Χρησιμοποιείται στον online γραπτό λόγο και σημαίνει Gia To Boutso, ή Για Το Μπούτσο. Χαρακτηρίζει άτομο ή αντικείμενο μικρής έως μηδενικής αξίας (όχι μόνο χρηματικής), υποδεέστερο άλλου.
- katebasa na paikso to doom 3
- pfff gtb
Χρησιμοποιείται στον online γραπτό λόγο και σημαίνει Gia To Boutso, ή Για Το Μπούτσο. Χαρακτηρίζει άτομο ή αντικείμενο μικρής έως μηδενικής αξίας (όχι μόνο χρηματικής), υποδεέστερο άλλου.
- katebasa na paikso to doom 3
- pfff gtb
Got a better definition? Add it!
Συντομογραφία για το αγγλικό «For The Penis» και σημαίνει για τον πούτσο literally!!
Ftp είστε όλοι ρε. Για να κουνιόμαστε λίγο να τελειώνουμε καμιά φορά..
Got a better definition? Add it!
Οτιδήποτε το γαμάτο, υπέροχο, που γαμεί μανούλες και τέτοια. Επίσης χρησιμοποιείται και για τις σέξι και όμορφες γυναίκες.
- Πω μαλάκα, δες μηχανή. Kawasaki Zephyr μονταρισμένο στα 1300cc.
- Μιλάμε για το απόλυτο τούμπανο.
- Πω πω, τι τούμπανο είσαι εσύ μωρό μου!
- Άει στο διάολο, βλαμμένε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όργανο αυνανισμού που συνίσταται σε έναν δονητή προσκολλημένο σε μια φουσκωτή μπάλα εκγύμνασης με δυο πλαστικά χερούλια. Λειτουργεί μέσω της εκούσιας αναπήδησης του υποκειμένου.
Το μαλακιστήρι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μέρος του γεννητικού αντρικού οργάνου. Οι άνθρωποι που φέρουν ένα αρχίδι λέγονται μονόρχεις (ή τζούφιοι).
Το αρχίδι εμφανίζεται επίσης σε δέκα μορφές:
Got a better definition? Add it!
Κάτι απείρως ενοχλητικότερο κι από την διαόλου κάλτσα (η οποία συνήθως είναι κάτι το χαριτωμένο). Κάτι / κάποιος που, κατά σατανικό τρόπο, βρίσκεται στο διάβα μας και τότε πάνε όλα σκατά.
Οδηγός Α, φωνάζοντας έξαλλος σε αυτόν που τον τράκαρε άσχημα:
- Άει μωρή πούτσα του διαόλου, πώς στο διεάολο πετάχτηκες έτσι, είχες στοπ, δεν το είδες;
Οδηγός Β, εξίσου έξαλλος:
- Εμένα είπες 'μαλάκα';
...
- Τι κάνεις εκεί;
- Παλεύω μ' αυτή την πούτσα του διαόλου που έφυγε από την θέση της και δεν ξέρω πώς να την ξαναφτιάξω...
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για την πεολειχία, την πίπα, το κλαρίνο, τον στοματικό έρωτα.
Δανειστήκαμε την λέξη από το Τουρκικό çubuk, πού σημαίνει ραβδί ή κλωνάρι και με την σειρά του ετυμολογείται εκ του μεσαιωνικού Περσικού chobag που έχει τον ίδιο ορισμό. Μεταφορικά συνδέεται με το çubuk, την πολυτελή δηλαδή πίπα πού κάπνιζαν οι προύχοντες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Συνήθως είχε κεχριμπαρένιο επιστόμιο, μακρύ (έως και 1.5 μ) στέλεχος από πολύτιμο ξύλο και πήλινο λουλά.
Στη σύγχρονη Τουρκία, η λέξη αυτή δεν αποδίδει ούτε την σύγχρονη πίπα (είδος καπνιστή), αλλά ούτε και σλανγκιστί το γλειφοπούτσι. Αντίθετα η λέξη boru (εκ τού οποίου και η δικιά μας μπουρού) σημαίνει πίπα και ενέχει σλανγκικές διαστάσεις, όπως και το saksafon.
Γλωσσολογικό συμπέρασμα: το τσιμπούκι υφίσταται Ελληνική σλανγκική αδεία. Το δε σλανκικό δαιμόνιο της φυλής απογείωσε την έννοια σε άλλους γαλαξίες αγγελικών κλαρίνων (βλ. παραδείγματα).
Όταν οι γηραιοί αλβιώνες give a blowjob και οι Γαλάτες σύμμαχοί μας taillent une pipe, το καθ' ημάς γαμαμούτρα περιλαμβάνει επώνυμα τσιμπούκια με σήμα το Λιοντάρι και επιδέξιες πεολ(ε)ιχούδες με μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν! Eμείς έχουμε τσιμπουκομικρούλικα όρθια τσιμπούκια, δίμετρες τσιμπουκλούδες με παχυλά τσιμπουκόχειλα, πιπινέζες γκουρμέ, πεσκανδρίτσες που από ασχημόπαπα μετουσιώνονται σε κύκνους με τα χυμώδη πεοχειλουδάκια τους καθώς σε πιπώνουν μονοφωνικά τε και στερεοφωνικά και άμα λάχει σου ρίχνουν ναι κάνα χυσόφιλο για τσιμπούμεραγκ!
Got a better definition? Add it!
Σοφή παροιμία των αρχαίων Σουμερίων, επίσης συναντάται και στην μορφή τρεις τον πούτσο κλαίγανε με πολλαπλές χρήσεις στην καθομιλουμένη. Για έμφαση μπορεί πριν την έκφραση να χρησιμοποιηθεί και το άιντεεεεεεε και για ακόμα μεγαλύτερη έμφαση να συνοδεύεται από χαρακτηριστική κίνηση παλινδρόμησης της χούφτας.
Με την έκφανση αυτή, συχνά χρησιμοποιείται ανάλογα με την περίσταση, ως συνώνυμη με άλλες εκφράσεις (χαμηλότερου και λαϊκότερου επιπέδου ασφαλώς) όπως άρες μάρες κουκουνάρες, άρτσι μπούρτζι και λουλάς, ό,τι να 'ναι να ‘χαμε να λέγαμε, καλά κρασιά, εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται ή σε διάφορους συνδυασμούς αυτών.
Σε κάθε περίπτωση χρησιμοποιείται ως σχόλιο σε κάποιο γεγονός ή κάποια δήλωση άλλου, σε έκφραση διαφωνίας, απαξίωσης, αποδοκιμασίας, περιφρόνησης, βδελυγμίας κ.λπ. ή και ως διαπίστωση πλήρους ασυνεννοησίας μεταξύ δύο ομιλητών.
- Άσε με ρε έχω φορτώσει, πήρε η διευθύντρια και μου ζήταγε μέσα στον χαμό, να της στείλω σε excel ανάλυση ανά τμήμα για το ετήσιο κόστος του χαρτιού υγείας.
- Άιντεεεεεεεεε, τρεις τον πούτσο κλαίγανε πέστης…
- Μωρέ Σούλα, έχω τραπέζι τους κουμπάρους μου, πες κάτι εύκολο και γρήγορο να φτιάξω εσύ που είσαι μαστόρισσα σε αυτά.
- Α, μια ωραία συνταγή είναι το ζαρκάδι με μύρτιλλα και σως πριμαβέρα.
- Αμάν ρε Σούλα, τρεις τον πούτσο κλαίγανε, εύκολο και γρήγορο σου είπα…
- …και του λέω, πες ρε Γιώργο κανα πικάντικο νέο τις τελευταίες μέρες που δεν μιλήσαμε… και τι μου λέει το άτομο; «βρήκα ένα κόλπο με το spacebar και πέρασα στην επόμενη πίστα»
- Πώωω, τρεις τον πούτσο κλαίγανε, το άτομο είναι εντελώς καμένο.
Σχετικά: ωραία φέτα, τρία πουλάκια κάθονται, καλά, πιάσε μια Amstel, του Κίτσου η μάνα κάθονταν, από την πόρτα σου περνώ..., τζούρα μαχαλάς κι αέρας πελεκούδια
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για το πρώτο (γνωστότερο, δημοφιλέστερο και περισσότερο χρησιμοποιούμενο) μέρος της παροιμίας: Του κώλου τα εννιάμερα - του πούτσου τα σαράντα.
Background / παρασκήνιο: Τα «εννιάμερα» και τα «σαράντα» είναι μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι τελετές που γίνονται στην μνήμη νεκρών και αφορούν σε τρισάγια και επιμνημόσυνες δεήσεις. Τρισάγιο γίνεται στο τριήμερο («τριήμερα») και στις εννιά ημέρες («εννιάμερα») από τον θάνατο του νεκρού, ενώ επιμνημόσυνη δέηση ψάλλεται στο «σαρανταήμερο» ή «στα σαράντα» (δηλαδή στις σαράντα ημέρες), στους τρεις μήνες («τρίμηνα»), στους έξι μήνες («εξάμηνα») και στο χρόνο (ετήσιο) από τον θάνατο καθώς και στα τρία χρόνια από την κηδεία.
Στο θέμα μας: Τα «εννιάμερα» γίνονται πριν τα «σαράντα». So, όταν τρώμε κόλλυβα για τα «εννιάμερα» του κώλου, ήδη τρώμε τα κόλλυβα για τα «σαράντα» του πούτσου. Τουτέστιν, πρώτα πεθαίνει ο πούτσος και μετά ο κώλος κι αυτό το ξέρει ο κόσμος όλος.
Επικρατεί, ο πιο θλιβερός θάνατος να είναι ο πρώτος, δηλαδή αυτός του πούτσου. Η θλίψη μας για τα «σαράντα» του πούτσου είναι μεγαλύτερη, κατά πολύ, από αυτή για τα «εννιάμερα» του κώλου.
Συνεπώς, η έκφραση «του κώλου τα εννιάμερα» αναφέρεται σε γεγονότα των οποίων η σημασία κρίνεται ως μικρή σχετικά, δεδομένου ότι υπάρχουν άλλα πολύ πιο σημαντικά για να κλάψει κανείς...
Και εδώ έρχεται και δένει ο παρών ορισμός με τον προηγούμενο (σπεκ στους προλαλήσαντες), όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων:
«Χρησιμοποιείται ... για να δηλώσει κάτι ... ανάξιο λόγου, με μια δόση αγανάκτησης ή επιδεικτικής αδιαφορίας.»
-Αυτός ο Κώστας όλο με gucci και armani τριγυρνάει ρε Ελένη, στάνταρ είναι πολύ φραγκάτος.
-Του κώλου τα εννιάμερα είναι μωρή μαλάκω, φραγκάτος και τρίχες, γιαυτό πηγαίνει στην δουλειά με το παπάκι; Μαϊμούδες είναι τα gucci, ξεκόλλα με τις θεωρίες.
Βλ. και Τ.Κ.9 (ταυ κάπα εννιά)
Got a better definition? Add it!
Προσδιορισμός άσχημης γκόμενας, σύνθετο από τις λέξεις πούτσα και μούρη, συνώνυμο του πατσαβούρα, προερχόμενο από το γνωστό ψάρι κουτσομούρα.
Δες ακόμη: αστερίας, γκόμενα-γαρίδα, γκόμενα-μέδουσα.
Got a better definition? Add it!