Further tags

Βλάκας. Βλάχος. Χαζός.

Κοίτα ο αγκόπ φόρεσε καρτέπιλα στην πόλη.

Από τον παλιό ηθοποιό Φίλιο Φιλιππίδη, ή Αγκόπ. Αγκόπ είναι ένα από τα κοινά Αρμένικα ονόματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται (υπό μορφή ερώτησης) σε κάποιον που αργοπορεί να σκεφτεί ή δεν μπορεί να συνεννοηθεί επειδή:

1) μόλις ξύπνησε,
2) την προηγούμενη μέρα ήταν μεθυσμένος,
3) σκέφτεται κάτι άσχετο (βρίσκεται στον κόσμο του).

Προέρχεται από την λέξη καθυστερημένος [καθυστερώ], που σημαίνει γενικώς την ανεπαρκή νοητική ανάπτυξη.

Έλα ρε Γιώργο... τι λέει ;
— Ε;
— Είσαι καλά λέω;
— Δεν άκουσα...
— Ρε μαλάκα είσαι κάθυστερ!;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η αμερικάνικη μουσική country καθώς και όλο το σκηνικό της: μπάντζος, δίχρωμα πουκάμισα, τζηνς, ζώνες με αγκράφες 5 κιλών, μπότα κροκοδείλου ή φιδιού, μπόλος και καπέλα στέτσον.

Μερικοί προχωρημένοι το λένε και «βλαχομπίλι» (από το hillbilly).

  1. Το άτομο επαρχιακής συνήθως καταγωγής που «παίζει» με θράσος σε χώρους όπου είναι σαν την μύγα μεσ' στο γάλα.
  1. Δεν το μπορώ το βλαχορόκ...

  2. Καλά, πώς και δεν φάγανε πόρτα εδώ αυτοί οι βλαχορόκ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ μελαψός. Καμμιά φορά και ο μαύρος εξ Αφρικής. Πιθανόν ναυτική αργκό.

(Από γαλονά προς απλό όργανο: )

Για τσέκαρε εκείνον τον καρβουνιάρη μήπως οπλοφορεί.

Κινέζος εξαγωγέας κάρβουνου, μετά την δουλειά (από Marco De Sade, 17/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μή λευκός. Το άτομο αραβικής, ασιατικής ή ακόμα και αφρικανικής καταγωγής. Ναυτική αργκό, αρχικά για να χαρακτηρίζει τους Φιλιπινέζους ναύτες που δεν ήταν λευκοί αλλά ούτε και μαύροι, ούτε και κίτρινοι.

Κατόπιν επεκτάθηκε η χρήση του και για Πακιστανούς, Ινδούς ακόμα και για τους Αφρικανούς οι οποίοι ανάλογα με την φυλή έχουν διάφορες αποχρώσεις δέρματος. Ειδικά αναφέρεται στους Αφρικανούς με το ανοιχτότερο δέρμα.

Υπάρχει και η λέξη σκουριά που προέρχεται από το «σκούρος» και χρησιμοποιείται για να περιγράψει τους πολλούς (βλ. παράδειγμα 2)

  1. - Λοστρόμε, γιά φώναξε τους σκούρους στην κουβέρτα!

  2. Πολλή σκουριά μαζεύτηκε σήμερα στην Νομαρχία.

Εμένα αυτή η σκούρα δεν με χαλάει καθόλου πάντως... (από Marco De Sade, 17/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο αρχιπαλιόπουστας. Ο πούστης με τριπλό λειρί. Ο αρχηγός του πουστροκοτετσιού. Το πάνθεον της πουστιάς. Ο πούστης με τα πολλά ένσημα. Ο πουστοπατέρας.

  2. Ο άνθρωπος του οποίου ο λόγος αξίζει λιγότερο κι από το σκατό μιας κάμπιας.

Μιλάμε γιά μεγάλο πούστη. Για πούστη με λειρί. Για τριλειρόπουστα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λεσβία, η τζιβιτζιλού, η πλακομούνα. Η γυναίκα που αντροφέρνει παραπάνω από το κανονικό, μερικές φορές όχι χωρίς αιτία.

Λέγεται και «αρσενίκω».

Πού πάς ρε μαλάκα, αυτή είναι αρσενικιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σκάρτος ταρίφας. Αυτός που δεν σταματάει, που κλέβει με το ταξίμετρο, που δεν έχει ρέστα, που το ταξί του ζέχνει, κλπ. Όταν είναι πολλοί μαζί, λέγονται και «κίτρινη μαφία».

Η έκφραση «ταριφόσκυλο» θεωρείται άκρως προσβλητική από τον κλάδο, οπότε αν αποκαλέσετε κάποιον έτσι, καλά θα είναι να έχετε και κανένα κατσαβίδι μαζί, για να μονομαχήσετε επί ίσοις όροις.

Ουστ ρε ταριφόσκυλο! Να με πλήρωνες δεν έμπαινα μέσα στο σαπάκι σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μικροτσούτσουνος σύμφωνα με το σύνηθες ρατσιστικό στερεότυπο.

Στα πλαίσια σλανγκάζ, είναι το σημαίνον που απέχει περισσότερο απ' τον αράπη. Αν η ΙΝΤΕΡΑΡΑΠΙΚΑΝ είναι η «μεγάλη και σίγουρη», τότε η ΙΝΤΕΡΚΙΝΕΖΙΚΑΝ είναι η «μικρή και αβέβαιη».

- Πώς πήγε η συνέντευξη της Κοντολίζα Ράις με τον Κινέζο ομόλογό της;
- Δες το μήδι για να καταλάβεις!

ΚόντοΛίζα (από Hank, 26/03/09)Κινέζος υπερβάλει! (από Vrastaman, 26/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορά στην ελληνική του αγγλικού gaybourhood, δηλαδή της gay-friendly γειτονιάς (gay-friendly neighbourhood).

Στις αρχές των '70ς, ο Χάρβει Μιλκ μετακόμισε στην μεγαλύτερη γκεϊτονιά του Σαν Φρανσίσκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified