Selected tags

Further tags

Τα υγρά απόβλητα του πρωκτού μετά από οθωμανικό, που περιλαμβάνουν συνήθως σπέρμα, κόπρανα, σάλιο, ιδρώτα, αίμα, καθώς και ό,τι άλλο υγρό ή υγροποιήσιμο μπορεί να χρησιμοποιήθηκε κατά την διάρκεια της πράξης.

Συνώνυμα: σαντορούμι. Δες ακόμη: μεζές, όποιος τον κώλο αναζητεί, λάσπες και σκατά θα βρει

Ο Πίπης και ο Φίφης κατεβάζουνε παρέα τσόντες στα λαπτόπια:
Φίφης: Μπλιάχ! Γιάααακχχχ! Γκχκχχκχκχ!
Πίπης: Τι έπαθες ρε μαλάκα και κθουλιάζεις έτσι;
Φίφης: Αηδία μαλάκα, εμετός! Λιάκατα!...
Πίπης: Για να δώ - για να δώ...
Φίφης: Άσ' το, ξέχνα το, έχω σβήσει και χίστορι ήδη μην ξαναπέσω πάνω του μιλάμε.
Πίπης: Πού έπεσες ρε θα μου πεις;
Φίφης: Ρε μαλάκα, της έχει ξεσκίσει την κωλάρα ο τύπος, την έχει χύσει κιόλας, και τι κάνει;
Πίπης: Τι κάνει;
Φίφης: Αδειάζει μέσα και μια κοακόλα, την ταρακουνάει και λίγο πέρα-δώθε, και τη βάζει να του τα κλάσει όλα στη μάπα ρε μαλάκα!... Εμετός!... Γέμισ' ο τόπος πρωκτοζούμια... Τού 'μειναν και κάτι κομματάκια στο μάγουλο... λιάκ...
Πίπης: Σιγά μωρή κυρία, πώς κάνεις έτσι... Το «τού γκέρλς ουάν κάπ» σ' τό 'χω δείξει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βασιλιάς των μπάζων, πατσαβούρων, πατσούρων, μπαζόμπαζων κτλ. Κατά πάσα πιθανότητα ο μπαμπάς της ήταν (είναι) μάγειρας. Η γκόμενα αυτή είναι τόσο σαβούρα, που για να την απαυτώσεις πρέπει να βάλεις σακούλα στο κεφάλι σου, σε περίπτωση που σπάσει η σακούλα στο δικό της...

- Τη Μαρία;;;!! Τι σαβουρογάμης είσαι ρε Νώντα!!! Σύνελθε, είσαι καλά ή να βάλω τις φωνές; Αυτή η γκόμενα είναι τρελό διπλοσάκουλο!! Ούτε με ξένο πούτσο δεν τη γάμαγα...

(από DT Jesus, 09/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή είχε κύρια χρήση στο μπάσκετ της αλάνας, και λεγόταν με παράπονο από παίχτη που αστόχησε σε σουτ υπό πίεση ή που διέβλεπε ότι το σουτ του θα ήταν άστοχο (που ήθελε η μπάλα να κάτσει, δηλαδή να χλατσώσει).

Πέρα από αυτή τη χρήση προφανώς είχε χρήση ή προήλθε από το σεξουαλικό πεδίο. Προφέρεται γενικά για οτιδήποτε θηλυκό θέλουμε να (μας) κάτσει: μπάλα, μπίλια, ζαριά, γυναίκα... (το «Καύκασοoo» προφέρεται σε αυτές τις περιπτώσεις με fade out).

Η φράση αντλεί τη δύναμη της από την παρήχηση του «Κ» και από τη φαλλική εικόνα της οροσειράς του Καυκάσου ως προμηθείκού ύψους και όγκου βουνού. Ενέχει και ένα είδος ανιμισμού που θυμίζει το ρούφα κώλε το ποτάμι, μιας και γεννητικά όργανα μπλέκουν κι εδώ με στοιχεία της φύσης.

- Ουγκχχχ (σουτ με σπάσιμο μέσης και εν μέσω αγκωνιών)... κάτσε μωρή στον Καύκασοοο!
- Τι να κάτσει ρε μαλάκα, μάθε μπάσκετ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστή και ως μαλακία ή μότκα ή αυνανισμός. Ο όρος τσούκα προήλθε από την πράξη: τσουλκανάω.

Τι κάνει ο Μήτσος όλη μέρα στο σπίτι; Μάλλον θα ρίχνει και μια τσούκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχίδια με μουστάκια.

Διάλογος:
- Θες να φας μαζί μας;
- Αμέ! Τί θα φάμε;
- Αστάκια
- Τι είναι αυτά;
- Αρχίδια με μουστάκια.

Βλέπε και γειώσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός γυναίκας, που από το λαιμό και κάτω λαμβάνει βαθμολογία άριστα αλλά που από πρόσωπο δεν βλέπεται... Οπότε πετάς το κεφάλι και τρως το υπόλοιπο...

-Καλά ε, η Πόπη είναι και γαμώ τις γκόμενες..τν ξέσκισα χθες..;]
-Ναι, αλλά από μούρη...
-Γαρίδα, φίλε, γαρίδα..

Στα αγγλικάνικα λέγεται butterface εκ του "γαμάτο σώμα but her face..." (από Khan, 13/05/14)

Ακόμη: γκόμενα-γαρίδα, γυναίκα-γαρίδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυάζει όλες τις ιδιότητες του μαλάκα, αλλά σε υπερθετικό βαθμό. Δηλαδίς:

  • Ο μαλάκας μπορεί να την παίζει / ο πουτσολεβιές την έχει κάνει λάστιχο,
  • Ο μαλάκας είναι μπορεί να ηλίθιος / ο πουτσολεβιές είναι πανηλίθιος, κλπ κλπ.

(πούτσος + λεβιές)

- Ρε πουτσολεβιέ, σταμάτα να την παίζεις γαμώ το ξεσταύρι σου.
- Καλά ρε μπαμπά, μη βρίζεις... (κλαψ κλαψ)

Bλ. και σχετικό λήμμα παπαρολεβιές, ο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κορασίς πρόθυμη όπως καταπιεί τα άπαντα εξερχόμενα εκ του ανδρικού μορίου κατά την ολοκλήρωση της σεξουαλικής διαδικασίας. Διψασμένη σφόδρα για το ανδρικό σπέρμα, το οποίο καταναλώνει όσο συχνότερα και σε όσο μεγαλύτερες ποσότητες βρίσκει και μπορεί. Τρόπω τινά, νυμφομανής με το σπέρμα ή αλλιώς σπερμοδουλάρα.

Μάγκα μου η Μαρίτσα είναι μία καταπιόλα... σκέτη σπερμοστραγγίχτα... ούτε για τα μάτια του κόσμου δεν άφησε μία σταγόνα. Έγλυψε και το πιάτο μετά. Σου λέω μου τον έκανε λαμπίκο.

Τα πίνω όλα, τα πίνω όλα, χάπια, ουίσκυ και κόκα κόλα (από Galadriel, 05/03/09)

Βλ. και σχετικά λήμματα σπερμοδιψής, ο, σπερματοδιψάζουσα, η, σπερματοζητιάνα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η κολλητή φίλη της (/του (ουδ.)) Λίλιαν.

Είναι πραγματικά αχώριστες, πάνε πάντα πακέτο!
Είναι και οι δύο θήλεα νέας κοπής, αλλά η διαφορά τους είναι η εξής: Ενώ η/το Λίλιαν είναι το υπερβατικό θεόμουνο, η τελευταία λέξη της τεχνολογίας στην κατηγορία τριφασικό μουνί, η Καυλάουρα δεν έχει αντίστοιχες φυσικές προϋποθέσεις για να οδηγηθεί στην επίτευξη ανάλογων προσόντων. Κι έτσι μένει στον β' γυναικείο ρόλο, για τον οποίο, όμως, της αξίζει Όσκαρ!

Είναι καυλιάρα, γιατί η κοπέλα δείχνει ότι το παλεύει πραγματικά πολύ. Έχει δοκιμάσει τα πάντα, σιλικόνες, τσιμπουκόχειλα, εξτένσιον, ψεύτικα νύχια κ.ο.κ. Κι έτσι τελικά δεν σε καυλώνει με την ίδια την ομορφιά της, όσο με την προσπάθεια που καταβάλλει για να σε καυλώσει.

Και το πιο συγκινητικό απ' όλα είναι ασφαλώς το ονοματάκι της! Ετυμολογείται από το Ευαγγελία, που έγινε Βαγγελίτσα, από εκεί Λίτσα, και το Λίτσα θεωρήθηκε εκ των υστέρων ότι προκύπτει απ' το Λάουρα. Καθώς όλη αυτή η αγωνία και επιμονή έχει κάτι το καυλωτικό, τελικά χαρατηρίζεται ως Καυλάουρα.

-Τι μου λες ρε φίλε; Θα ξεμοναχιάσεις εσύ την Λίλιαν, και θα μ' αφήσεις εμένα με την Λάουρα; Δεν παίζω!
-Γιατί σε χαλάει; Μια χαρά Καυλάουρα είναι! Άμα θες άσ' τις μου εμένα και τις δύο!...

Η Καυλάουρα δεν είναι εδώ... (από HODJAS, 18/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ρωμαλέοι(!) και τριχωτοί όρχεις.

Συνων.: αρχιδάρες, καμπανέλια
Αντων.: αρχιδάκια, αρχιδούλια, αρχιδουλίνια

- Πάλι σκατά έγραψα στ' αρχαία! Αντί για περισπωμένες έβαζα ουμλάουτ! Πάλι τ' αρχίδια μου θα του δώσει ο Παπαπέτρου ο καργιόλης στο εξάμηνο!
- Τι σκας ωρέ! Γράψ' τον στους τσοχανταραίους σου τον μαλάκα!
- Τι σημαίνει τσοχανταραίοι ρε;
- Εγώ θα σου πω; Μπες στο slang.gr να δεις μόνος σου...

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified