστον πίαρ.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

- Αχ νάξερες -σ'τό ξαναλέω- νάξερες πόσο σου πάει το το ψωλόχυμα στο πρόσωπό σου... Σού το γέμισα παντού... Σού το έκανα μούσκεμα... θ'αθελα να είχα έναν καθρέφτη νε το έβλεπες και συ... Θαρρώ όμως πως θ'ελεις και άλλο σπέρμα.... Μπόλικη, παχειά ψωλόκρεμα... Δέν είναι έτσι, Φλώσσυ;
(Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ.23).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαιτέρως επιθετικό λήμμα, χρησιμοποιούμενο σε στενό κύκλο ατόμων και σε απόλυτο σύζευξη με το λήμμα, γαμιάρης.

Ψωλιάρης, ο του πέους, ο γου-του-πού γενικώς ή αλλιώς ο ψωλονοιάρης, αυτός που νοιάζεται για ευτελή πράγματα ή αλλιώς και ο σεξουαλικώς εκφυλισμένος ανήρ. Χρησιμοποιείται κατά κόρον για να προσβάλλει και να ευτελίσει τον αποδέκτη του εκάστοτε υβριστή.

Ιδιαιτέρως επίσης προσβλητικό για γυναίκα, η ψωλιάρα, το κατά συρροήν πορνίδιον επ' ευτελών αμοιβών, η εκφυλισμένη γυναίκα που δεν έχει χρόνο να σκεφτεί τίποτε άλλο παρά τα της ψωλικής επιστήμης.

Προτροπή προς τον αναγνώστη-χρήστη: Ίνα τονίσουμε την ύβρη, τονίζουμε πάντα στο γράμμα ψ σαν να ακούγονται 5ψ μαζί προτού της κορύφωσης της λέξεως. Επί παραδείγματι: ΨΨΨΨΨωλιάρα (στην ουσία σαν να ακούγεται πσσσσσωλιάρα), κάνε και συνδυασμούς.

  1. Νααα γαμιααάρη, νααα ψψψψψωλιάρη. (εις αντίπαλό μας που έχουμε νικήσει κατά κράτος, ή που εκείνη τη στιγμή νικάμε, το πόσο θα τονίσουμε το ψ, θα δείξει και το βαθμό της νίκης για εμάς ή του δράματος του αντιπάλου μας).

  2. Αυτή η Κούλα...το πάει το γράμμα. Και λίγα λες για την ψψψωλιάρα.

  3. Τον είδες; Της την έπεφτε έντεχνα. Ναι μωρέ ο παλιοψψωλίαρης, αέρα δεν την άφησε να πάρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικός τρόπος για να αναφερθούμε διακριτικά στην πρωκτική συνουσία.

  1. - Τι λέει ρε μαλάκα με το πιπίνι που τραβιέσαι τελευταία; Ψαρεύεις κάνα σκατό;
    - Όχι, απαγορεύεται η είσοδος απ' την πίσω πόρτα μέχρι στιγμής.
    - Μαλακία...

  2. - Καλά ε, με τη Λίλιαν χθες τα κάναμε όλα. Τι ισπανικά, τι 69... μέχρι και σκατό ψάρεψα!

βλ. και μεζές

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που καθαρίζει τα χύσια με σφουγγαρίστρα ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο σε μπουρδέλα.

- Ρε χυσομάπα, μάζεψε τα χύσια από το πάτωμα, είπε ο νταβατζής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαραίτητο συστατικό διαφόρων παρασκευασμάτων, κυρίως φαγώσιμων ή πόσιμων. Προκύπτει από το χύσαμε όλοι.

Μόλις μου είπαν ότι είχαν ρίξει μέσα στο γάλα χυσαμόλη, το ξέρασα κατ' ευθείαν! Μετά τους άρχισα στις μπουνιές να μάθουν να κάνουν τέτοιες πλακίτσες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κασέρια.

Τα φλόκια.

-Η Μαρία τα τρώει τα κασέρια;
-Ναι ρε, γουστάρει τα αλμυρά!

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόκειται για σεξουαλικό φετίχ, κατά το οποίο ο ένας σύντροφος ουρεί πάνω στον άλλον. Ο όρος προέρχεται από το χαρακτηριστικό κιτρινωπό χρώμα των ούρων.

Συναντάται και ως ουρολαγνεία ή ουροφιλία και δεν πρέπει να συγχέεται με την ουροφαγία.

- Τι έγινε χτες, έβαλες;
- Μόνο; Μαλάκα, δεν μου έχει ξανασυμβεί αυτό το πράγμα. Η γκόμενα τα ήπιε όλα και μετά μου ζήτησε και χρυσό ντους!
- Ηρέμησε ρε Τσαρώφ.
- Αλήθεια ρε φίλο. Άδειασα τελείως σε λέω.

βλ. και χρυσή βροχή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξεσκούφωτο λουκάρισμα: όταν κάποιος αναγκάζεται να κρύψει μικρή ποσότητα σταφ στην σούφρα του χωρίς υπόθετο. Το χούσωμα είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη πρακτική και εφαρμόζεται μόνο σαν έσκατη λύση απελπισίας σε δύσκολη στιγμή. Δεν πρόκειται για μορφή λαθραίας διακίνησης ουσιώνε.

Το Λεξικό της Ντάγκλας (Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου) μας πληροφορεί ότι το λήμμαν ετυμολογείται από τα καλιαρντά όπου η τρύπα λέγεται χους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified