Selected tags

Further tags

Χρησιμοποιείται (κυρίως) από άνδρες ως χαϊδευτικό/ψευδώνυμο για το ματζαφλάρι τους, παρόμοια με τα παλαιότερα και αγαπημένα Μπάμπης, Φώντας, Μήτσος, Θρασύβουλας, Γιαγκούλας, Μέγας Αλέξανδρος (Βόρεια Ελλάδα) κλπ.

Εκτός του ότι διαδηλώνει το μεγάλο μέγεθος του οργάνου, χαρακτηρίζοντας το μεγαλοπρεπές, γνωστοποιεί και τον τίτλο του σπρώκτωρα που κατέχει ο χρήστης, καθότι στο ελληνικό συλλογικό υποσυνείδητο οι Οθωμανοί έχουν συνδεθεί με την πρακτική του γάμα σούφρα.

(βλέπε και οθωμανικό δίκαιο).

- Καλώς τον λιλιπούτσειο! Aχαχά!
- Καλά, άμα βγάλω τον σουλεϊμάν τον μεγαλοπρεπή δεν θα ξέρετε που να κρυφτείτε.
- Ίσα μωρή κυρία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φιλί που δίνεις έχοντας στα χείλη σου μεγάλη δόση από πραλίνα-σοκολάτα μερέντα. Προσφέρει απόλυτη ευχαρίστηση και ηδονή και υπάρχει ο κίνδυνος ζάχαρου σε μεγάλες ποσότητες.

Μπορείτε άπλα να το δοκιμάσετε.

Η κάποτε αθώα διαφήμιση της Hershey που άρχισε τους βρώμικους συνειρμούς. (από Khan, 05/12/12)Μέρεντα με Kavli (από Vrastaman, 05/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυπριακή σλανγκ: ο ξαναμμένος, ο ευρισκόμενος σε σεξουαλική διέγερση.

- Κάτσε καλά... πάλι σ' έπιασε ο πυρόκωλος;

- Μόλις τη βλέπισα μ' έπιασε ο πυρόκωλος!

- Να δω εγιώ τα Παπαδοπουλλούθκια τζιαί τα Κωλοκασούθκια να τα πιάνει ο πυρόκωλος.

(από peregrine, 05/12/12)

Βλ. και πύρκαυλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

[βεν. limounada με τροπή [i>e] κατά το λιμούνι]

Η ξινή γκόμενα, προέρχεται από την σύμπτυξη των λέξεων λεμόνι και μουνί, προσδίδοντας χαρακτηριστικά του πρώτου στην φυσική υπόσταση του δευτέρου. Συνώνυμα: ξινομούνα, κακογαμημένη, Γεωργία Βασιλειάδου.

Στέλιος: Μαλάκα το μπαρ πάλι τίγκα στις ξινές ανορεξικές γκόμενες είναι...
Πάνος: Κατάλαβα... Πάλι λεμουνάδα θα πιούμε...

λεμούνι (από Khan, 16/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψωλίδης ή ψωλόπουλος: είναι αυτός που πετάγεται σαν την πορδή ή σαν τσουτσού εκεί που δεν τον περιμένεις. Λέγεται συνήθως όταν οδηγούμε στον δρόμο με μια κάποια ταχύτητα και ξαφνικά στρίβει από το στενό κάποιος μπάρμπα-Μπρίλιος ή καμιά γκόμενα και μας πάει σαν την κότα με 40.

Μπορεί όμως να το πούμε και για κάποιον που πετάγεται ενώ μιλάμε.

  1. - Φάε ένα μαλάκα ψωλίδη που βγήκε από την γωνία και μ' έκοψε. Πάτα γκάζι ρε αρχίδι με σου γαμήσω το μουνί που σε πέταγε! Τι θα γίνει ρε Ψωλόπουλε! Θα φτάσουμε καμιά φορά;

  2. (Μέσα στην τάξη)
    - Ποιος είπε «όχι» το 1940;
    - Ο Μεταξάς!
    - Γιατί πετάγεσαι ρε Ψωλίδη! Άσε να πάρει καλό βαθμό και κανένας άλλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για σλανγκική απόδοση της Ιλιάδας του Ομήρου και είναι ένα μικρό μέρος, μια περίληψη από την «Οδύσσεια» που είναι το πλήρες κείμενο. Το λέγαμε στο Γυμνάσιο, δεκαετία του '90, αλλά μπορεί να είναι και παλαιότερο. Αργότερα κυκλοφόρησε και σαν ηλεκτρονικό παιγνίδι, με έναν ποντικό να κάνει τον αφηγητή και να λέει αποσπάσματα από το κείμενο σε κάθε πίστα.

Πάνω στης Τροίας τα βουνά πού 'ταν σαν κωλομέρια,
καθότανε ο Όμηρος με των ψωλή στα χέρια.
Κι όπως μαλακιζότανε και έχυνε το χύσι
του ήρθε η θεία έμπνευση το έπος του ν' αρχίσει.
- Μαλάκα Αγαμέμνονα, μου κλέψαν το Λενάκι,
και τώρα άλλος χαίρεται το τρυφερό μουνάκι!
- Σώπασε 'σύ Μενέλαε, τον πούστη θα τον βρούμε!
Και θα του δείξουμε καλά πως τέτοιους τους γαμούμε...
- Έφυγε η ξεσκισμένη και πήγε με τον Πάρη,
λες κι εμείς δεν είχαμε αρχίδια και παπάρι!
(συνεχίζεται)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αστείος συνδυασμός δύο κλασσικών βρισιών, των μαλάκας και χαζοβιόλης. Το νόημα γνωστό: μαλάκας, ηλίθιος, τρόμπας, αυτός που ζει στον κόσμο του εν ολίγοις...

  1. Κοίτα τον μαλακοβιόλη που πήγε και άφησε το αυτοκίνητό του... Άντε να ξεπαρκάρω εγώ τώρα...

  2. Μη διακόπτεις την κοπέλα! Πείτε μας δεσποινίς, τι τον θέλετε αυτόν τον μαλακοβιόλη; (Από τη σειρά Κων/νου κι Ελένης - δείτε το βίντεο παρακάτω στο 3:02)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για άτομο που κάνει πολυτελή έξοδα, ενώ δεν έχει την οικονομική άνεση να τα καλύψει μέχρι τέλους.

  1. - Τον είδες τον Αντώνη; Το έκλεισε το μπαράκι, του μείνανε οι δόσεις να πλερώνει και είχε δώσει και μπροστάντζα ένα σκασμό. Τώρα σκάει με καινούρια BMW εξάρα. Τί του λες;
    - Α καλά. Εδώ ψωμάκι δεν έχει η κοιλίτσα μας, μουνάκι θέλει η ψωλίτσα μας!

  2. - Πωω φίλη μου, δύσκολο πράμα να είσαι φοιτητόνι. Οι γονείς μου δεν μπορούν να μου στέλνουν παραπάνω λεφτά. Μάλλον θα κόψω τη θέρμανσή μου. Αρρωστάινω. Ευτυχώς θα πάω την άνοιξη Εράσμους Μπαρτσελόνα.
    - Ρε φίλη, εδώ ψωμάκι δεν έχει η κοιλίτσα σου και μουνάκι θέλει η ψωλίτσα σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό fuck. Σημαίνει γάματα, γάμησέ τα, πω ρε πούστη, όχι ρε πούστη, έλα ρε μαλάκα, όχι ρε μαλάκα, τ' είπες τώρα!, είναι τεσπα δηλωτικό έκπληξης. Ενίοτε λέμε και «φακ ρε!»

Είναι πιο λάιτ φάση, δηλ. το χρησιμοποιούμε για να μην πούμε όλα τ' άλλα στα ελληνικά και μας πουν βρωμόστομους.

Επίσης σημαίνει και «άντε και γαμήσου», «γαμιέσαι» κλπ, και το βλέπουμε και ως ρε «άει φακ ρε».

Το φακ το έχουμε και σε άλλες εκφράσεις, βλ. γουαταφάκ, γουανταφάκ, μαδαφάκας, μαλαφάκας, φακ απ (fuck up).

  1. ΦΑΚ ΡΕ ΦΙΛΕ, ΦΑΚ ! Δεν το εύχομαι ούτε στον πλεον ορκισμένο εχθρό μου! Είχα μαζέψει μπόλικα αρχεία στο desktop ... Ευκαιρία ηταν να ταξινομήσω τα αρχεία στους σχετικούς φακέλους και μετά να έπαιρνα και ένα back up ...Ο ταλαιπωρημένος υπολογιστής άρχισε να αργει χαρακτηριστικά. Ένα restart θα βοηθήσει την κατάσταση σκέφτηκα, και ….μας τελείωσε! Χτύπησε ο δίσκος!

  2. Ρε άντε και φακ γιου
    Νομίζατε ότι γλυτώσατε, έτσι; Σας είχα αφήσει καιρό λάσκα και τώρα κουνάτε κωλαράκια σα στράκια που ψωνίζονται στο Ζάππειο, ε;

από το δίχτυ όλα.

Got a better definition? Add it!

Published

Λέγεται συνήθως όταν παρακολουθούμε ή μας αφηγούνται μια χαζοχαρούμενη «δακρύβρεχτη» ιστορία η οποία μας αφήνει παντελώς αδιάφορους. Δηλώνουμε λοιπόν μ' αυτόν τον τρόπο ότι μη μου τα ζαλίζεις, χέστηκα, δεν μ' ενδιαφέρει η παπαριά που μου λες και σε γράφω στ' αρχίδια μου.

(Η γκόμενα παρακολουθεί μια σειρά στην τηλεόραση)
- Αχ τι συγκινητικό! Θα παντρευτούνε!
(Ο άλλος κοντεύει να κοιμηθεί από την βαρεμάρα)
- Τελέρε! Δάκρυσαν τ' αρχίδια μου από την συγκίνηση! (δε μας χέζεις ρε Νταλάρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified