Selected tags

Further tags

Ο εκάστοτε «Μήτσος» δε φαίνεται να σταματάει τις μαλακίες, συνήθως σε indoors περιβάλλον όπου παίζει χαρτί, τάβλι ή άλλη δραστηριότητα τέτοιου τύπου και που ο «Μήτσος» αδυνατεί να κατανοήσει τη σπουδαιότητα του παίγνιου/δραστηριότητας για τον χρήστη της ατάκας. Εν είδει συνθήματος, με ρυθμό και σαφώς έμμετρο και ομοιοκατάληκτο επιτείνει την αγανάκτηση του χρήστη του.

Αν ο χρήστης υψώσει και την ένταση της φωνής, προφανής σκοπός του είναι να δημιουργήσει εικόνα ανάλογη με αυτή που έχει ήδη ο «Μήτσος» προκειμένου ο «Μήτσος» να καταλάβει ότι το παραγάμησε και να επιστρέψει στο παιχνίδι/δραστηριότητα με σοβαρότητα πλέον.

Ενδεχόμενη εναλλακτική χρήση σε συνθήκες μπουρδελοκαταστάσεων ελέγχεται.

- Παίξε ρε!
- Κάτσε ρε Γιάννη, έχω μαζέψει τη μισή τράπουλα..Τι είναι αυτός ο καραγκιόζης (σ.σ. ο τζόκερ...)
- Παίζε που σου λένε!
- 'Ωπα, τηλέφωνο, Γιάννη. Τώρα θα περιμένεις...
- Πω ρε πούστη, μας γάμησες, δε θα τελειώσει ποτέ αυτή η παρτίδα
-«'Ελα Αλέκα, ναι, σε πήρα λίγο πριν..»

(όλοι μαζί ρυθμικά) ΧΥΣΕ ΜΗΤΣΟ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΠΑΣΤΙΤΣΟ

besamel micho... (από HODJAS, 01/02/10)(από Khan, 24/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε θέση ουσιαστικού ή και επιρρήματος (ανάλογα με τη χρήση στην πρόταση), δηλώνει όλα εκείνα τα τεχνικά χαρακτηριστικά συσκευής που, είτε ξέρουμε και βαριόμαστε να απαριθμήσουμε, είτε απλώς δεν ξέρουμε αλλά για κάποιο λόγο ακούγονται φοβερά και τρομερά αλλά «πώς τα λένε μωρέ...;».

  1. Από την τηλεφωνική φάρσα «Τέλος»..

- Έχεις κινητό με κάμερα;
- Με κάμερα, με vga, με χύσ' τα μέσα, τα πάντα μωρό μου

  1. - Ωπ, καινούργιο pc; Με γεια! Τι λέει;
    - Γαμάει... με οικολογικές μητρικές, με power save κάρτες γραφικών, με επεξεργαστές με πράσινη λογική, με χύσ' τα μέσα...

Στο 3:30 - 3:32 λύνεται η απορία... (από HODJAS, 31/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη εκ των προφανών. Εννοείται αυτός που βρίσκει χαρά στο να κάνει μαλακίες, το έχει ανάγει σε άθλημα, αθλοπαιδιά, παιχνίδι, βάζει όλο του το μεράκι προκειμένου να πετύχει η μαλακία που έχει στο μυαλό να σου κάνει. Ο καθ'έξιν μαλάκας.

Η διαφορά του με τον μαλάκα είναι αυτή ακριβώς, η βαθιά συνειδητοποίηση ότι κάνει μεν μαλακία αλλά παρόλα αυτά αρνείται να την εγκαταλείψει καθοδηγούμενος από την ίδια του τη φύση που ικανοποιείται μόνο όταν ο ψωλοπαίχτης επιδίδεται στο αγαπημένο του σπορ.

Το θηλυκό ψωλοπαίχτρια χρησιμοποιείται καταχρηστικά, τόσο για ανατομικούς όσο και για φεμινιστικούς λόγους.

