Αυνανίζομαι.
Πήρε θεματάκι από την παραλία και τον έχει αβγοκόψει.
Got a better definition? Add it!
Η γαρνιτούρα, η σάλτσα, το συνοδευτικό. Πολλές φορές συνοδεύεται από τη χειρονομία περιστροφής του χεριού γύρω από τον καρπό όπως έκανε ο Γιώργος Κωνσταντίνου όταν παράγγελνε προφιτερόλ στο "Χτυποκάρδια στο Θρανίο".
Η Κρίστυ όλο δίαιτα λέει ότι κάνει και μου τρώει συνέχεια τα ζεπλεβουντί από το γύρο μου και μένει σκέτος και δεν γλιστράει.
Got a better definition? Add it!
Published
Ρήμα,>πουτσα,(-ώνω),τρώω κάτι με πολλή όρεξη, συνήθως ψωμοειδές, συνώνυμο : ντερλικώνω,χλαπακιάζω, καταβροχθίζω
Δες τον Μάκη ρε, δεν πεινούσε αλλά δυο πιτόγυρα μια χαρά τα πούτσωσε.
Πωωωω τι σαντουιτσάρα είναι αυτή, φέρ'την εδώ να την πουτσώσω.
Got a better definition? Add it!
Καβλόρδα, η (ουσ.). Η ξαφνική υπέρτατη πείνα που κυριεύει ένα θηλαστικό μόλις αντικρύσει ή συλλογισθεί τον πραγματικό ή δυνητικό ή φανταστικό σύντροφό του. Η παρουσία φαγητού είναι προαιρετική.
- Παίρνω άδεια από τη μονάδα, γιατί τρεις μήνες είχα να τη δω. Μου γύρισε το μάτι από την καβλόρδα. Δεν ήξερα αν ήθελα να την πηδήξω ή να τη φάω.
- Και σκάει η Βεατρίκη με χειροπέδες και νουτέλα.
- Πω ρε φίλε, καβλόρδα!
- Έβλεπα στον ύπνο μου τη Λέα Σεϊντού να τρώει παγωτό ξυλάκι και με είχε πιάσει μια καβλόρδα, πού να στα λέω.
Got a better definition? Add it!
Η διαπίστωση της ύπαρξης υπερβολικής ποσότητας υδατάνθρακα στο φαγητό. Συνήθως η συγκεκριμένη διαπίστωση προέρχεται από χερσοφάλαινες ή βοθροκοιλιάδες αφού ντερλικώσουν.
Μήτσο τι τρως εκεί? Έχω φάει 5 donut αλλά πολύ ψωμί ρε αδερφέ.
Πήγα χθες και έφαγα 3 burger αλλά πολύ ψωμί, δεν άξιζε.
Ήρθε χθες ο γιδαρμέχτης, δήθεν να δοκιμάσει τις πίτσες και ενώ έτρωγε το 15ο κομμάτι πίτσας μας λέει , «πολύ ψωμί, δε τρελάθηκα»
Got a better definition? Add it!
Γλυκό έδεσμα με καταγωγή από τα βάθη της Ασίας. Σερβίρεται ζεστό η κρύο και αποτελεί το ιδανικό επιδόρπιο στα καλύτερα εστιατόρια.
Σου έφτιαξα φρέσκο τζελέπι. Μη το φας όλο, άσε και για το Χρήστο λίγο.
-Μάνα πάω βόλτα. -Τζελέπι να πάρεις!
Ποο έφαγα 2 κιλά τζελέπι. Πάω να κάνω το χοντρό μου.
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται, σύμφωνα με βικιπαίδεια, απο την περσική λέξη sharbat (شربت) που σημαίνει ποτό με νερό και ζάχαρη.
Υπάρχουνε διάφορες παραλλαγές της λέξης στα αραβικά και τουρκικά με παραπλήσιες η συναφείς ερμηνείες.
Σε μας χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει:
Got a better definition? Add it!
Το τζατζίκι στα Βυζαντινά Ελληνικά. *Η λέξη αυτή αποτελεί πνευματικό τέκνο του καθηγητή Βυζαντινολογίας Κωνσταντίνου Κατακουζηνού, ο οποίος τη χρησιμοποιεί επανειλημμένα στη σειρά Κωνσταντίνου και Ελένης, κάθε φορά που η Ελένη ή οποιοσδήποτε άλλος τρώει πιτόγυρο avec tzatziki.
Got a better definition? Add it!
Published
Αλευρι με νερο οπως καταλαβες. Η αισχατη επιλογη φαγητου. Συνηθιζουν να το καταναλωνουν φοιτητες που εχουν καψει ολο το budget σε αλκοολια και εξοδους και αναγκαζονται να βγαλουν μια βδομαδα με φραγκοδιφραγκα. Τρωγεται ζεστο, σε μπολ, με κουταλι.. Αν παιζει και ζαχαρη στην πιατσα η φαση ειναι ελαφρως λιγοτερο μαρτυρικη.
-Ε τον πουστη τον Σαραντη, ξοδεψε το μηνιατικο σε μια βδομαδα και τωρα δεν εχει ουτε για τα βασικα.
-Ας την βγαλει με αλευρονερο να στρωσει χαρακτηρα!
-Θα του τσονταρω κανενα πακετο μακαρονια, δεν γαμιεται...
Got a better definition? Add it!