Selected tags

Further tags

Και «πουλοπαίκτης».

Ο αυνανιστής, αυτός που πουλοπαίζει (μουτσοπαίκτης στα μαρτυριάρικα, παίκτωρ πουλακίου σλανγιωτατιστί, πουλοπλέιερ κουλεζιστί).

  1. Άντε σήκω τώρα από την καρέκλα σου ρε πουλοπαίχτη και πήγαινε να πηδήξεις καμιά Ρωσίδα με μεγάλα βυζιά μπας και ξελαμπικάρεις λίγο αντί να γράφεις 45 μυνήματα τη μέρα. (Από μπουρδελοσάιτ).

  2. Ποια σκοπιά μία στις τόσες ρε ιππόκαμπε, που θες να έχεις και άποψη, τρικαράγκιοζα πουλοπαίχτη. Μία σκοπιά στις τόσες έκανες εσύ; Ή ακόμα δεν έχεις πάει στρατό; (Από youtube).

  3. Ο μεγαλύτερος πουλοπαίκτης του φόρουμ είναι ο Ρόμπας και ακολουθεί με μεγάλη διαφορά ο επόμενος. (Από φόρουμ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αυνανιστής, ο μαλάκας, ο πουλοπαίκτης, ο παίκτωρ πουλακίου, εκ του πούλος και του πλέιερ (<player= παίκτης στα αγγλικά), που φαίνεται ότι φού και φού χρησιμοποιείται ως ξενικό β΄ συστατικό στα μαγκίτικα ή στα κουλέζικα, βλ. και καραγκιοζοπλέιερ.

Πάσα: Χαλικούτης.

  1. Καλά αν περιμένεις να ρίξετε γκομενάκια με αυτόν τον πουλοπλέιερ που βγαίνεις, δεν στα έχουνε πει καλά...

2. Που ειναι τα εμότικονς να βάλω τον πουλοπλέιερ;

Got a better definition? Add it!

Published

Νεαρή μουνίτσα που βγάζει μια κομμουνίλα λόγω ιδεολογικών απόψεων και που ό,τι λέει σου έρχεται να της πεις «άσε μας κομμουνίτσα μου».

Άσε μας κομμουνίτσα μου που θα 'ρθω να σε βρω στην ΕΡΤ. Εγώ για καφέ στο Κολωνάκι θέλω να πάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούστης (λέγεται παρουσία μικρών για να το καταλάβουν χωρίς τη χρήση της «κακιάς» λέξης). Προφανής ο συνειρμός από το ομώνυμο εργαλείο.

Αντώνυμο (στο περίπου και υπό τις ίδιες συνθήκες): μαρκαδόρος (και καλά μεγάλος, χοντρός και γράφει ανεξίτηλα).

Τον περνάς για μαρκαδόρο, αλλά είναι ένας μολυβοξύστης φοβίσιμος.

(από Khan, 16/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μοιχός.

Ξενογάμης, ο έχων εξωσυζυγικές ερωτικές σχέσεις.

Got a better definition? Add it!

Published

Παροιμιακή έκφραση.

Το ερώτημα είναι ρητορικό βεβαίως, αφού η απάντηση είναι προφανής, και ως τέτοιο χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε σε άτομα που είναι τόσο κολλημένο σε κάποια συνήθειά τους, ώστε να θεωρούμε ότι είναι αδύνατον να την κόψουν.

- Το καλύτερο έγινε στο τέλος: παίρνει το τελευταίο τσιγάρο από το πακέτο το ανάβει και μας λέει: «Το βλέπετε; Αυτό είναι το τελευταίο τσιγάρο που καπνίζω, από σήμερα τέρμα το κάπνισμα!»
- Ποιος ρε θα κόψει το τσιγάρο; Ο Γιάννης; Ναι, καλά! Κόβει η πουτάνα το γαμήσι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκική τροπή της ευχής «σιδεροκέφαλος!» που την επεκτείνει και στο κάτω κεφάλι. Με το kitschy ζενεσεκουά του β΄ συστατικού -τσουτσουνος, πετυχαίνει να αποφορτίσει μια αμήχανη στιγμή, όπου οι συνήθεις κοινοτοπίες χρειάζονται μια διασκέδαση, τ.πολύχρωμος και εντοιχισμένος. Ενώ έχει και το πλεονέκτημα ότι είναι και μια πραγματικά χρήσιμη ευχή. Υπάρχουν δε και περιπτώσεις, όπου η ευχή κυριολεκτεί, όπως για παράδειγμα όταν ευχόμαστε σε κάποιον να αναρρώσει από αφροδίσιο νόσημα (ή περιστασιακό πρόβλημα στύσης ξερωγώ). Επίσης, είναι χρήσιμο ως ευχή κατά τη γέννηση άρρενος τέκνου.

Συναφώς, έχει υπάρξει παρατσούκλι του Ανδρέα Παπανδρέου, την περίοδο που γύρισε στην Ελλάδα ύστερα από την περιπέτεια υγείας του, ταυτόχρονα με την επισημοποίηση της σχέσης του με την Δήμητρα Λιάνη. Πόσω μάλλον που ο συγχωρεμένος αποτελούσε το σοσιαλιστικό αντίπαλον πέος στη νεοφιλελού Σιδηρά Κυρία.

Χρησιμοποιείται, όμως, και γενικότερα, ανεξάρτητα της ευχής υγείας, για γκραν γαμίκουλες, είτε για να τους θαυμάσουμε, είτε για να τους ειρωνευτούμε.

Συνώνυμα: ρόμποκοπ, σιδηρόπουλος.

1.α) Σιδεροκεφαλος, σιδεροποδαρος και σιδεροτσουτσουνος!

β) Κατα αρχας φιλτατε συναγωνιστη περαστικα σου,ελα μην τρελενεσαι ενταξει θα κανεις θεραπεια με ενα αντιβιοτικο κ ολα καλα ο τσουτσουνος σου κ εσυ γενικα,οσο για τα αλλα δεν εχεις αρπαξει τιποτα ;) μην τρελενεσαι ,,,,περαστικα σου κ παλι σιδεροτσουτσουνος παλικαρε! (Από μπουρδελοσάιτ).

γ) μπραβο ρε μπραβο ρε!!!να σου ζισει μανα μουυυυυυυυυυ!!!!!!και σιδεροτσουτσουνος!!!!!!!!!!!!1

2.α) Θάτσερ αυτοί σιδεροτσούτσουνος εμείς.

β) Επίσης οι παλιότεροι θα θυμούνται οτι ο “σιδεροτσούτσουνος εθνάρχης” ηταν ο πρωτος που έβαλε χέρι στο ΝΑΤ

3.α) Η γερμανική «τσατσά» και το ελληνικό «τσατσόπουλο». Μετά το πρώτο σοκ του αιφνιδιασμού από τη συγκλονιστική και αποκαλυπτική δήλωση που περήφανα έκανε ο χαλκέντερος και σιδεροτσούτσουνος εθνοπατέρας και καμάρι της φυλής μας, άρχισαν να στριφογυρίζουν στο μυαλό μου διάφορες ιδέες-προτάσεις γιά την, όσο το δυνατόν επωφελέστερη, εκμετάλλευση της μοναδικής πηγής πλούτου που εναπέμεινε στην μαραζωμένη χώρα μας. [...] Αντί να κουβαλιόνται, σωρηδόν, πολυπρόσωπες, κοστοβόρες και άχρηστες αντιπροσωπείες στις Βρυξέλλες κι εδώ κι εκεί, αρκεί ο εκάστοτε επίσημος εκπρόσωπος της χώρας να κουβαλάει μαζί του τον Πετράρα, το απόλυτο όπλο, το ικανότερο sex-pistol! Έναν και καλό και ..μπάνικo.

β) καλα, ποιος καβαλαει το «κοριτσι» ο ΣΙΔΕΡΟΤΣΟΥΤΣΟΥΝΟΣ;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι πάρα πολύ έμπειρος, είναι χρόνια στο κουρμπέτι, έχουν δει πολλά τα μάτια του, έχει μάθει πολλά ο κώλος του, και ωσεκτουτού είναι τετραπέρατος, καπάτσος, αλλά και αδίστακτος και κυνικός, μαθημένος όπως είναι και στις τριβές και στις ματαιώσεις των ιδανικών.

Εκ του κώλος και πετσώνω, το οποίο χρησιμοποιείται για κάτι που γίνεται σαν πετσί και χάνει την ελαστικότητά του (δες).

Μια διαδεδομένη ερμηνεία του κωλοπετσωμένου είναι, λοιπόν, ότι πρόκειται για αυτόν που έχει πάψει προ πολλού να είναι τρυφεροκώλης και ότι ο κώλος του έχει εκτεθεί στην τραχύτητα της ζωής. Εδώ ως «κώλος» νοούνται δηλαδή οι γλουτοί, τα κωλομάγουλα. Φρονώ πάντως ότι πολλοί που χρησιμοποιούν την έκφραση εννοούν κυριολεκτικά (χωρίς λινκ) την κωλοτρυπίδα, οπότε κωλοπετσωμένος είναι αυτός που έχει απωλέσει την τρυφερότητα της άλλης παρθενιάς που έχει δώσει την θέση της στη σκληρότητα της πέτσας, με θετική ωστόσο κωλάντεραλ ντάματζ ότι η πολυμάθεια του κώλου του τον έχει κάνει παλιά καραβάνα, πονηρίδη με συνέπεια όχι μόνο να μην πιάνεται κότσος, αλλά να είναι και λήντερ.

Η άποψη του γούγλη: η μεγάλη πλειοψηφία των γουγλικών ευρημάτων αναφέρεται σε πολιτικούς και συνήθως θεωρεί το να είναι κανείς κωλοπετσωμένος ως σημαντική πολιτική αρετή.

Πάσα (Δ.Π.): Ironick.

1. Να ξεφύγουμε από τη νοοτροπία ότι, για να επιβιώσεις στη σημερινή νεοελληνική πραγματικότητα, πρέπει να είσαι σβέλτος, καπάτσος και κωλοπετσωμένος.

2. Αν δεν σε απελυαν οι φαρμακοβιομηχανοι θα συνεχιζες να εισαι διαφθορεας και τωρα που εχεις μαγαζι απλα ως κωλοπετσωμενος θα κανεις ντηλ

  1. Κωλοπετσωμένοι πολιτικοί:

α) Ο ΚΩΛΟΠΕΤΣΩΜΕΝΟΣ ΑΔΩΝΙΣ.

β) Ο Παναγιωτακόπουλος είναι γεννημένος για να δίνει μάχες. Κωλοπετσωμένος, γεμάτος εκλογές στην πλάτη του, κομματικά σκληροτράχηλος.

γ) Ο μπάρμπα-Φώτης είναι πολύ πιο κωλοπετσωμένος απ' όσο δείχνει η φαινομενική νηφαλιότητα του λόγου και η μειλιχιότητα της εικόνας του.

δ) Γεννηθείς κάτω από το αυλάκι, κι ως εκ τούτου δεόντως κωλοπετσωμένος, και πλημμυρίσας τας Αθήνας δια αναριθμήτων καγκέλων (εξού και καγκελάριος ή καγκελαρίτης)

ε) «Μπορεί ο Παπακωνσταντίνου να είναι καλός. Αν είναι. Αλλά δεν είναι «κωλοπετσωμένος». Όφειλε, να έχει πάρει δίπλα του, μερικούς ανθρώπους της πιάτσας. Να του δίνανε συμβουλές περί του πρακτέου. Με θεωρίες δεν βάφονται αυγά».

στ) Και οι δολοφονικές σφαίρες αυτού του εκτελεστικού αποσπάσματος εκπυρσοκροτούνται από το παλιωμένο αλλά καλά δοκιμασμένο και αποτελεσματικό όπλο-εργαλείο που λέγεται Κάρολος Παπούλιας και οι υπογραφές που βάζει -με σταθερό χέρι ο κωλοπετσωμένος αυτός γέρος-για μαζική εκτέλεση λαών αλλά και από την άλλη πλευρά για ατομικές αποδόσεις χάριτος των εκτελεστών του αυτού του λαού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εντατικό και μεθοδικό γλύψιμο αιδοίου ή πρωκτού, σε εναλλασσόμενες κινήσεις πάνω-κάτω / δεξιά-αριστερά.

Συνοδεύεται από κίνηση του χεριού σε στυλ Καράτε Κιντ.

Εναλλακτικά, μπορεί να χαρακτηριστεί και ως πινέλο.

- Ρε 'συ κοίτα ένα μουνί... Του έγλυφες την κωλοτρυπίδα;
- Φίλε το σπατουλάριζα...

(από fighting_falcon, 04/11/13)(από fighting_falcon, 04/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γλειφοκώλι, το υπερβολικό γλείψιμο με κολακίες, ψεύτικους επαίνους και στήσιμο κώλου, αλλά λέγεται και για μέρη και καταστάσεις που είναι κάτσε καλά, πολύ γκλαμουριά και χαϊλίκι. Είναι δηλαδή και επίθετο «κωλομεγλειφάτος».

  1. Με αυτόν τον τρόπο δεν θα πάει και πολύ μακριά στην καριέρα του. Όλοι το βαριούνται το κωλομεγλειφάτο από ένα σημείο κι έπειτα.

  2. Ε, για το πρώτο μας ραντεβού την πήγα σε ένα κωλομεγλειφάτο εστιατόριο, μην με πάρει και για κανά λέτσο.

Στο 0.20 ο Μητσικώστας το λέει μάλλον "κωλομελογλειφάτο". (από Khan, 14/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified