Η ευτελής. Η αγράμματη, κακοφτιαγμένη και κακοντυμένη γυναίκα με άσχημους τρόπους.

Πάω εγώ με τέτοιες κασόμπρες;

Το άσμα που αναφέρει ο Άλλος. (από Khan, 23/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που απαντάται κυρίως στις πολυτεχνικές σχολές ανά την Ελλάδα και ειδικότερα σε μερικές που ο αναγνώστης θα καταλάβει αμέσως ποιες είναι μόλις επεξηγηθεί το λήμμα. Αναφέρεται σε γυναίκες τύπου καμπιονάτο χαρακτηρίζοντας την εμφάνισή τους και δημιουργείται από την σύμπτυξη των λέξεων σκατά - όψη. Παρατηρήστε την υποσυνείδητη διπλή έννοια που κατευθείαν προδίδει ότι πρόκειται για slang πολυτεχνείου. Μάλιστα η συχνότητα χρήσης της είναι τόσο μεγάλη που τείνει να ξεπεράσει θρυλικές άλλες λέξεις - φράσεις όπως «μαλάκας» ή «δεν έχω γκόμενα». Συνήθως ακούγεται από φοιτητές που σχολιάζουν τις διερχόμενες φοιτήτριες από κάποιο ύψος.

- Βαρέθηκα με την Στατική Μηχανική Ρευστών Σωματικών Υγρών 2 ρε φίλε, πάμε στο μπαλκόνι της βιβλιοθήκης να κόψουμε κίνηση;
- Τι λες ρε, να πήξουμε στην σκάτοψη; Πάμε καλύτερα από την φιλοσοφική.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που λικνίζει (λιχνίζει, όπως λένε κάποιοι κρητικοί) τη μέση του, δηλαδή ο κουνιστός, ο τοιούτος, ο ομοφυλόφιλος, η αδελφή, ο πούστης, η λούγκρα και όλα τα λοιπά.

- Γαμώ τους γκόμενους ο Γιώργος, ρε πούστη μου...
- Ε όχι και «ρε»...
- Δηλαδή;;;;
- Ε, ολίγον τι λιχνομέσης μου φάνηκε...
- Λες νά;...
- Μπα, δεεε(ν)...
- Κι αν ναι;…
- Ε τόοτε!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσική πικρόχολη έκφραση που χρησιμοποιείται μεταξύ αντρογύνων σε κρίση. Ο υποτιμητικός όρος έχει αποδέκτη τη σύζυγο, η οποία ενώ παντρεύτηκε ως άπορη κορασίδα, με τη σκληρή δουλειά και τις λαμογιές του συζύγου της κατάφερε να ανέλθει κοινωνικά. Ο πικραμένος σύζυγος τονίζει αυτή την ωφελιμιστική σχέση και εκφράζει το παράπονό του: ενώ σού τα έδωσα όλα, δεν φέρεσαι όπως εγώ επιθυμώ.

- Θέλω διαζύγιο... Αυτό ήταν...
- Τι θέλεις μωρή, διαζύγιο; Αυτό είναι το ευχαριστώ... Σε πήραμε με ένα βρακάκι και σε κάναμε κυρία, αυτά τα ξεχνάς όμως... Δεν φταίει κανείς άλλος, εγώ φταίω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη η προέλευση της οποίας είναι άγνωστη και πλέον χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσεις έναν gay.

- Γουστάρει η αδερφή μου τον φίλο σου το Μπάμπη...
- Χέσ' τον αυτόν, είναι βιγκολεβίγκος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ΜΜΕ των κίναιδων και των οπισθογεμών πάνε να μας παίξουνε πουστιά, ότι και καλά οι Έλληνες είναι ομοφοβικοί. Η παλιά αυτή παροιμία και ορισμός του άντρα, αποδεικνύει τη μεγάλη εξοικείωση και κατανόηση των Ελλήνων προς τα πουστριλίκια, σε βαθμό ώστε

- να μην ορίζουν τον πούστη ως τον άντρα με ομοφυλοφιλικές εμπειρίες
- αλλά αντίστροφα, τον άντρα ως τον πουστεύσαντα και ερευνήσαντα, ο οποίος συνειδητά και έχοντας δοκιμάσει κατάλαβε ότι δεν του πάει, δεν τη βρίσκει, ή και δεν την παλεύει ως άνθρωπος να την την τρίζει την όπισθεν.
Για άλλη μια φορά η εμπειρία ζωής και τα βιώματα είναι αυτά που κάνουν τον άντρα - άντρας γίνεσαι, δε γεννιέσαι, και αυτό απαιτεί να γίνεις αντρείος της ηδονής που έλεγε κι ο Καβάφης.
Η φράση λέγεται προς βαρέους αρσενικούς, που έχουν κάνει το κράξιμο καραμέλα, και αποτελεί υπενθύμιση ότι το πολύ αντριλίκι πολλές φορές συνορεύει με τις αντρίλες.

- Ο βρωμόπουστας, η παλιαδερφή, ο πισωγλένταρος, εγώ ρε φίλε είμαι άντρας, δεν είμαι λουκρητία, άντρας...
- Καλά, χαλάρωσε....το ψωμί σου δε στο τρώει....εξάλλου, άντρας είναι αυτός που τον έφαγε και δεν του άρεσε...
- Μπαρδόν...τι λες ρε Λευτέρη;
- Που λέει ο λόγος ρε Μπάμπη, που λέει ο λόγος....

"Ωρέ, πονούν τα παλλικάρια;" (από Vrastaman, 03/10/08)(από xalikoutis, 03/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του «αδελφή», «ντιγκιντάγκα». Ομοφυλόφιλος. Απαξιωτικό και χιουμοριστικό.

«Πάμε στο gay parade να χαζέψουμε κανέναν κουδουνίστρα; It's gonna be fun» είπε ο Φανούρης και αμέσως κέρδισε ομόφωνα το βραβείο Μίστερ Υφήλιος Ομοφοβικός 2007

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερθετικός της λέξης καφρόλα
Η τόόόόσο εύκολη ή η τόόόόσο χοντρή που δεν ασχολούνται οι άντρες μαζί της

- Ρε συ, τη γαμάει άντρας αυτή;
- Πώς να τη γαμήσει ρε, αυτή είναι σκέτη πατοκαφρόλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαδεδομένη λέξη που χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει το γεγονός ότι κάποιος /-α δεν έχει συμπεριλάβει στις εμπειρίες του τον έγγαμο βίο.

Αναφέρεται μειωτικά κυρίως σε ανύπαντρες γυναίκες μια και αυτές αποτελούσαν μέχρι πρότινος τον πιο ευάλωτο πληθυσμό στην κοινωνική πίεση για «αποκατάσταση». Οι καιροί αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν όμως -οι γυναίκες μπορεί να γίνονται όλο και λιγότερο ευάλωτες σε αυτές τις μαλακίες αλλά αυτό δεν σταματά τον κάθε παπάρα και την κάθε κυρα-περμαθούλα να συνεχίζουν ακάθεκτοι να λένε το μακρύ τους και το κοντό τους. Παρόμοια είναι η κατάσταση και για τους ανυπογύναικους άντρες, πλην όμως χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη επιείκεια για γνωστούς και επίσης καθ' όλα μαλακισμένους λόγους.

Αντιπροσωπευτικοί των μυαλών που κουβαλάμε ως λαός, που δεν εννοεί να σέβεται προσωπικές επιλογές αλλά αντίθετα αρέσκεται να επεμβαίνει και να ασκεί κριτική επί προσωπικών θεμάτων, είναι και οι κλασικοί χαρακτηρισμοί «γεροντοκόρη» και «γεροντοπαλλήκαρο», που εδώ και πάμπολλα χρόνια λειτουργούν ως ταμπέλες που καταδεικνύουν κουσούρι ή ρετσινιά (κοινωνικό στίγμα).

Συντάσσεται συνήθως με το ρήμα «μένω» και η έκφραση «μένω στο ράφι» σημαίνει ότι μένω στα αζήτητα, έκφραση που από μόνη της υποδηλώνει την μειωμένη αξία όποιου /-ας ζει μόνος /-η του/της και τον κοινωνικό αποκλεισμό που συνεπακόλουθα του/της αξίζει.

Πέρα από τα παραπάνω, η λέξη καθώς και παρόμοιες εκφράσεις χρησιμοποιούνται ευρύτερα και για οτιδήποτε δεν έχει ζήτηση, δεν πουλάει, μένει στα αζήτητα.

  1. «Πολλές γυναίκες που η ηλικία των 30 τις βρίσκει ελεύθερες, χωρίς βέρα στο δεξί παθαίνουν σύνδρομο πανικού. Θεωρούν ότι έχουν στενέψει απειλητικά τα περιθώρια και πάνω στην απελπισία τους να μην κάνουν παρέα στο ραφάκι τους, παντρεύονται στην πρώτη ευκαιρία. Έχοντας παραβλέψει κάποιες βασικές προϋποθέσεις που ίσως σε μικρότερη ηλικία να αποτελούσαν προαπαιτούμενο.» (από το διαδίκτυο)

  2. «Στο ράφι η αναλογική τηλεόραση
    Κατά 24% θα μειωθούν ως το 2008 εκείνοι που βλέπουν «παραδοσιακούς» σταθμούς.»
    (από το διαδίκτυο)

  3. «Η Kate Moss στο Ράφι.
    Το ντεμπούτο της Kate Moss στην εικαστική αρένα ήταν μάλλον απογοητευτικό...
    ...Το εντυπωσιακό είναι ότι έμειναν στο ράφι έργα από ονόματα που κανονικά κάνουν θραύση στις δημοπρασίες...»
    (από το διαδίκτυο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο ανήκων σε κίνημα διανόησης που άρχισε τον 19ο αιώνα και επεδίωκε την ανάπτυξη της Ρωσίας με αξίες και θεσμούς που θα αντλούνταν από την πρώιμη Ιστορία της. Κυρίως την σλαβική συνοδικότητα-κοινότητα (σαμπόρνοστ) και πρώιμη κοινοκτημοσύνη, τις αξίες της αγροτικής ζωής και την ορθοδοξία. Αποτέλεσε πρόδρομό του, αλλά δεν ταυτίζεται με τον πανσλαβισμό, που επεδίωκε την ένωση όλων των Σλάβων.

Αντώνυμα: Δυτικόφιλος, σλαβοφοβικός.

  1. Ένας τύπος Νεοέλληνα ή Ελληνάρα, που ελκύεται ειδικά από τα σλαβικά χαρακτηριστικά, κατά το «τα ετερώνυμα έλκονται». Ειδικοί πόλοι έλξης είναι:
  • Το λείο, φυσικώς άτριχο κι ανοιχτόχρωμο δέρμα.
  • Τα ξανθά μαλλιά - αλλά όχι απαραίτητα. Βλ. λήμμα ξανθόν γένος, το.
  • Τα έντονα μήλα.
  • Η μη (θεωρούμενη) κρυάδα - κρυοκωλίτιδα των δυτικών.
  • Μια θελκτική θηλυκότητα (σε αντίθεση με την (πάλι θεωρούμενη) αποθηλυκοποίηση της γυναίκας στην Δύση).
  • Ως πουτσάναμμα μπορεί να λειτουργήσει μια ενδεχόμενη μιγαδοποίηση με ασιάτικα φύλα, οπότε έχουμε σλαβοτατάρα, με όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά, αλλά και με μια δόση παραπάνω σχιστά μάτια και μογγόλικα χαρακτηριστικά (με την καλή έννοια).
  • Ως εξαίρετο πουτσάναμμα, όμως, είναι το αν η εν λόγω Σλάβα έχει σχέση με τις καλές τέχνες του χορού και της μουσικής, αν είναι μπαλαρίνα, πατινέρ, σολίστ ή αθλήτρια ενόργανης γυμναστικής κατά τα σοβιετικά πρότυπα.
  • Το ότι οι Σλάβες δεν έχουν ούτε τις υπερβολικές καμπύλες των μεσογειακών, ούτε τα θεωρούμενα «αγροτικά χαρακτηριστικά» των Σκανδιναβών.
  • Στην περίπτωση ορισμένων σλαβικών εθνών και η ορθοδοξία, που λειτουργεί ως πόλος έλξης για τους αγριοχρίστιανους Ελληνάρες.
  • Το ότι ο Ελληνάρας έχει την ευχέρεια να το παίξει Γκρήκ λόβερ με τρίχα για πουλόβερ χωρίς να φάει ήττα από την ξένη γκόμενα, γιατί η Ελλάδα δεν προσαρμόζεται με τις ευρωπαϊκές οδηγίες, και γενικά χωρίς να αισθανθεί αίσθημα μειονεξίας.

Συνώνυμα: Ο Επιμένων ΣλαβοΝΙΚΑ.

Ο σλαβολάγνος αποτελεί την σεξουαλική διαστροφή άνδρα που ερεθίζεται απλώς και μόνο από την κατάληξη του ονόματος σε -όβα, ή από την βαριά προφορά των -ν και -λ σε -nj και -lj (λ.χ. «Μωρούλjι μου!»), ακόμη κι αν η εν λόγω Σλάβα είναι εμφανισιακώς χειρότερη κι από Ελλεεινίδα. Είναι ο τύπος που μια γυναίκα τον έχει στο τσεπάκι της, απλώς και μόνο αν του πει ότι ονομάζεται Σβετλάνα.

Αντώνυμα: Δυτικόφιλος, μεσογειακόφιλος, σκανδιναβόφιλος, λατινόφιλος, ο Επιμένων Ελληνικά, σλαβοφοβικός.

- Την ρώτησα και για το ονοματάκι της. - Και, και; Τι έγινε;
- Τι να γίνει; Δεν τέλειωνε σε -οβα! Αυτό ήταν! Δεν μπορούσα να καυλώσω με τίποτα!
- Αθεράπευτος σλαβόφιλος είσαι ρε φίλε! Δηλαδή, αν δεν λέγεται «Σβετλάνα» η κοπέλα δεν σου κάνει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified