Selected tags

Further tags

Λέγεται για γκόμενα που έχει περιέλθει σε απελπισία από παρατεταμένη αγαμία. Μένει αγαμήτου και απάρτου γωνία και έχει επειγόντως ανάγκη από σέρβις. Η έκφραση σχηματίζεται κατά το χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο από απελπισία. Οι γυναίκες δεν έχουν μεν κάτω κεφάλι, όμως το μουνί είναι άργκιουαμπλjυ ένα κέντρο της προσωπικότητας, ιδίως όταν τις πιάνουν τα μουνικά τους, (πρβλ. και ετυμολογία της υστερίας από την υστέρα) οπότε τέσπα, αυτό έχουν, αυτό βαράνε, ακόμη κι αν σαν εικόνα είναι τιραμισουρεαλιστική.

Πάσα: Vikar.

- Τι κάνει η Μαριλού;
- Απ' όταν την άφησε εκείνος ο τραγουδιστής, δεν τα έχει φτιάξει με άλλον. Και πάνε τέσσερα χρόνια!...
- Καλά, θα χτυπάει το μουνί της στον τοίχο, μιλάμε...
- Ναι, αλλά είναι και δύσκολη, δεν της αρέσει ο ένας, δεν της αρέσει ο άλλος... Ήθελε οπωσδήποτε καλλιτέχνη...

Κορίτσια χαϊδεύουν ένα χταπόδι (από Vrastaman, 04/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη την οποία ουδέποτε κατανόησα για να είμαι ειλικρινής, αν και λέγεται κατά κόρον (λεγόταν στα ογδόνταζ πιο πολύ).

Δεν είναι η γνωστή μας μουνίλα, η δε κατάληξη -ίκλα δεν έχει εδώ τον ρόλο που έχει στα άλλα εις -ίκλα (βλ. σχόλιο στο συντηρίκλα). Είναι κάτι σαν υπερθετικός της ύβρεως μουνί, νομίζω.

Εμένα μου δίνει την εντύπωση ότι είναι λέξη «αμηχανίας»: υπάρχουν στιγμές που θέλουμε να εκφραστούμε έντονα και μας βγαίνει μια λέξη η οποία όμως δεν επαρκεί, πάμε να την εμπλουτίσουμε μεγαλώνοντάς την με κάποιο συνθετικό ή προσθέτοντας άλλες λέξεις στο πλάι της, αλλά φρενάρουμε γιατί δεν μας έρχεται τίποτα στο μυαλό και τελικά γαμιέται το θέμα και λέμε μια ανύπαρκτη μαλακία και μισή. Κάπως έτσι μου φαίνεται ότι δημιουργήθηκε αυτή η λέξη. Φρέναρε στο -κ- και μετά πήρε αναγκαστική κατάληξη.

Παρόλ' αυτά είναι βαριά βρισιά.

ΕΣΥ είσαι το κομματόσκυλο, χοντρομαλάκα της δεκάρας, μουνίκλα της βροχής. (από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Τραχειά και κάπως ντεμοντέ σλανγκιά για την ωραία και προκλητική γκόμενα. Την αποκαλούμε έτσι γιατί είναι δεδομένο ότι δεν πέφτει έρωτας εκεί, αλλά πούτσος. Κάτι καλύτερο από το τρύπα πάντως.

Για νέες ηλικίες: μουνάκι.

Συνώνυμα: αμαρτωλό, καυλόμουνο, ξεψώλι.

  1. Ο τριμαλάκας, το αρχίδι, ο μουνίκακας, ο πουτανόψυχος -και πάει λέγοντας.

Και τα δύο λέγονται και από γυναίκες.

Αν είναι δυναμό, δεν το είχαμε με τη σημασία αυτή.

  1. - Ωραίο μουνί η Τερέζα.
    - Μη σ' ακούσει μόνο να τη λες έτσι.
    - Μμμμ, σιγά την παρθενοπιπίτσα...

  2. - Και κει που ήμασταν, σκάσανε τρία μουνάκια και δεν είχε πού να καθίσουνε και καθίσανε στο τραπέζι μας και...
    - Και μέσα σε πέντε είχες γαμήσει στις τουαλέτες;
    - Ναι! πού το κατάλαβες; - Αφού σε έχω γεννήσει ρε μαλάκα άντρα!!

  3. - Είσαι και πολύ μουνί ρε φίλε, το ξέρεις;
    - Ποιον είπες μουνί ρε μουνί;

(από Khan, 18/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν στην πίπα το πέος πάει πολύ βαθιά και η κοπέλα πνίγεται...

Καλά, τις έριχνα ένα τσοκάρισμα μέχρι φωνητικές χορδές!

Mrs Chokesondick (South Park) (από Vrastaman, 30/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ελληνική μετάφραση / παράκουση του mother fucker.

- I'm the best morofokas in the whole world!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος αναφέρεται σε κάθε... σεξουαλικώς ενεργό άτομο κάθε φύλου και οποιασδήποτε... προτιμήσεως, με μία περιπαιχτική διάθεση, κυρίως όμως αναφέρεται σε ομοφυλόφιλους με ζηλευτές επιδόσεις στο γνωστό μουσικό όργανο (κλαρίνο).

Μεγάλος πούστης ο τύπος, σκέτη σπερματορουφήχτρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που προσγειώνει σκληρά στην πραγματικότητα κάποιον που δεν διαθέτει την απαραίτητη εγρήγορση (π.χ. κοιμήσης, αργόστροφος κλπ) ή επιδεξιότητα (π.χ. ατσούμπαλος, άγαρμπος κλπ) ή ρώμη (κακαντράκι, φιλάσθενος κλπ) ή εμφάνιση (χλωμός, κουρασμένος κλπ), προκειμένου ν’ ανταποκριθεί επαρκώς στις απαιτήσεις μιας ομάδας ή παρέας.

Οι περισσότεροι αθρώποι, αγωνιούντες μην χαρακτηρισθούν αποσυνάγωγοι (ξέροντας τί τους περιμένει), μοχθούν ν’ αποδείξουν στην κοινότητα ότι διαθέτουν τουλάχιστον μιαν από τις παραπάνω αρετές επιβίωσης (είτε κραυγάζοντας την ειδίκευσή τους – είτε υποτιμώντας των άλλων). Μερικοί τις καλλιεργούν κιόλας.

Η έκφραση απηχεί την αντίληψη ότι η μαλακία αδυνατίζει και το σώμα και το πνεύμα (το ίδιο κάνει, αλλ’ όχι αντίστροφα).

Η Φύση (και η κοινωνία) ξερνάει τον αδύναμο. Η συμπόνια δεν πασπαλίζει πάντα το ψωμί της ανάγκης.

Πάντως, ο αρχιδεσμοφύλακας ενός ξερονησιού στην Γαλλική Γκυιάνα, πιστός στον Κανονισμό που επιτάσσει ένα minimum ενδιαφέροντος από καθήκον, σύστησε στον Papillon (F.J. Schaffner 1973), να μαλακίζεται όσο το δυνατόν λιγότερο, για να μη ρέψει εντελώς, (δεδομένων των -ούτως ή άλλως- απάνθρωπων συνθηκών) κατά την διάρκεια της διετούς (!) απομόνωσής του, παραβλέποντας ωστόσο, τα καταπραϋντικά ψυχικά ευεργετήματα των κατά μόνας ηδονών...

Βλ. εδώ για την κοινωνικά απαιτούμενη ετοιμότητα και εδώ για τις συνέπειες της έλλειψής της.

  1. - Πάμε το βράδυ στης Νανάς;
    - Πήγαμε!
    - Πάρε και τον Μπάμπη μήπως θέλει να ’ρθει!
    (ο αφηρημένος):
    - Ρε για δεν πάμε καμιά μπουρδελάδα καλύτερα;
    - Από μαλακία έρχεσαι; Τί λέμε τόσην ώρα; Συγκεντρώσου!

  2. - Μην το πειράζεις αυτό, μου το ’φερε ο πατέρας μου απ’ την Αίγυπτο!
    - Κράκ!
    - Ωχ! Σόρρυ μου ’πεσε...
    - Ρε κουλαρία, από μαλακία έρχεσαι; Δεν ακούς που σου μιλάνε;

  3. - Δώσε χέρι ρε ν’ ανέβω στη βάρκα! Δεν μπορώ να κρατηθώ, γλιστράω!
    - Βόηθα τονε ρε μια, να βάλω μπρος!
    - Ωωωωχ! Δε γίνεται ρε, ασήκωτος είναι ο πούστης...
    - Από μαλακία έρχεσαι ρε παράλυτο; Άντε απ’ την άλλη μη μπατάρουμε, θα τονε τραβήξω εγώ...

  4. - Πώς είσαι έτσι ρε, τί μάτια είν’ αυτά; Από μαλακία έρχεσαι;
    - Άσε ρε, ξενύχτησα χτες, έγινα λιώμα και στα ξίδια, γάμησέ τα...
    - Εμένα μου λες; Κόφ’ την πρωϊνή ρεεεεεε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερθετικός του σταρχιδισμός.

Παράγωγο: στομπουτσιστής.

Συνώνυμο: της ψωλής μας ο χαβάς.

Αγαπημένες ατάκες: ζμπότσομ, ζμπόυ τσομόυ / στον μπόυ τσο μόυ, ζμπούτσαμ.

  1. Το στομπουτσιστής / στομπουτσισμός με αρέσει περισσότερο (και το χρησιμοποιεί και ο Χοτζ).
    (σχόλιο αλίβε για το ζεμανφουτίδης)

  2. Καλό παιδί, δε λέω, αλλά με πεθαίνει αυτός ο στομπουτσισμός του, ο κόσμος χάνεται και δεν του καίγεται καρφάκι του μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ισοδύναμο του «καυλωτικός», αλλά, σύμφωνα με μερικούς -εμού συμπεριλαμβανομένου- αρκετά πιο εύηχο και ραφινάτο.

- Τί καυλερό εμπιθρί είν'αυτό; Το θέλω!
- Το θέλεις δεν το θέλεις, στ' αρχίδια μου. Είναι δικό μου.

(από Τσακ εις την μέσην, 25/01/11)

βλ. και καυλωτίκ, καβλωτίκ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικό σχόλιο για την παρτόλα που το παίζει παρθενόπη. Δεν είναι ακριβώς η μισοπαρθένα, είναι αυτή που, εννοείται, ούτε από κώλο είναι παρθένα, αλλά το λέμε έτσι για να δείξουμε το τελείως αντίθετο.

- Σα να μου φαίνεται παρθενάκι το Λιζάκι, για πρόσεχε...
- Παρθένα, αυτό το ξεψώλι;! Ουουου, τι να σου πω! Παρθένα από κώλο!

Got a better definition? Add it!

Published