Το κατάστημα εστίασης που ειδικεύεται στους μεζέδες με ρακή.
Ρακάδικα: 7 μέρη για να τα π(ι)είτε στην Αθήνα. (Εδώ).
Το κατάστημα εστίασης που ειδικεύεται στους μεζέδες με ρακή.
Ρακάδικα: 7 μέρη για να τα π(ι)είτε στην Αθήνα. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Το κατάστημα εστίασης που ειδικεύεται στις μπουγάτσες.
Στου Ψυρρή υπάρχει μπουγατσάδικο που είναι σαν να βρίσκεσαι στη Θεσσαλονίκη!
Got a better definition? Add it!
Το κατάστημα εστίασης που ειδικεύεται στους μεζέδες. Ετυμολογία: τουρκική meze < περσική مزه (mæˈze).
Πάμε στο Παγκράτι σε κανένα μουσικό μεζεδάδικο να μερακλώσουμε!
Got a better definition? Add it!
Το κατάστημα εστίασης που ειδικεύεται στα burgers.
ΣΤΟ ΠΙΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΜΠΕΡΓΚΕΡΑΔΙΚΟ ΤΟΥ ΠΑΓΚΡΑΤΙΟΥ ΤΑ BURGERS ΒΓΑΙΝΟΥΝ ΑΠΟ ATM. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Μυθικής γεύσης τοπικό έδεσμα των Κυκλάδων και ειδικότερα της Νάξου. Παράγεται σε τοπικούς φούρνους. Σύμφωνα με το μύθο, οι πατάτες που βαριόσαντο να πανε και να πουληθουν στα παζαρια της ηπειρωτικής Ελλάδας αιχμαλωτιζονται κάθε καινούργιο φεγγάρι και παραδίδονται σε ειδικούς φούρνους που τις κάνουν πίτες για ανυποψίαστους τουρίστες και ξεναγους.
Η γεύση της πατατοπιτας, παρά το μεγάλο ντόρο γύρω από το έδεσμα παραμένει έτσι κι έτσι.
κολύμπησε 15 ώρες για να φτάσει στο νησί και τσάκισε 4 βαρεμένες πατατοπιτες από τη λιγουλάκι του.
Η Ιωάννα γύρισε όλο το νησί από φούρνο σε φούρνο και τελικά βρήκε βαρεμένη πατατόπιτα, τελικα η κούρου ήταν καλύτερη.
Got a better definition? Add it!
Στην ποικιλία της Κεφαλονιάς, τρώω τον δαύλιακα σημαίνει τρώω πάρα πολύ, τρώω τον περίδρομο.
Τον δαύλιακα φάγαμε πάλι σήμερα.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Η γαρνιτούρα, η σάλτσα, το συνοδευτικό. Πολλές φορές συνοδεύεται από τη χειρονομία περιστροφής του χεριού γύρω από τον καρπό όπως έκανε ο Γιώργος Κωνσταντίνου όταν παράγγελνε προφιτερόλ στο "Χτυποκάρδια στο Θρανίο".
Η Κρίστυ όλο δίαιτα λέει ότι κάνει και μου τρώει συνέχεια τα ζεπλεβουντί από το γύρο μου και μένει σκέτος και δεν γλιστράει.
Got a better definition? Add it!
Published
Ρήμα,>πουτσα,(-ώνω),τρώω κάτι με πολλή όρεξη, συνήθως ψωμοειδές, συνώνυμο : ντερλικώνω,χλαπακιάζω, καταβροχθίζω
Δες τον Μάκη ρε, δεν πεινούσε αλλά δυο πιτόγυρα μια χαρά τα πούτσωσε.
Πωωωω τι σαντουιτσάρα είναι αυτή, φέρ'την εδώ να την πουτσώσω.
Got a better definition? Add it!