Selected tags

Further tags

Όπως και το ματσακόνι, θεωρείται εργασία ναύτη σε καράβι, αλλά δηλώνει επίσης και την σεξουαλική επαφή, το σφυροκόπημα της γυναικός κατά την ερωτική επαφή με το αντρικό μόριο, θυμίζοντας έτσι την σχετικήν εργασίαν εκτελουμένη από τον ναύτη... Απλά το αεροματσάκονο, σαν δημιούργημα της σύγχρονης τεχνολογίας, όπως βοηθά τον ναύτη να ματσακονίσει καλύτερα και γρηγορότερα, έτσι υποδηλώνει ακόμη δυνατότερη και με περισσότερη ένταση σεξουαλική επαφή. Αυτό το μέσα-έξω θα γίνει τόσο δυνατά και γρήγορα όσο είναι αδύνατον να επιτευχθεί με ανθρώπινα χέρια και δύναμη, αλλά μονάχα με ένα δυνατό εργαλείο!

- Την είδες την δόκιμο πλοίαρχο ;
- Άμα μου παρακολλήσει έχει να φάει αεροματσάκονο... θα δει τον Χριστό φαντάρο το παλιοπούτανο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως θεωρείται εργασία ναύτη σε καράβι, αλλά δηλώνει επίσης και την σεξουαλική επαφή, το σφυροκόπημα της γυναικός κατά την ερωτική επαφή με το αντρικό μόριο, θυμίζοντας έτσι την σχετικήν εργασίαν εκτελουμένη από τον ναύτη...

Άμα μου κάτσει η τύπισσα, έχει να φάει τρελό ματσακόνι!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που παρεξηγείται εύκολα, και τα παίρνει όλα της μετρητοίς. Αυτό που λέει ο λαός «καλό παιδί αλλά μαλάκας». Αλλιώς «πορδομπούκωμα».

Εναλλακτικά, ο τυπάς που έχει άπειρα κόμπλεξ και κολλήματα, που διστάζει να κάνει καμάκι στις γυναίκες που του αρέσουν και περιμένει με το ποτάκι του στο bar περιμένοντας το θαύμα.

Πω ρε φίλε τι πορδομπουκωμένος που είναι ο Διονύσης; Βγαίνει στα club και μιλάει στις κοπέλες στον πληθυντικό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμιέμαι (όχι εγώ, η έκφραση το λέει) τόσο πολύ και με τέτοια ένταση, ώστε εξουθενώνω το πέος του εραστή μου, και οριακά του το αφαιρώ, λειτουργώντας έτσι ως μια ιδιότυπη vagina dentata. Λαδή τον «ευνουχίζω» με το να κορεστεί απολύτως από την ποσότητα του γαμησιού που μου έχει ρίξει, ώστε μετά να φύγει και να μην του σηκώνεται πια, να έχει εκλείψει η ερωτική του επιθυμία. Φωτορεαλιστικώς, φανταζόμαστε μια τέτοια δύναμη της κίνησης φίκι-φίκι, ώστε να επισυμβαίνει αποκόλληση της πούτσης. Το α' συστατικό ξε- παραπέμπει στο ξεσκίζω, αλλά με την έννοια ότι η/ο ερωμένη/-ος ξεσκίζει τον εραστή με τον κώλο. Βεβαίως, ακόμη και αν δεχτούμε ότι ο εραστής «ευνουχίζεται» ψυχολογικώς (το τσαμένο), ή κατσιάζεται, σε καμία περίπτωση δεν τον χάλασε, οπότε από την μεριά του ερώντος η έκφραση έχει θετικό πρόσημο.

Η έκφραση μπορεί να σημαίνει και μια αντιστροφή του διπόλου ενεργητικός-παθητικός, ώστε να εμφανίζεται ως ενεργών ο δεχόμενος το γαμήσι. Πλην μάλλον δεν πρόκειται για κάποια προοδευτική έκφραση νέας κοπής τ. ρίχνω δυο μουνιά, που δείχνει την θαυμαστή πρωτοβουλία της ερωμένης, παρόλο που και στις δύο περιπτώσεις έχουμε μια ενεργητικότητα του θήλεος που λειτουργεί ευνουχιστικά για το άρρεν. Ούτε και πρόκειται για κάποια εναλλακτική υπέρβαση της μονοτροπίας του φις - πρίζα. Στην έκφραση ξεπουτσιάζω έχουμε περισσότερο τον κλασικό σεξιστικό στιγματισμό της/του ερωμένης/-ου που δρα ως αδηφάγα μητρομάνα. Χαρακτηριστικό ότι η έκφραση χρησιμοποιείται συχνά για μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκες χήρες, ζωντοχήρες, παπαδοξηλώτρες, που υποθέτουμε φαντασιωτικώς ότι θα μας ξεπουτσιάσουν λόγω στέρησης.

Χρησιμοποιείται, επίσης, για να πούμε ότι κάποιος είναι κωλόφαρδος, τυχερός, λ.χ. σε αθλήματα.

  1. - Ρε συ, πού είσαι χαμένος τόσους μήνες;
    - Έχω βρει μια ζωντοχήρα και μ' έχει ξεπουτσιάσει φιλαράκι.
    - Τι άλλο να πω, παρά ΚΑΛΑ ΓΑΜΗΣΙΑ! (Βλ. ζωντοχήρα).

  2. Κατάλαβα πως τον είχε ξεπουτσιάσει. Η γυναίκα αυτή έκρυβε ένα ηφαίστειο μέσα της. (Εδώ για ενήλικες).

  3. ξερει κανεις καμια εμπειρη στην ποδομαλακια!!! που να μπορει να με ξεσκισει η αλλιως να με ξεπουτσιασει;;;; (Εδώ).

  4. Μπορεί παράδειγμα να του τα έκανε και επίτηδες ο αντίπαλος ενώ αυτός με τα 16/16 σουτ τους έχει ξεπουτσιάσει. :-D (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που υποδεικνύει τις ιδιαίτερες προτιμήσεις των ονομαζόμενων ομοφυλόφιλων. Η παραπάνω πράξη είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη στους κυνηγούς λαγών. Εξ ου και ''το πνίγει το κουνέλι''. Εννοείται το Αρσενικό.

π.χ.- Παιδιά μιλάμε ότι ο τυπάς το καβαλάει το τουφέκι!

Βλ. και την τρίζει την όπισθεν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του μουνοπηγή, με τη διαφορά ότι η μουνοφωλιά αφορά μόνο το μέρος όπου συχνάζουν θεόμουνα.

Έκανα γενέθλια στο Circus στα Εξάρχεια κι άνοιξα μπουκάλι. Το μαγαζί είναι σκέτη μουνοφωλιά ρε μαλάκα. Σκέψου ότι είχαμε 10 γυναίκες γύρω μας και φύγαμε με 3 τηλέφωνα!

(από HardcoreGR, 20/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε άτομο ή μέρος όπου συχνάζουν μουνιά, κυρίως μούναροι.

1 (άτομο): Μαριάννα, δε παίζεσαι ρε. Τη μία μου γνώρισες την Ιωάννα, χώρισα και τώρα στα καπάκια μου έψησες σκηνικό με τη Ράνια. Σκέτη μουνοπηγή είσαι!

2 (μέρος): - Χθες πήγα στο Γκάζι, έκατσα λίγο στο Gazzarte και δεν έπαιζε τίποτα. Μόνο ζευγάρια και ψωλαρία.
- Τζάμπα ταλαιπωρία δηλαδή, ε;
- Όχι, ευτυχώς μετά πήγαμε Socialista και πάθαμε πλάκα. Μουνοπηγή το μαγαζί σου λέω. Είχε δύο Bachelor party με γυναίκες κι έγινε της πουτάνας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παντζαρόσωστος: Δεν είναι αυτός που είναι σωστός περί το παντζάρι αλλά αυτός που σώθηκε από το παντζάρι. Δηλαδή ο παντζαροσωσμένος ή ο διά κοκκινογουλίου ή τεύτλου σεσωσμένος.

Σ.ς.: Τα τεύτλα σώζουν! Ρίχτε μια ματιά στα σχόλια της φραπελιάς να καταλάβετε.

- Είχα μια αιμορραγία που κόντεψα να πεθάνω. Αλλά η κυρα-Νίτσα να είναι καλά! Με δυο κιλά παντζάρια με συνέφερε!
- Σ' έσωσε θες να πεις!
- Μόνο; Μ' έκανε σωστό παντζαρόσωστο!

Σώζει ζωές (από Vrastaman, 19/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κακό σεξ σε κάθε του έκφανση. Ειδικότερα:

  • Η γυναίκα που κατά την σεξουαλική πράξη συμμετέχει με τον ίδιο βαθμό ευλυγισίας και ζωντάνιας, όσο ένα πτώμα μέσα στην κάσα,
  • Η φάση όπου κάθε αποτυχημένη προσπάθεια ανύψωσης του ηθικού του άνδρα καταλήγει σε μοιρολόι (βλ. τον πούτσο κλαίγανε),
  • Η σεξουαλική συνεύρεση με μικροchoochooνο άνδρα. Μεγάλα κέφια,
  • Το σεξ με μια συντηρητική γυναίκα, συνήθως αγαμήτου και απάρτου, όπου το κλίμα είναι πραγματικά πολύ βαρύ και θυμίζει νεκρώσιμη ακολουθία,
  • Όταν η σεξουαλική συνεύρεση είναι τόσο ανεβαστική, που στέλνει τον συμμετέχοντα-κάποιας-ηλικίας κανονικά στα ουράνια.

Από βίντεο-παρωδία της σειράς Lola:

- Μπάζο, ηλίθια, κρεβατοκηδεία!
- Σε παρακαλώ, έχω βγάλει 135 στο τεστ IQ του Κοσμολόλιταν!

Πέμπτη περίπτωση (από Vrastaman, 19/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από την χαρακτηριστική κίνηση που γίνεται όταν βαράει κάνεις μαλάκια.

Η χρήση της δεν προορίζεται στην καθεαυτού πράξη του αυνανισμού, άλλα στην βαρεμάρα και την απραξία, συνώνυμο του τα ξύνω.

- Τι λέει σήμερα η δουλειά;
- Τίποτα δεν έχω κάνει. Τον πλάθω απ' το πρωί.

Κουλουράκια (από Vrastaman, 19/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified