Selected tags

Further tags

Ο δήθεν ερεθιστικός. Για τις γυναίκες δεν χρησιμοποιείται ειρωνικά, συνήθως.
Για αντικείμενα: μπορεί και να σημαίνει ζόρικο, νευρικό, κλπ

  1. Κοίτα το τέρας που κάνει και τον καυλιάρη...
  2. Πολύ καυλιάρα γκόμενα η Ανίτα!
  3. Πήρα ένα αυτοκίνητο πολύ καυλιάρικο (ακολουθεί ατελείωτη και βαρετή περιγραφή του αυτοκινήτου).

(από Khan, 03/10/12)

Βλ. και καβλιάρης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία της έκφρασης Για Τον Πούτσο Καβάλα. Υπερθετικός βαθμός του gtp.

Και μαθηματικά:

Έστω ακολουθία Αgtp με υπακολουθία Αgtpk τέτοια ώστε τα στοιχεία της να έχουν τη μεγαλύτερη απόλυτη τιμή.
[ Αgtp είναι αρνητική (π.χ.η -ν)διότι το gtp είναι υποτιμητικό.]

- Θα πάμε έξω το βράδυ με τον Σούλη και το Ρούλη;
- Αποκλείεται! Τα άτομα είναι gtpk!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εύφλεκτο μείγμα, που ανακάλυψε ο Καλλίνικος τον 7ο μ.Χ. αιώνα, άγνωστα παραμένουν τα υλικά με τα οποία το έφτιαχνε. Οι ιστορικοί λένε ότι το υγρό πυρ έκαιγε επίμονα και δεν έσβηνε με νερό, παρά μόνο με ούρα ή άμμο.

Για την διαπροσωπική σχέση των φύλων μεταξύ τους χρησιμοποιείται και ως αντίστοιχο του Χοντράδια ή Flintstones δηλαδή συμπυκνωμένο υγρό που έχει πήξει απο την ανύπαρκτη σεξουαλική επαφή.

Αλκιβιάδης: Φίλε μου ένα θα σου πω. Έβγαλα με μίσος παντού το υγρό πυρ δια μέσου της εκτίναξης πάντα. H κοπέλα δεν είχε ξαναδεί κάτι παρόμοιο, έγκαυμα πρώτου βαθμού της προκάλεσα! Σαν γέννα ήταν.

*Αλκιβιάδης = πρώην αμπελοφιλόσοφος, παρέα του Μάκη του Γίγαντα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που ειδικεύεται στις πίπες ή που δίνει τέτοια εντύπωση λόγω της εμφάνισης και του ντυσίματός της.

Η Μπάφι Ντέιβις πάντα έπιανε κότσο τα μαλλιά της για να φαίνεται καλύτερα η τέχνη της. Μεγάλη πιπού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα πολύ παχειά χείλη, αυτά που σε κάνουν να σκεφτείς ότι η γκόμενα που τα έχει κάνει καλές πίπες. Ο όρος χρησιμοποιείται κοροϊδευτικά για τις γυναίκες που έχουν φουσκώσει τα χείλη τους με σιλικόνη κλπ.

- ...και από κει που δεν είχε στόμα, έσκασε μύτη με κάτι τσιμπουκόχειλα!
- Καλή;
- Τέρας, σου λέω! Στα εξήντα της;;;

(από Khan, 27/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τσούλα, και μάλιστα η πολύ κακόγουστη.

Ήρθε στο μπαράκι ντυμένη σαν πουτάνα, σκέτο καρκατσουλιό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άντρας που αυνανίζεται, μαλάκας.

Ως βρισιά, χρησιμοποιείται ως πολιτικά ορθή και πιο ειρωνική εκδοχή του μαλάκας, πολύ συχνά σε προεφηβικές και εφηβικές ηλικίες.

Αγαπημένο μάθημα του μικρού Αποστόλη στο σχολείο ήταν η μυθολογία. Από τότε που έμαθε για τον Προκρούστη, του μπήκε η ιδέα και σούφρωνε τα μολύβια των συμμαθητριών του.

Πήγαινε μετά στο σπίτι του, καθόταν στο γραφείο του, μα αντί να διαβάζει, έβγαζε τα κλεμμένα μολύβια απο τη σάκα, τα μύριζε και κατόπιν τα μετρούσε με το πουλί του. Αν ήτανε μικρότερα, τα πετούσε στα σκουπίδια –έτσι κι' αλλιώς, τόσο μικρά για γράψιμο δέν κάναν πια. Αν ήταν μεγαλύτερα, τον έπαιζε να μεγαλώσει κι' αν πάλι δεν του έφτανε, βαλνόταν να τα ξύνει. Σχεδόν πάντα συνέβαινε το δεύτερο.

Τον μικρό Αποστόλη δεν θα τον έλεγες επιμελή μαθητή. Θα τον έλεγες μάλλον κλέφτη ή φετιχιστή, και μικροτσούτσουνο. Και σίγουρα, θα τον έλεγες μεγάλο πεοκρούστη.

Στο 0:39. (από vikar, 20/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

καυλοαφιονισμένος, -η, -ο: Αυτός ή αυτή που επιτίθεται σεξουαλικά εξαιτίας μακροχρόνιας στέρησης ή γενικότερης μανίας. Χαρακτηρίζει συνήθως νεαρά άτομα που εκδηλώνουν άμεσα και ξεδιάντροπα και πολλές φορές αδιακρίτως σεξουαλικό ενδιαφέρον από τα πρώτα λεπτά που αντικρύζουν κάποιον.

  1. Καλά τα κοριτσάκια σήμερα έχουν ξεφύγει τελείως. Σ'την πέφτουν με το "καλημέρα". Είναι τα περισσότερα καυλοαφιονισμένα!

  2. Ρε συ ο τύπος είναι ασυγκράτητος. Με έφερε σε δύσκολη θέση. Είχα καιρό να γνωρίσω κάποιον τόσο καυλοαφιονισμένο.

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση που απευθύνεται σε κάποιον όταν με τον λόγο ή τη συμπεριφορά του, καταδεικνύει έλλειψη συμμόρφωσης ή δραστικού τύπου διαπαιδαγώγησης, στην τρυφερή ηλικία που διαμόρφωνε χαρακτήρα.

Φτάνει στην πιο ειρωνική της μορφή όταν απευθύνεται σε συνομήλικο, αποτελεί παρωδία όταν απευθύνεται σε κάποιον γηραιότερο.

- Μαλάκα σόρι, έλιωσα μέσα το ΣΚ και δεν άφησα αλκοόλ στο σπίτι ούτε για δείγμα.
- Δε φταις εσύ λεβέντη μου... φταίω εγώ που δε σε γάμησα μικρό!

(από Cunning Linguist, 16/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πεοθηλασμός, το τσιμπούκι, ο στοματικός έρωτας.

Μεταφορικά σημαίνει ήττα, εξευτελισμός, καταστροφή.

— Τι λέει αυτή η γκόμενα;
— Για καμία πίπα καλή είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified