Ο υπερθετικός της λέξης καφρόλα
Η τόόόόσο εύκολη ή η τόόόόσο χοντρή που δεν ασχολούνται οι άντρες μαζί της
- Ρε συ, τη γαμάει άντρας αυτή;
- Πώς να τη γαμήσει ρε, αυτή είναι σκέτη πατοκαφρόλα!
Ο υπερθετικός της λέξης καφρόλα
Η τόόόόσο εύκολη ή η τόόόόσο χοντρή που δεν ασχολούνται οι άντρες μαζί της
- Ρε συ, τη γαμάει άντρας αυτή;
- Πώς να τη γαμήσει ρε, αυτή είναι σκέτη πατοκαφρόλα!
Βλ. και χουφτιάρα, μπράσκα, η, όρκα, φακλάνα, φρι Γουίλι, free Willy, φώκια, χαβούζα, η, χαβούζα, η, μπουρέκλα, θωρηκτό Ποτέμκιν, μποχλάδα /-ω, κεφτές με πόδια, κουνιότα
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο του «αδελφή», «ντιγκιντάγκα». Ομοφυλόφιλος. Απαξιωτικό και χιουμοριστικό.
«Πάμε στο gay parade να χαζέψουμε κανέναν κουδουνίστρα; It's gonna be fun» είπε ο Φανούρης και αμέσως κέρδισε ομόφωνα το βραβείο Μίστερ Υφήλιος Ομοφοβικός 2007
Got a better definition? Add it!
Ο χωριάτης (με την υποτιμητική έννοια), ο άξεστος, χωρίς τρόπους και ευγένεια. Μάλλον προέρχεται από το γνωστό τραγούδι του Μ. Καλογιάννη: «ο Μήτσος απ' τα Φάρσαλα, κάνει τον αρχιγκάγκστερ».
Γιατί ρε Κώστα μου βγαίνεις έξω με το άσπρο καλτσάκι, σαν παλιόμητσος;
Got a better definition? Add it!
Κλασσική πικρόχολη έκφραση που χρησιμοποιείται μεταξύ αντρογύνων σε κρίση. Ο υποτιμητικός όρος έχει αποδέκτη τη σύζυγο, η οποία ενώ παντρεύτηκε ως άπορη κορασίδα, με τη σκληρή δουλειά και τις λαμογιές του συζύγου της κατάφερε να ανέλθει κοινωνικά. Ο πικραμένος σύζυγος τονίζει αυτή την ωφελιμιστική σχέση και εκφράζει το παράπονό του: ενώ σού τα έδωσα όλα, δεν φέρεσαι όπως εγώ επιθυμώ.
- Θέλω διαζύγιο... Αυτό ήταν...
- Τι θέλεις μωρή, διαζύγιο; Αυτό είναι το ευχαριστώ... Σε πήραμε με ένα βρακάκι και σε κάναμε κυρία, αυτά τα ξεχνάς όμως... Δεν φταίει κανείς άλλος, εγώ φταίω...
Got a better definition? Add it!
Σύνθετος υποτιμητικός χαρακτηρισμός για τον ομοφυλόφιλο άνδρα, από τις λέξεις σούφρα και μηλιά. Πιθανώς προέρχεται από τη δεκαετία του '60, όταν η γκροτέσκα φιγούρα του Τάκη Μηλιάδη υποτίθεται ότι καθρέφτιζε τους ομοφυλόφιλους. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως συνώνυμο του πονηρούλη και μουλωχτού.
Ώστε έτσι μωρή σουφρομηλιά... Μίλησες ήδη με τον προϊστάμενο για την άδειά σου και δεν μάς είπες τίποτα...
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πας μη Έλλην. Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει αλλοδαπό, κυρίως Βαλκάνιο και Ανατολικοευρωπαίο, αλλά και Δυτικοασιάτη. Η λέξη αποτελεί εφεύρεση του Φουσέκη. Μπορεί να παραπέμψει και σε αλλοδαπές εγκληματικές μορφές. Μεγεθυντικό: ατζγκόνιαρος. Άκλιτο (πληθυντικός: οι ατζγκόνια).
- Καλά ρε μαλάκα Αλμπέρτο, γιατί λαχάνιασες;
- Ασ' τα! Μου την πέσανε κάτι ατζγκόνια για να μου κλέψουν το κινητό και τρέχω να τους ξεφύγω!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που το παίζει κιμπάρης αλλά κατά βάθος είναι γύφτος.
- Ρε τον Βαλάντη χαλάει δυόμισι χιλιάρικα στα μπουζούκια και κάνει μανούρες στον σουβλατζή γιατί λέει είναι ακριβός 2 ευρώ ο γύρος!
- Μεγάλος κιμπαρόγυφτος...
Got a better definition? Add it!
Η Αγγλική γλώσσα.
Λέγεται από αυτούς που πιστεύουν στην ανωτερότητα του Ελληνικού έθνους, έναντι αυτών που έχουν καταφέρει να πρωταγωνιστούν τώρα στο διεθνές σκηνικό. Λέγοντας αυτή τη φράση, εννοούμε πως όταν εμείς μεγαλουργούσαμε οι άλλοι ήταν σκαρφαλωμένοι στα δέντρα και ζούσαν σε άγρια κατάσταση.
Δύο φίλοι μπουχτισμένοι από την ξενομανία που μας περιβάλλει, μιλούν ειρωνικά για την άσκοπη χρήση λέξεων της αγγλικής γλώσσας από τους νεοέλληνες.
- Για να γίνουμε πιο trendy πρέπει να εμπλουτίσουμε το λεξιλόγιο μας με λέξεις της βαρβαρικής.
- Really;
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει ότι κάναμε κάτι ωραίο, πρωτότυπο, και οι άλλοι ζήλεψαν και μας αντέγραψαν κάνοντας το ίδιο.
- Ρε, και ο Κώστας με τον Θανάση κάνανε κοπάνα στη γυμναστική!
- Μάθαν ότι γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι.
Got a better definition? Add it!