Κοίτα τον ψωλοπαίχτη, δε θα ησυχάσει αν δε σκοτώσει κάναν άνθρωπο... τώρα πάει να κάνει αναστροφή στην Αττική οδό...

(κατεβάζει παράθυρο και φωνάζει στον απερίσκεπτο οδηγό)

ΑΥΤΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ ΔΕ ΦΤΙΑΧΤΗΚΑΝ ΓΙΑ ΝΑ ΚΡΑΤΑΝΕ ΤΙΜΟΝΙ... ψωλοπαίχτη...

(το τελευταίο με σβήσιμο της έντασης της φωνής)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που μπροστά στην ευχαρίστησή του δε βάζει τίποτα άλλο. Κατά συνέπεια αυτός που δεν μπορείς να εμπιστευτείς, που δεν μπορείς να στηριχτείς πάνω του κτλ.

'Ερχεται και σαν συνοδευτικό του «πούστης» για να επιτείνει ακόμα περισσότερο τον ήδη προσβλητικό χαρακτηρισμό.

Κατά πάσα πιθανότητα δεν υπάρχει θετική χρήση της λέξης ενώ παραλλάγές της όπως παλιοξεκωλιάρης, (το πάλιο-) ξεκώλι, (ο παλιο-) ξεκώλης επιδιώκουν το ίδιο ακριβώς εννοιολογικό αποτέλεσμα.

- Είναι πούστης ο Βρασίδας;
- Πούστης, ξεκωλιάρης...
- Δηλαδή, τον παίρνει..
- Ναι ρε, ξεκώλι...
- Δηλαδή, τον έχεις δει;
- Τι θε ρε, με τον Βρασίδα; Μπας κι είσαι και συ κάνα παλιοξεκώλι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αμοιβαία χειροκίνητη ευχαρίστηση μεταξύ αντρών με τα χέρια τους σε στάση χιαστί. Πιο απλά: τα παλικάρια βρίσκονται δίπλα καθιστοί και τα χέρια τους διασταυρώνονται κατά την χειράντληση σπέρματος που κάνει ο ένας στον άλλο.

Προφανώς από τις λέξεις σταυρός + μινάρω (μαλακίζω). Από Πατρινό την άκουσα.

- Νικολάκη, μιας και περιμένουμε εδώ τόση ώρα δίπλα, δεν αφήνουμε τα τυπικά να κάνουμε καμιά σταυρομιναριά, να γουστάρουμε, να περάσει και η ώρα;

(από Vrastaman, 29/01/10)ordo ad fratres faciendum - παρ\' ημίν αδελφοποίησις και πιο πρόσφατα μπρατίμια ή βλάμηδες. Οι Αρβανίτες εν Αχαΐα δεν σπανίζουν... (από HODJAS, 29/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιωματικό συνώνυμο της κρεατόβεργας, απαντώμενο σχεδόν αποκλειστικά στην Κρήτη (προφανώς λόγω της παραδοσιακής μανιώδους ενασχόλησης με τα όπλα).

Αυτουσια χρήση του λημματος σε κρητική μαντινάδα:

Αφού δεν τη γουστάριζες την κρεατομπιστόλα,
γιάντα την εκανάκευες και την εφίληες κιόλα;

(από ΛυσίζωνΛαισποδίας, 29/01/10)(από ΛυσίζωνΛαισποδίας, 29/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που, είτε ως προς την εμφάνισή της ή ως προς τις διαθέσεις της, εκπέμπει πολύ αγριάδα κιέτσ'. Αγριάδα φετιχιστική, αγριάδα φεμινιστική, αγριάδα ροκ, πάντως κάτι που φέρνει σε ατίθασο και ανεξάρτητο και επιθετικό συγχρόνως.

Το ντύσιμό της δεν είναι απαραίτητα αντροπρεπές. Μπορεί δηλαδή να σκάσει και με μίνι μέχρι την σκωληκοειδίτιδα. Αλλά το στυλάκι θα είναι «εγώ θα σου πω, μωρό, τι θα μου κάνεις, όχι εσύ», στάση που μπορεί να έχει εφαρμογή από το κρεβάτι μέχρι κάθε άλλη δραστηριότητα του καθημερινού βίου, από τον οικείο και τον παρτενέρ μέχρι τον οδηγό της νταλίκας στην εθνική οδό, και που βασίζεται στην άποψη ότι «η επίθεση είναι η καλύτερη άμυνα».

Παρόλο που η ανωτέρω περιγραφή είναι πολλά υποσχόμενη, μια τέτοια γυναίκα δεν είναι πάντα όμορφη.

Συγγενές λήμμα: νταλικέρης.
Αντώνυμο: σεξουλιάρα.

Ρε συ είδα την Χ. στον δρόμο και τρόμαξα να τη γνωρίσω... Από παρθενοπιπίτσα που ήταν, έγινε ένα αγριόμουνο ολκής, απίστευτο!

Got a better definition? Add it!

Published

«Δεν μπορώ να ασχοληθώ μ' αυτό τώρα», «άλλη δουλειά δεν είχαμε...».

Η τσιλίκα-τσιλικοπάνα είναι ένα παιδικό παιχνίδι με ξυλάκια.

Η έκφραση κρατάει από τον Πόντο στη Μικρά Ασία (Σαμψούντα, Τραπεζούντα κ.τλ.) και ήρθε στην Ελλάδα με τους πρόσφυγες.

- Γιαγιά, φτιάξε με αυγόφετες!
- Άδειο το μ'νι, να παίξει την τσιλίκα, βρε χρυσοκακαλά (αυτός που έχει χρυσά αρχίδια).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την απάντηση στην απειλή «Θα σε γαμήσω!!!»

Η πρόθεση του ατόμου που ξεστομίζει την φράση «όλο λόγια είσαι» μπορεί είτε να έγκειται στο πείραγμα πρός τον υβρίζοντα, με την έννοια «θα μου κλάσεις τα αρχίδια», «θα μου κανεις τα τρία δύο», είται να δηλώνει εμμέσως την σεξουαλική διάθεση του ομιλούντος. Να σημειωθεί οτι στην δεύτερη περίπτωση, η φράση συνοδεύεται απο κατάλληλη λέπτυνση της φωνής και νάζι, ωστε να θυμίζει καραπουστάρα του κερατά, λούγκρα ή και ροδέλα με στρίφωμα.

Μεταξύ φίλων (καθαρα πειρακτικά)

- Γιάννη, τι ώρα θα πάμε σήμερα στα «Τρία Ποντίκια»,να βγάλουμε κανενα γκομενάκι;
- Θα δω ρε...δέν ξέρω αν θα προλάβω...εχω δουλιές...
- 10 μέρες τώρα σου το λέω, αμα μου δώσεις πάλι άκυρο, στο λέω θα σε γαμήσω!!!
- Όλο λόγια είσαι.
- ...

(από electron, 16/01/10)

Δες και γειώσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μουνόδουλος.

Ο τύπος που του τρέχουν τα σάλια για μουνιά και, τελικά, ή πηδάει μπάζα ή μένει καληνυχτάκιας. Κάπως τραγική φιγούρα που δεν του αξίζει απονομή σπεκ.

Πιό γενικά, μπορεί να χρησιμοποιθεί σαν βρισιά και για κάποιον που δεν περιγράφεται από τον παραπάνω ορισμό.

  1. Άντε ρε με τον μουνοσαλιάρη τον Τάκη! Δύο χρόνια είναι με το μπαζάκι... Την έχεις δει; Λες και την έχεις βάλει στην τοστιέρα! Μπρος πίσω σανίδα! Και είναι και ψωνισμένη... Απορώ τι της βρήκε...

  2. - Παιδιά πρέπει να φύγω, έχω να κάνω μια δουλειά...
    - Άσ'τα αυτά ρε μουνοσαλιάρη! Πάλι την Λίλιαν θα δεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified