Selected tags

Further tags

Από τις πλέον ιστορικές ατάκες της κυρά Όλγας, στη θρυλική κασέτα των Πατρινών φαντάρων με τις τηλεφωνικές φάρσες. Από το company ή compania, δημιουργείται ο ελληνισμός «κούμπανιν», δηλ. ομαδικώς. Το ΣΙΑ παραπέμπει στην εταιρική σχέση συνεταίρων.

Παράθεση από τη φάρσα «εγώ μωρή καργιόλα, εσείς γαμιόστε κούμπανιν και ΣΙΑ στα ξενοδοχεία».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο γένους θηλυκού, το οποίο εμφανίζει έντονη σεξουαλική δραστηριότητα, στο σημείο που να στραγγίζει τους ανδρικούς όρχεις από σπέρμα.

Η Ματούλα είναι μεγάλη στραγγαρχίδω, πρέπει να έχει πάρει όλο το στρατόπεδο, δεν τη σταματάει τίποτα!

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόκειται για τον πούτσο, στην τοπική διάλεκτο της Μάνης.

- Κουμπάρε, πάω για κυνήγι.
- Θα πιάσεις ένα μπουλούκι πόντσους!

Υπτάμενος πόντσος (από Vrastaman, 26/08/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ ανωμαλιάρα γκόμενα. Από την ομώνυμη σταρ του ιταλικού πορνό που όσοι έχουν δει ξέρουν τι εννοώ.

Εδώ δεν χρειάζεται παράδειγμα. Πρέπει να δεις για να καταλάβεις.

Jeff Koons και Τσιτσιολίνα, έργο τέχνης του πρώτου. (από Khan, 21/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατρινή έκφραση, που χρησιμοποιείται σε αντικατάσταση της λέξης «πούτσος». Χρησιμοποιείται ευρέως για όλες τις εννοιολογικές σημασίες της αντικαθιστώμενης λέξης.

  1. - Τι έγινε χτες με την Μαρία;
    - Super, της έριξα έναν μπέκο, θα της μείνει αξέχαστος!

  2. - Ρε, είναι καλή η γκόμενα που θες να μου γνωρίσεις, ή είναι για τον μπέκο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περισσότερο light και λιγότερο βλάσφημη απόδοση του «γαμώ την Παναγία μου», η οποία επιτρέπει στο χριστεπώνυμο πλήθος να εκτονώνεται χωρίς όμως να καίει το μεταθανάτιο πολιτικό του κεφάλαιο.

Παραλλαγές περιλαμβάνουν το γαμώ την πανακόλα καθώς και το «γαμώ τον Αγιατολλάχ μου» που οι παλαιότεροι ίσως θυμούνται από τα χρόνια της Ισμαμικής Επάστασης στο Ιράν.

«Τα μουνιά καπέλα, οι πάρε τ΄ αρχίδια μου
Οι την Παναχαϊκή μου και τα χεζοβολιά
Να ακολουθούν τα παινεμένα μουνόπανα
Του κώλου τα εννιάμερα κι οι γάμησέ τα»
Υβρεοπομπή, Φοίβος Δεληβοριάς

Την Παναχαϊκή μου! (από Vrastaman, 21/08/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γελοίος και σιχαμένος καραγκιόζης, ο μαλάκας, ο νταλάρας. Κατά το αγγλοσαξωνικό asshole.

«Τα κωλοτρυπίδια να βαράνε τις σάλπιγγες
Και τα μυγοχέσματα να δίνουν εντολές
Να ρυθμίζουν με σφυρίχτρα το εν-δυο οι μικροτσούτσουνοι
Το πόδι να βαράνε οι το στανιό μου μέσα»
Υβρεοπομπή, Φοίβος Δεληβοριάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νεαρή κοπέλα που έχει πολλές και αχόρταγες σεξουαλικές ορέξεις. Η νυμφομανής, το νυμφίδιο.

- Όλα καλά με την Κούλα;
- Στην αρχή ναι ήταν όλα καλά στο κρεββάτι, όμως όταν κατάλαβα με τι καυλόμουνο έμπλεξα ήταν αργά γιατί είχα πάθει ήδη λουμπάγκο.

βλ. και αμαρτωλό, καυλόμουνο, ξεψώλι, τρύπα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πολύ όμορφη συνήθως νεαρά γυναίκα η οποία ξυπνάει άγρια αισθήματα και επιθυμίες.

  2. Γυναίκα ατίθασο άτι.

- Τί έγινε με την φίλη της Mαρίας ρε καλή;
- Ποπό φίλε, είναι ένα αγριόμουνο, τί να σου λέω!

(από Khan, 24/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τα πρότυπα του έτσι να κάνει ο κώλος σου!, ενστικτώδης αντίδραση όταν ακούγεται στην κατάλληλη πτώση (κυρίως κλητική) όνομα όπως Γιάννης, Φάνης κττ, έτσι ώστε να κάνει ρίμα με την έκφραση.

Συχνότατα προκαλείται στην συζήτηση, όταν παρίσταται κάποιος με το κατάλληλο όνομα ώστε να του θραυστούν οι όρχεις.

  1. - Από πού είσαι;
    - Από τη Μάνη.
    - Ένας να σ' τον κρατεί, κι ένας να σ'τόνε βάνει.

(Επακολουθεί βεντέτα.)

  1. - Με λένε Φάνη και πλανάσαι πλάνη.
    - Ένας να σ' τον κρατεί, κι ένας να σ'τόνε βάνει (δις).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified