Selected tags

Further tags

Μονδέρνα παραλλαγή του «Άει γαμήσου». Από τη στιγμή που έγινε κατανοητό πως το τελευταίο δεν αποτελεί κατάρα αλλά ευχή, τα πράγματα άλλαξαν και η βρισιά βρήκε το ανανεωμένο της πρόσωπο. Ειδικά όταν το άτομο προς το οποίο απευθύνεται είναι καμιά παρτόλα ή πράγματι αγάμητη, βδομάδες, μήνες, χρόνια, δεκαετίες.

Μπα που να μείνεις αγάμητη μωρή κακόγλωσση, τι θες και μιλάς και τα γκαντεμιάζεις όλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αστεία μεταφορά γκρηκλιστί του αγγλικού pathetic = απελπισμένος, απελπιστικά ρόμπα, η οποία μετάφραση θυμίζει και τον παθητικό στο σεξ.

Αυτί της γής: Και έπαιρνε τηλέφωνο ο Πέρι το Λίλιαν και ζητούσε συγγνώμη κι ορκιζόταν ότι έχει ξεκόψει με τον Τζύμπριο γερομπινέ κι ότι ήταν μια παρόρμηση της στιγμής...
Φίλος: Μα είναι τελείως παθητικός!
Αυτί: Αυτό είναι το μόνο σίγουρο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπονοούμενο για ομοφυλοφιλική δραστηριότητα (είσοδος κρεατικού στον οργανισμό). Χρησιμοποιείται συνήθως μετά από κατορθώματα υπερβολικής τύχης ή απλά για πείραγμα.

Καλά μας δουλεύεις; Πώς γίνεται να έβαλες γκολάκι στο PRO απ΄το κέντρο; Τι έγινε ρε, το τσίκνισες χθες βράδυ; Το τσίκνισες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άκρως επιθετικός και υποτιμητικός χαρακτηρισμός του νταή νεοέλληνα, με αποδέκτη αγεληδόν το σύνολο του ομοφυλόφιλου πληθυσμού.

Ο συγκεκριμένος τύπος συναντάται συχνά (π.χ. κατιναριό, πουταναριό, καραπουτσαριό) και εκφράζει ένα ομοιογενές σύνολο με αρνητική χροιά.

  1. Επιθετικότατου χαρακτήρα διαδικτυακό σχόλιο:

Πούστηδες... Πουσταριό! Αδερφάρες, κωλομπαράδες... Κίναιδους, ξετσίπωτους και αυθεντικούς πούστηδες. Αγριόπουστες και όχι αξιοπρεπείς πούστηδες... Μιλάμε για πολύ πούστηδες... Σιχαμερό πουσταριό...Τη φωτογραφία τη βλέπετε;

  1. Ένας blogger ανοίγει την καρδιά του και εκφράζει τις ανησυχίες του:

Μπορείτε να φανταστείτε, πόσο πολύ βραχυκυκλώνει όλο αυτό το ξεφωνημένο πουσταριό (όπως λέει και κάποια ψυχή...), τον έφηβο που βρίσκεται στην αναζήτηση της ταυτότητάς του -σεξουαλικής και γενικότερης-, και πόσο εκβιαστικά τον σέρνει στην επιλογή που του ορίζει, μέσα από τη διαρκή προβολή και επανάληψη ;
Δεν είμαι ... ομοφοβικός, όπως ορίζει ο καινούριος πιασάρικος και αμερικανόφερτος όρος (ένας από τους καλύτερούς μου φίλους είναι ομοφυλόφιλος , μια φιλία, που κρατά από το στρατό...), απλά, βιώνω τον εσωτερικό πόλεμο της απόρριψης ή της αποδοχής, μέσα από τα μάτια του έφηβου γιου μου.

  1. Σχόλιο σε forum με θέμα την στρατιωτική θητεία:

Anyway, το 90% του πληθυσμού που πήγε στρατό δεν είναι στρατόκαυλοι -ούτε και έγιναν στην πορεία- πήγαν γιατί πριν απο αυτούς πήγαν οι πατεράδες και τα αδέρφια τους.Αλλά αυτό δεν κάνει κάποιον πρόβατο, τον κάνει νομοταγή και τίμιο απέναντι στους συνανθρώπους του. Αντίθετα αυτός που δεν πάει είτε γιατί είναι «μάγκας» και πληρώνει για να μην πάει -βλέπε Παπακαλιάτη και λοιπό πουσταριό- είτε γιατί είναι ανδρίκελο -άνοιξε λεξικό να δεις τι σημαίνει αυτό, το wiki δεν νομίζω να το έχει- ανίκανο να έχει δική του σκέψη και το μόνο που ξέρει να κάνει είναι copy paste μανιφέστα των «πατερούληδων».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων μεγάλο ανδρικό μόριο βλ. επίσης πουτσαράς. Παραχθέν από τη λέξη ψωλή, δηλ. πέος αρχαιοελληνιστί.

  1. Αισθησιακή διαδικτυακή περιγραφή:

Κατάλαβε ο ψωλαράς ότι άρχιζε να μου αρέσει το ξέσκισμα με τον δονητή και άρχισε να με γαμάει με μεγαλύτερη δύναμη και πάθος. Άρχισα να μουδιάζω ολόκληρος από το σκληρό γαμήσι που μου έκανε με τον δονητή του. Εννοείται ότι όλη αυτή την ώρα, το καυλί του δεν βγήκε από το στόμα μου, αφού μου το γαμούσε κι αυτό με δύναμη.

  1. Ποιητικό πόνημα στο διαδίκτυο:

ης Πηνελόπης η φωνή τους βγάζει από την πλάνη
(τον έχει ακόμα μέσα της κι από τις πάντες κλάνει).
- Ειν' ο Οδυσσέας κι αν μπορεί κανείς ας με διαψεύσει
λάθος δεν κάνω εγώ ποτέ, τον γνώρισα απ' τη γεύση.
Τότε - τι θαύμα φοβερό - εκείν' οι ψωλαράδες
κατάχαμα ξαπλώσανε σαν να 'τανε κυράδες.

(από joe909, 17/08/11)

Δες και -άρας, -αράς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά το ρ. ξεπατώνω σημαίνει «βγάζω τον πάτο». Ο πάτος, ως γνωστόν, είναι και ο κώλος, άρα το ρήμα είναι συνώνυμο του ξεκωλιάζω (βλ. ξεκωλιάρης, -άρα, -άρικο).

Σημασιολογικά χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο του «κουράζω υπερβολικά», «εξοντώνω από την κούραση». «ξεθεώνω».

  1. Ερωτική διαδικτυακή ιστοριούλα:

Πώς την ξεπάτωσε ο πατρινός
Είπα και εγώ να γράψω την ιστορία μου που επιτέλους έγινε πραγματικότητα την Κυριακή το βράδυ στη Πάτρα.

Πάνε 2 χρόνια περίπου που μιλάω με τον γαμιά μου μέσω chat και η αρχική μας επαφή είχε γίνει επίσης σε ένα chat ένα καυτό βράδυ του Ιουλίου.

  1. Περιγραφή συνεύρεσης στο διαδίκτυο:

Οι τύποι αφού την ξεπάτωσαν από παντού με τα παλούκια τους την έχυσαν ένας, ένας στα μούτρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του βρωμόπουστα, χωρίς ουσιαστικές διαφορές, αλλά σίγουρα με κάποια διαφοροποίηση.

Ουσιαστικά η σύνθετη αυτή λέξη έχει χάσει τη σημασία του δεύτερου συνθετικού (-πουστας), με μεγαλύτερη έμφαση στο πρώτο (σκατό-) και τονίζοντας εμφατικά την κακότητα του χαρακτηριζόμενου ατόμου.

Βάσει εμπειρικού ακούσματος, πιστεύω ότι η χρήση της εν λόγω λέξης καταδεικνύει τον κακόψυχο και αναξιόπιστο άνθρωπο, που δεν έχει κανέναν ενδοιασμό στο να βλάψει άλλους.

  1. Περιγραφή σε νεανικό forum:

Επειδή έτυχε να το δώ στο σταρ που έπεξε ολόκληρο το βίντεο, να σας πω τι έκανε μετά ο σκατόπουστας. Οπώς είδατε έκανε αναστροφή μπήκε στην αριστερή λωρίδα, και άρχισε να ανεβαίνει. Οι οδηγοί έντρομη και με μεγάλες ταχύτητες πεταγόντουσαν στα δεξιά τους. Ο τύπος συνεχίζει να ανεβαίνει και αφού προσπέρασε την έξοδο καμια εικοσαριά μέτρα ξανακάνει αναστροφή και βγαίνει από την έξοδο. Και όχι μόνο αυτό, αλλά αν είδα καλά ενώ είχε βγεί στην έξοδο έκανε και προσπέραση σε έναν που ήταν μπροστά του που ήταν ήδη μέσα στην έξοδο.

  1. Έκφραση αποτροπιασμού από blogger:

Πόσο άρρωστος, μικρόψυχος και μισαλλόδοξος μπορεί να είναι ένας άνθρωπος για να μπει και να σβήσει το μπλογκ μιας κοπέλας που μάλιστα εκείνη τη μέρα συμμετέχει στην πρώτη έκθεση μπλόγκερ στην Ελλάδα;
Πόσο πουτάνα μπορεί να είναι η μάνα του και πόσο σκατόπουστας ο πατέρας του που μεγάλωσαν ένα τέτοιο διεστραμένο και κακιασμένο πλάσμα; Πόσο προβληματικές μπορεί να είναι οι σχέσεις με τους γύρω του και πόσο διεστραμένη σχέση έχει με την πραγματικότητα;

«Σκατόπουστοι», στο 2:16. (από vikar, 30/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαζί με τον κακσάκα είναι η πλέον συνήθης ελληνοαμερικάνικη βρισιά. Από το son of a bitch = γιος της πουτάνας / σκύλας.

- Γυναίκα, έδωσες κώλο στον ρουφιάνο τον σαναμαμπίτση;
- Τού 'δωσα και μού 'πε να του ξαναδώσω κι αύριο, που θα έχει περισσότερο χρόνο!

Δες και σαραμπαμπίτς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που αρέσκεται στην τραμπάλα.

Συγκεκριμένα: αυτή που καβαλάει τον αντρικό λεβιέ και τραμπαλίζεται προκαλώντας ευχαρίστηση και στον εραστή της, ο οποίος ξεκουράζεται ανάσκελα και μερικές φορές με τα χέρια πίσω από το κεφάλι σε στάση απόλυτης άνεσης.

Η ξεκωλιάρα, η πασαγαμιόλα, η χαμούρα.

Απαντά και ως «πουτσοτραμπαλέτα» ή «ψωλοτραμπαλέτα».

Επιτέλους, λίγος σεβασμός στις κυρίες που σκοτώνονται να μας ευχαριστήσουν.

Η Σίσυ είναι τραμπαλέτα ολκής. Μετά από μιά βραδιά μαζί της, θυμάσαι όλες τις παιδικές χαρές που είχες πάει μικρός.

Προσοχή: γειτονιά με 15χρονες τραμπαλέτες  (από Marco De Sade, 14/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερεθίζομαι σεξουαλικά, φτιάχνομαι, τη βρίσκω, έρχομαι σε ανώτατο στάδιο ηδονής.

– Την είδες εχθές την Πετρούλα;
– Ναι ρε μαλάκα. Με το στριγκάκι έμεινε. Και κάτι κουνήματα. Ε ρε πράμα που σαλεύει! Η γκόμενα είναι κωλάρα Κρόφτ. Και βύζο όλα τα λεφτά, ω ρε μάνα μου, κάβλωσα άγρια εχθές...
– Αυτήν κανένας ματσωμένος θα την κανονίζει...
– Αυτή φίλε την κανονίζει όλος ο αντρικός πληθυσμός Αθηνών και πάσης. Η γκόμενα είναι κάβλα.
– Το απόλυτο νιμού, φίλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified