Selected tags

Further tags

Παίρνω τον πούλο ή Παίρνω (το) μπούλο (για τη Βόρεια Ελλάδα) ή σκέτο: (το) Μπούλο: την κάνω, με διώχνουν ή διώχνω. Πάρε μπούλο: φεύγα, καν' την. Παράγωγο ρήμα: (τη) μπουλεύω, Αόριστος: (τη) μπούλεψα

  1. - Χαχα! Τι έγινε ρε μαλάκα, σου έφαγε την γκόμενα ο Θανάσης ο χλιμίντζουρας; - Γαμώ το στανιό σου, πάρε μπούλο ΤΩΡΑ, μη σου γαμήσω!

  2. - Εεμ, Γιώργο, με τον Θανάση δεν έπαιξε τίποτα, λάθος σ' τα είπανε. - Το μπούλο τώρα, μωρή χαμούρα! Μπούλο είπαμε, γαμώ τον αντίθεό σου!

  3. - Και τι έγινε τελικά; Τον έδειρες το Θανάση; - Άσε, μόλις είδα τα μπράτσα του, τη μπούλεψα στο φτερό. Πόρτα στο Πρίβιλετζ, γάμα τα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ μεγάλη, χοντρή και χορταστική πούτσα.

- Κοίτα τα μαλακισμένα μόνο να διαμαρτύρονται ξέρουν. Να πάνε να ανοίξουν κάνα βιβλίο ούτε λόγος. Α ρε βοϊδόπουτσα που σας χρειάζεται...

Μετά το 1.30 (από Khan, 17/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που χειρίζεται με μαεστρία την ψωλή κάποιου ή κάποιων άλλων. Μία καλή ψωλίστ μπορεί να χειριστεί ταυτόχρονα με μεγάλη επιτυχία πολλές ψωλές. Τα τελευταία χρόνια το συγκεκριμένο επάγγελμα ασκούν εξίσου αποτελεσματικά και άντρες ψωλίστ.

- Καλά ε τι παιδί είναι αυτή η Μαρία... Με ξετίναξε χθες το βράδυ στο κρεββάτι! Μιλάμε για μεγάλη ψωλίστ...

Από τα ψωλή και σολίστ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα καλλιστεία. Διαδικασία - εκδήλωση ιδιαίτερα δημοφιλής, με εορταστικό περιτύλιγμα, κατά την οποία επιδεικνύονται πλήθος όμορφες (ο θεός να το κάνει, γιατί δεν ξέρουμε τί κρύβεται κάτω από τον σοβά) γυναίκες, καλλίγραμμες και, υποτίθεται, έξυπνες και χαριτωμένες (το μορφωμένες λέω να μην το βάλω, αν και μερικές θεωρούν ότι είναι κι απ' αυτό). Απώτερος στόχος της διαδικασίας αυτής που αναμεταδίδεται πάντα από την τηλεόραση και χτυπάει ένα γερό τοις εκατό τηλεθέασης είναι το βραβείο, το οποίο πρωτίστως θα προωθήσει τις αυτο-σκλάβες στην τηλεπιάτσα ή στη διαφήμιση και αργότερα στην αργή αλλά σταθερή κατανάλωσή τους από το τηλεκοινό. Το χειρότερο είναι όταν κάποιες υπερβαίνουν το όριο και πιστεύουν, οι κακομοίρες, ότι τους αξίζει κάτι καλύτερο σε αυτή τη ζωή, κάτι σε κουλτούρα ας πούμε, κάτι σε θέατρο, βλ. Βίκυ Κουλιανού. Εκεί παίζεται το αληθινό δράμα. Κλαψ. Σνιφ. Λυγμ.

- Τι κάθεσαι και βλέπεις εκεί ρε μαλάκα;
- Ωχου ρε πούστη, με το σχόλιο στο στόμα είσαι κάθε φορά... Άσε και κανέναν να χαζέψει λίγο το μουνοπάζαρο ρε φίλε....

(από ironick, 26/05/08)(από acg, 26/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published

Σε συνέχεια της κατά senekas εκδοχής του όρου ψωλαρμενίζω, η έκφραση «εδώ καράβια χάνονται κι αυτός /-ή /-ό ψωλαρμενίζει» περιγράφει την ενασχόληση με τα επουσιώδη από το ανυποψιάστο υποκείμενο, όταν η κατάσταση είναι ιδιαιτέρως δύσκολη και η αποκλειστική ενασχόληση μόνο με τα απολύτως απαραίτητα είναι επιβεβλημένη.

Η στεριανή εκδοχή της θαλασσινής αυτής έκφρασης είναι το «εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται». Το πρώτο συνθετικό της έκφρασης δεν χρειάζεται συστάσεις: όταν κάτι καίγεται, πολλώ δε μάλλον όταν είναι όλος ο κόσμος, είναι προφανές ότι η κατάσταση είναι άκρως σημαντική και επείγουσα. Σ' ό,τι αφορά το δεύτερο συνθετικό για το καλλωπιζόμενο μουνί, οι εκδοχές είναι περισσότερες:

- Το χτένισμα και ο καλλωπισμός είναι μία μάλλον περιττή πολυτέλεια όταν έρχεται η συντέλεια του κόσμου λόγω πυρκαγιάς. Ακόμη περισσότερο αν μιλάμε για το χτένισμα του μουνιού, το οποίο στο φινάλε φινάλε και ποιος θα το δει υπό τις παρούσες συνθήκες;

- Πες πως θέλεις για κάποιον λόγο -ανεξήγητο σ' εμάς τους υπολοίπους- να το χτενίσεις. Ούτως ή άλλως, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που υπάρχει κάτι για χτένισμα, η συγκεκριμένη κόμη είναι μικρή ή ανύπαρκτη και η ενασχόληση με το χτένισμά της, ακόμα και υπό ΚΣ, είναι άσκοπη.

- Όπως είναι γνωστό (και περίεργο), ο όρος μουνί χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει υποτιμητικά κάποιον ή κάποια (μουνί κλαμένο, μουνί της λάσπης και του αγρού, μουνίκακας), οπότε η έκφραση μπορεί να σημαίνει ότι ο αποδέκτης της οργής μας ασχολείται με μαλακίες ως μη όφειλε, χωρίς όμως άμεση ή έμμεση αναφορά στο γυναικείο γεννητικό όργανο.

Σημειώνεται ότι η συγκεκριμένη έκφραση χρησιμοποιήθηκε και από τον γνωστό κωμικό Χ. Κλυνν με διαλυτικά στους διφθόγγους -αι- και -ου- σε μία εποχή που η χρήση ρισκέ εκφράσεων και βωμολοχιών δεν ήταν εύκολη, ρίχνοντας στάχτη στα μάτια του συντηρητικού κοινού, αφού η κατανόηση του νοήματος δυσχεράνθηκε σημαντικά με την συγκεκριμένη εκφορά.

- Άντε ρε γαμώτο, το έργο ξεκινάει σε 10 λεπτά, πότε θα πάμε, πότε θα παρκάρουμε; Άντε! - Καλά ντε! Να σου πω... Να βάλω το εκείνο το μπουστάκι το λαχανί ή το άλλο το ξώπλατο με τις πέρλες;
- Α καλά... Εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πόρνη, η τσούλα, η βιζιτού, η ιερόδουλος, η καριόλα, η πουτάνα.
Λέξη που έγινε γνωστή από την παγκοσμίου φήμης cult ταινία της δεκαετίας του ΄80 με τον Στάθη Ψάλτη, «Ο πρωτάρης μπάτσος και η τροτέζα».

Καλά θέλεις και παράδειγμα για να την καταλάβεις; Δεν σου φτάνουν τόσα συνώνυμα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξοδεύω το χρόνο μου άσκοπα από δω κι από κει, αφήνοντας στην άκρη τις υποχρεώσεις μου, αντίστοιχο του κωλοβαράω.

- Σωτήρη πήγες στον τάδε πελάτη ;
- ....Όχι...
- Μαλάκα, πάλι πούτσιζες από το πρωί;!;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αδερφή, ο πούστης, ο gay, η παλιόπουστα, η σκατολουγκρητία.

Αναφέρεται σε εκείνο το άτομο το οποίο συμπεριφέρεται ακριβώς σαν κοπέλα. Έχει επέλθει η πλήρης μετεξέλιξη και ο τύπος πλέον ταυτίζεται ψυχή τε και σώματι με το άλλο φύλο. Η κοπέλα η τελειωμένη συμπεριφέρεται με πουτανιά και δεν αφήνει τίποτα όρθιο στο πέρασμά του (ναι πάλι στα πέη αναφέρομαι).

Γιαννάκης: - Μπαμπά είμαι Gay
- Τι λες παιδί μου... Έχεις εσύ φίλες μοντέλα;
- Όχι μπαμπά.
- Έχεις σπίτι στη Μύκονο;
- Ούτε.
- Δουλεύεις στην τηλεόραση; - Όχι μπαμπά.
- Τότε τι gay είσαι ρε μαλακισμένο. Παλιόπουστα του κερατά είσαι, κοπέλα τελειωμένη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πούστης, gay, αδερφή, πισωγλέντης, λούγκρα.
Αναφέρεται σε πολλά λεξικά και ως σκαραβαίος, από το αυτοκίνητο της VW που είχε την κίνηση στους πίσω τροχούς. Έτσι και ο πισωκίνητος έχει εξασκηθεί στην κίνηση από πίσω και έχει κάνει το κώλο του γκαράζ με δωρεάν πάρκινγκ.

- Κοίτα τον Λόυλη τον πισωκίνητο. Όλο τα καλύτερα τεκνά κυκλοφοράει.
- Έτσι είναι φίλε μου. Τον πούστη πολλοί γάμησαν, το χρήμα ουδείς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά των λέξεων Παίρνει Τσιμπούκια Όρθια. Χαρακτηρίζει τη γκόμενα εκείνη που είναι τόσο κοντή που ο λαιμός της μυρίζει ποδαρίλα, τη γκόμενα εκείνη που είναι 1.50m με τα χέρια στην ανάταση, την πολύ κοντή, να το πω επιστημονικά, γκόμενα. Προσοχή, δεν αναφέρεται στις γυναίκες μπάζα. Πολλές φορές τα Π.Τ.Ο. έχουν πολλά πλεονεκτήματα (εύκολη αποθήκευση και ευχρηστία αν και είναι λίγο ευαίσθητα στην υπερβολική χρήση).

— Επιτέλους την πήδηξα τη Μαρία.
— Ποια ρε μαλάκα; αυτό το Π.Τ.Ο.; Αυτή ρε δε σου φτάνει ούτε μέχρι τα αρχίδια!
— Ε και πού είναι το κακό;

(από gggggg, 23/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified