Τυπάκι με κοντό σορτσάκι adidas 80's και άπειρη τρίχα στο πόδι. Στην παραλία παίζει συνέχεια με ρακέτες «το αγόρι» και φορά speedo μαγιουδάκι. Το βράδυ εντοπίζεται με συκοφανέλα διχτυωτή, μπράτσα έξω, λακ, σκαρπίνι, μαύρο κολλητό παντελόνι πάνω από τον αφαλό, αλλά Βαν-Νταμ και κάλτσα στα αρχίδια...

- Τον είδες τον gogo boy;
- Για τον μπούτσο....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι όρχεις, το ανδρικό μόριο.

Θα σου γαμήσω τα πρέκια...

(από Galadriel, 28/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Γιαούρτια, εν προκειμένω, είναι τα χύσια.

Η πλήρης έκφραση είναι «στα μπούτια τρέχουν τα γιαούρτια». Και τρέχουν στα μπούτια όχι διότι για εκεί προορίζονταν (βλ. μπαντανάς), αλλά διότι το μουνί -ή ο κώλος- αδυνατεί να συγκρατήσει τέτοια μεγάλη ποσότητα σπέρματος και, βασικά, έχει ξεχειλίσει. Υπονοείται ίσως ότι δεν έχυσε μόνον ένας, αλλά πολλοί.

Πρόκειται για παλιά γηπεδική ιαχή η οποία, για κάποιο λόγο, ήταν δημοφιλέστερη στο μπάσκετ απ' ό,τι στο ποδόσφαιρο. Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δείξει την πλήρη κατατρόπωση.

  1. "Στα μπούτια, στα μπούτια τρέχουν τα γιαούρτια". (Ιαχή της εξέδρας)

  2. - Την αρπάξατε πάλι την κατοστάρα, αγορίνα μου ... στα μπούτια τα γιαούρτια, μαλάκες, που πήγατε και να μας κουνηθείτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καίριο ερώτημα εδώ είναι τι ακριβώς εννοούσε ο δημιουργός όταν έλεγε 'μπουγαδοκόφινο'.

Κυριολεκτούσε; Αν ναι, πρόκειται για μια από τις πλέον γκάου εκφράσεις που έχουμε διαθέσιμες. Ένα καλάθι με τα ρούχα που έπλυνε μια θείτσα γίνεται βρισιά. Προχωρημένο. Υπερρεαλισμός και δη φευγάτος. Αλλα η έκφραση δεν είναι χυδαία.

Ή μήπως το μπουγαδοκόφινο είναι μεταφορά για ένα μέρος της ανατομίας της θείας; Αν ναι, η έκφραση είναι συγγενής με το 'της θείας σου ο κώλος'. Αλλά, είναι και χυδαιότερη. Διότι ο κώλος της - και πλακαπλάκα μπορεί να είναι και το μουνί της - είτε εχει ένα άλφα μέγεθος από χέρι είτε έχει ξεχειλώσει και ωσεκτουτού συγκρίνεται με το μπουγαδοκόφινο το οποίο είναι και ανοιχτό στο έμπα του και σχετικά βαθύ.

Η έκφραση δηλώνει αγανάκτηση, ειδικά με κάτι επαναλαμβανόμενα εκνευριστικό. Χρηισμοποιείται επίσης για να βάλει τέλος σε μια κουβέντα όταν κάποιος πάει να κάνει τον έξυπνο.

Ο τόνος στη λέξη 'θειάς' είναι ΑΥΣΤΗΡΑ στη λήγουσα.

  1. - Της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο, ρε μαλάκα ... κορνάρεις και κορνάρεις ... νά 'ρθω εκεί να σου βάλω τη κόρνα εκεί που δεν θ' ακούγεται ...

  2. - Ναι, ναι εντάξει ... της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο, ρε νιάνιαρο που θα μας κάνεις και τον έξυπνο ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση του γενικού τύπου "του / της [συγγενούς] σου ο / η / το [περίεργο αντικείμενο ή μέρος σώματος]" που έχει περιγραφεί επαρκώς στα σχετικά λήμματα της θείας σου ο κώλος και της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο.

Θεωρείται μεσαίου βεληνεκούς (μικρότερου από της θείας σου τον κώλο αλλά σαφώς μεγαλύτερου από της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο) καθώς η σαφής αναφορά στο λόγω ηλικίας και μεγάλης χρήσης ξεχειλωμένο βρακολάστιχο παραπέμπει μεν στην ευαίσθητη περιοχή της γηραιάς κυρίας, αλλά το κάνει μ' έναν εύσχημο αν όχι λυρικό τρόπο. Δέον να χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου υπάρχει διχογνωμία ή αμφιβολία για το μέγεθος της μαλακίας που θέλει ο εκφέρων να καυτηριάσει.

- Ρε α' πα' κατούρα που μουτζώνεις κιόλας, παπάρα.
- Της γιαγιάς σου το βρακολάστιχο ρε μπαγλαμά, που θα με πεις εσύ εμένα παπάρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άντε παράτα μας, άει γαμήσου κτλ.

Τι λες ρε φίλε, σοβαρά... Φάε κάναν πεθαμένο να χορτάσεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γελοίος και σιχαμένος καραγκιόζης, ο μαλάκας, ο νταλάρας. Κατά το αγγλοσαξωνικό asshole.

«Τα κωλοτρυπίδια να βαράνε τις σάλπιγγες
Και τα μυγοχέσματα να δίνουν εντολές
Να ρυθμίζουν με σφυρίχτρα το εν-δυο οι μικροτσούτσουνοι
Το πόδι να βαράνε οι το στανιό μου μέσα»
Υβρεοπομπή, Φοίβος Δεληβοριάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περισσότερο light και λιγότερο βλάσφημη απόδοση του «γαμώ την Παναγία μου», η οποία επιτρέπει στο χριστεπώνυμο πλήθος να εκτονώνεται χωρίς όμως να καίει το μεταθανάτιο πολιτικό του κεφάλαιο.

Παραλλαγές περιλαμβάνουν το γαμώ την πανακόλα καθώς και το «γαμώ τον Αγιατολλάχ μου» που οι παλαιότεροι ίσως θυμούνται από τα χρόνια της Ισμαμικής Επάστασης στο Ιράν.

«Τα μουνιά καπέλα, οι πάρε τ΄ αρχίδια μου
Οι την Παναχαϊκή μου και τα χεζοβολιά
Να ακολουθούν τα παινεμένα μουνόπανα
Του κώλου τα εννιάμερα κι οι γάμησέ τα»
Υβρεοπομπή, Φοίβος Δεληβοριάς

Την Παναχαϊκή μου! (από Vrastaman, 21/08/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατρινή βρισιά, αγνώστου (σε εμένα) προελεύσεως. Αν δεν ακούσει κανείς τον Ηλία το μάστορα (τον μοκετά) να την εκστομίζει, δεν μπορεί να κατανοήσει το νόημά της...

(Ηλίας): Ρε πού στο διάολο θα τρέχουμε Αγιοβασίλη βραδιάτικα να βάλουμε μοκέτες, γαμώ το μουνί της οικογένειάς του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή και επίταση της συμβατικής βρισιάς «γαμώ το μουνί που σε γέννησε». Κάνει τη γέννα (του υβριζόμενου) να ακούγεται ως εναπόθεση επιπλέον σκουπιδιών στον κόσμο, αλλά και το μουνί (της μάνας του) ως πρωκτό, τον ίδιο ως κουράδα κλπ...

(Παράβαλε και «το μουνί που σε ξέρναγε»)

Νομίζω ότι η όλη φράση απέκτησε μεγάλη ικανότητα να δημιουργεί νοητικές παραστάσεις και εικόνες μετά το παλιό ανέκδοτο που φωνάζουν το Σαργκάνη στο μαιευτήριο.

Στερεότυπα: «γαμώ το μουνί που σε πέταγε, ρε».

Το μουνί που τα πέταγε. (από Galadriel, 18/03/09)(από Vrastaman, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified