Selected tags

Further tags

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να απαντήσουμε με τρόπο απαξιωτικό σε συνομιλητή που λέει εξυπνάδες. Το νόημά του είναι παρόμοιο με τα λήμματα φτύσε τ' αρχίδια σου και φτύσ' τα μπούτια σου και, ανάλογα με τον τόνο της φωνής, μπορεί να είναι ήπιο σαν «άντε παράτα μας», έως και προσβλητικό, όπως άει στο διάολο.

Δεν μας είναι γνωστό εάν πρώτα κάποιος σκέφτηκε την παρούσα έκφραση και στη συνέχεια ο λαός, χάριν συντομίας, έκοψε το μέρος με τα γραμματόσημα, ή αν πρώτα ο λαός σκαρφίστηκε το «φτύσε τα αρχίδια σου» και κατόπιν κάποιος το προχώρησε ένα βήμα πιο πέρα.

Ο γράφων ουδεμία ευθύνη φέρει για νοερές εικόνες που πιθανώς να σχηματίσετε διαβάζοντας το υπόλοιπο του ορισμού.

Αυτό που ξέρουμε είναι ότι ο δημιουργός εμπνεύστηκε παρομοιάζοντας τον όρχι με τη συσκευή εκείνη στα ταχυδρομεία, η οποία διαθέτει ένα ειδικό υγρό που υποκαθιστά το σάλιο, στο οποίο ακουμπάμε τα γραμματόσημα και τα καθιστά έτοιμα για να κολληθούν στο φάκελο, χωρίς να απαιτείται από εμάς να τα γλύψουμε. Κάνοντας όμως τη εύστοχη παρατήρηση ότι το συμπαθές μέρος του σώματος δεν έχει την ικανότητα να αυτο-λιπαίνεται, όπως η βάλανος, υποχρεούται να προσθέσει το φτύσιμο για να στέκει η έκφραση.

- Πείτε μου παρακαλώ το σειριακό αριθμό της συσκευής.
- 240........
- Αποκλείεται. Αρχίζει με άλλα νούμερα.
- Σας διαβάζω τον αριθμό που λέει στο πεδίο «Serial Number».
- Δεν μπορεί, κάποιο λάθος κάνετε.
- Είναι ένας 11ψήφιος αριθμός;
- Ναι. (Ακολουθεί παρόμοιος διάλογος)
- ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ να είναι αυτός που μου λέτε.
- Ρε φτύστ' τ' αρχίδια σου και κόλλα γραμματόσημα! Θα το φτιάξω μόνος μου.
(από προσωπική τηλεφωνική συνομιλία με υπάλληλο service).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας.

Απόδοση με μια πιο επιστημονική διάθεση, ή λόγω καμουφλάζ.

Συναντάται και ως «χειροπράκτης».

Στο σπίτι της μαμάς - πεθεράς:
η Σύζυγος: «Νίκο πρόσεχε τή γλώσσα σου. Ακούει η μαμά».
ο Σύζυγος: «Καλά. Λοιπόν, ο αδελφός σου είναι εντελώς χειρωνάκτης Λίτσα».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά την λαϊκή παροιμία: «Με στραβό αν κοιμηθείς, το πρωί θα αλληθωρίσεις».

Ο όρος έχει δύο σημασίες, ανάλογα με το εάν αναφέρεται σε άνδρες (κλειτοριδομούρης), ή γυναίκες (κλειτοριδομούρα). Χρησιμοποιείται και ως κλειτοριδόφατσα αλλά σπανιότερα.

Ορισμοί:

  1. Ανήρ: Κλειτοριδομούρης είναι ο ανήρ ο οποίος επιδίδεται συχνά - πυκνά εις το ευγενές άθλημα της αιδοιολειχίας (βλ. γλειφομούνι). Λόγω παρατεταμένης και συνεχούς επαφής του προσώπου του με την κλειτορίδα, ο εκφέρων τον χαρακτηρισμό, υπονοεί ότι τείνει η πρόσοψις του να ομοιάσει με το εν λόγω όργανον.

  2. Γυνή: Χαρακτηρίζει την τριβάδα. Κλειτοριδομούρα είναι η γυνή η οποία τυγχάνει ομοφυλόφιλη και ως εκ τούτου έρχεται συχνά εις επαφήν με την κλειτορίδα της συντρόφου της.

  1. - Και δε μου λες ρε Βαγγέλη, αφού δε σου τον παίρνει στο στόμα η Σούλα εσύ συνεχίζεις τα γλειφομούνια; - Ναι ρε, αφού τη βρίσκει το μωράκι.
    - Άντε ρε κλειτοριδομούρη. Πες καλύτερα ότι τη βρίσκεις εσύ.

  2. - Ωραίο παιδί Μάκη. Πάω να την πιάσω στο μπλα μπλα.
    - Κάτσε κάτω ρε. Κλειτοριδομούρα είναι. Την έχω δει με τη δικιά της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδική κατηγορία γκόμενας (συνήθως νεαρής ηλικίας) η οποία δεν χορταίνει τον πούτσο, κατά κύριο λόγο τρέφεται και αναπτύσσεται με αυτόν...

- Πω! ρε φίλε, με τάραξε η πεονύμφη, με άφησε μισό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρά την χρήση του κτητικού «μου», σε καμία περίπτωση αυτός που το λέει δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει την ιδιωτική του πουτάνα, ή ότι είναι προαγωγός, αφού, ως γνωστόν οι πουτάνες είναι κοινά αγαθά.

Η έκφραση χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει έντονο συναίσθημα αγανάκτησης, νεύρων, δυσφορίας, αδικίας λόγω διαφόρων λόγων.

Χρησιμοποιείται και ως «γαμώ την πουτάνα μου, γαμώ» προσδίδοντας μεγαλύτερη έμφαση στην αγανάκτηση και όχι στο γαμήσι της πουτάνας.

Συναφή / συνώνυμα: γαμώ την αγανάκτησή μου, γαμώ, γαμώ την καταδίκη μου.

  1. Στο γήπεδο
    - Κοίτα το μαλάκα τι έχασε.
    - Ναι ρε. Διώξτε το ρε το παλτό, γαμώ την πουτάνα μου, γαμώ.

  2. Στη δουλειά
    - Ρε Θανάση, τι έκανες, γαμώ την πουτάνα μου; Έσβησες το αρχείο;
    - Χέσε με. Το έχω backup.

  3. Φανάρι Φραντζή και Συγγρού.
    - Ρε μαλάκα τροχονόμε, εμείς θα περάσουμε ποτέ, γαμώ την πουτάνα μου; Σύνταξη θα πάρουμε εδώ ρε; Ξύπναααααααα !!!!

Δες και γαμώ + αντικείμενο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δύο ορισμοί με επικρατέστερο τον πρώτο.

  1. Τοπογραφικός: Το μέρος στο οποίο παρευρίσκονται υπεράριθμαι γκόμεναι. Η χαρά του καβλωμένου. Ο παράδεισος του άνδρός. Βλ. και μουνόλακκος.

  2. Μετεωρολογικός: (απίθανος σε αυτό τον κόσμο) Όταν πνέουν άνεμοι ισχυροί συνοδευόμενοι από ιπτάμενα αιδοία, ή βρέχει καταρρακτωδώς αιδοία.

Καλά, ρε φίλε, τι μουνοθύελλα ήταν κι αυτή εχθές; Τόσες γκόμενες δεν είχαν ξαναπεράσει από το μαγαζί ποτέ. Έπαθα πλάκα.

(από patsis, 30/03/11)(από patsis, 30/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η κατάσταση κατά την οποία τρέχεις πανικόβλητος και ενώ οι υποχρεώσεις βαράνε κόκκινο, το αφεντικό ή ο προϊστάμενος απαιτεί να κάνεις και επιπλέον δουλειές.

  2. Περιγραφή κατάστασης αναφερόμενη σε κάποιον που τα θέλει όλα δικά του.

  1. - Πώς πάει η δουλειά;
    - Πώς να πάει; Ο διευθυντής μας έχει βάλει τον πούτσο στο μουνί και το δάχτυλο στον κώλο!

  2. Αμάν πιά με την φαταουλίαση σου! Ζητάς και και τον πούτσο στο μουνί και το δάχτυλο στον κώλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πούτσα!

Γλείψ' την μπατανόβουρτσα!

(από ΑΟΥΓΚΑ, 16/03/10)Τουτσι... Πότε Βούδας, πότε Κούδας...  (από GATZMAN, 26/07/10)

Δες και μπαντανάς, μπατανόπιασμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Παραλλαγή του ζμπούτσαμ.

  2. Ανύπαρκτο θρασοχεβιμέταλ συγκρότημα!!

  1. - Ρε, το μηχανάκι βγάζει καπνό, ρε!
    - Ζμπότσομ, ρεεε, δεν είναι δικό μου!

  2. - Εσύ, ρε μέταλλο, τι μουσική ακούς; - Τα πρωινά, Maiden, μεσημέρι Sodom, αλλά το βραδάκι με την γκόμενα μόνο ζμπότσομ!! Φανατικά!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ή «Θα μας κάνεις αέρα στα αρχίδια».

  1. Θα σε γαμήσω και θα μου κάνεις αέρα. Αντίστοιχα με το «θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια», υπονοείται ότι ο αέρας διαφεύγει κατά τη διάρκεια της παρά φύση ερωτικής πράξεως (κλανιά) και έτσι αερίζονται οι όρχεις του ενεργητικού εραστή.

  2. Θα σε γαμήσω τόσο πολύ που θα χρειαστεί να μου κάνεις αέρα (γενικώς λόγω έξαψης και ειδικώς στα αρχίδια). Εδώ ο αέρας είναι καθαρός (βεντάλια ή ανεμιστήρας).

Εκ των δύο πιθανοτέρα θεωρείται η πρώτη.

  1. - Θα σε λιώσω στο ξύλο.
    - Θα μου κάνεις αέρα στα αρχίδια ρε μαλάκα.

  2. - Για 5 γκολ σας έχουμε κουφάλες.
    - Κάντε μας αέρα ρε. Δεν έχετε ομάδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified