Further tags

Ακραία υποτιμητική έκφραση για ηλικιωμένο πρόσωπο. Αν ο σκέτος μαλάκας μπορεί να έχει μια πληθώρα σημασιών, και ιδίως ως προσφώνηση μπορεί να είναι γνήσια έκφραση φιλίας, ή και θαυμασμού, και αν η πράξη της μαλακίας στις ημέρες μας έχει επαρκώς απενοχοποιηθεί, θεωρούμενη ως απολύτως φυσιολογικό, αν όχι και απαραίτητο στοιχείο της σεξουαλικής ζωής, ιδίως κατά την περίοδο της εφηβείας, από ένα σημείο και πέρα παύει πάντως να συγχωρείται και αν ο άνθρωπος έχει φτάσει να γεράσει και όμως δεν το παρατά το άθλημα, τότε είναι φανερό ότι πρόκειται για αδιόρθωτο μαλάκα, με την κακή έννοια, μαλάκα με πατέντα.

Μπορεί πρώτα πρώτα ν’ αναφέρεται σε χούφταλο μπανιστιρτζή που του τρέχουνε τα σάλια. Στο γέρο που λόγω παρακμής αδυνατεί πλέον να γαμήσει, και τη βρίσκει δια χειρός Βαράγκη. Αλλά κατ’ εξοχήν σημαίνει τον κακό γέρο, το μοχθηρό, το είδος αυτό ανθρώπου που με το πέρασμα των χρόνων έχει εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια να βελτιώσει λίγο ή έστω να συγκαλύψει τα αρνητικά στοιχεία του παλιοχαραχτήρα του και πλέον εκδηλώνεται σε όλο του το μεγαλείο: μίζερος, τσιγκούνης, γκρινιάρης, φορτικός, το είδος του ανθρώπου που συναντάς και χαλάει η μέρα σου (αν τον έχεις και μες στο σπίτι του εξετάζεις σοβαρά τη λύση της αυτοκτονίας). Επίσης στο θύμα της γεροντικής άνοιας, στο γερο-πρήχτη και εν γένει σε κάθε είδος αποκρουστικού γέρου. Προνομιακό πεδίο δράσης του τα λεωφορεία, όπου αρέσκεται να επιπλήττει τους νέους που δε σηκώνονται για να καθήσει αυτός.

Συμπαθέστερο είδος γερομαλάκα (πρήχτης αλλά όχι και παλιοχαραχτήρας) είναι το μοναχικό χούφταλο που κολλάει σε νεανικές παρέες και, αφού εντοπίσει τον αδύνατο κρίκο, τον οποίο και θα πλευρίσει, αρχίζει την ακατάσχετη φλυαρία ενώ η ομήγυρις μάταια αγωνιά ν’ αρπαχτεί από καμία παύση για να την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια. Τα θύματα μπορεί να είναι αγόρια, οπότε ο γερομαλάκας συνήθως θ’ αναφέρεται στα πάλαι ποτέ ερωτικά του κατορθώματα και θα δίνει πρόστυχες συμβουλές, ή κοριτσάκια, οπότε ο γερομαλάκας θα σαλιαρίζει σε πατρικό στιλ ζαχαρώνοντας ταυτόχρονα τα γκομενάκια.

Το γερομαλάκα ανέδειξε ο πολύς Reiser, που ο ίδιος πέθανε το 1983 στα 42 του από καρκίνο των οστών. Το Βαβέλ ή το Παρά Πέντε, δε θυμάμαι τώρα, τίμησε το θάνατό του με μια φωτογραφία του με τη λεζάντα: «Δε θα γίνω ποτέ γερομαλάκας».

  1. Κοίτα εκεί τον ]γερομαλάκα πώς καρφώθηκε να χαλβαδιάζει το γκομενάκι με το ξώβυζο και του τρέχουνε τα σάλια.

  2. - Τι έγινε πάλι; Γιατί είναι παγωμένα τα καλοριφέρ; - Γαμώτο πάλι θα πήγε ο γερομαλάκας από τον πρώτο και θα το έκλεισε ο παλιοτσιγκούνης.
    - Προπόνηση για τον τάφο κάνει ρε πούστη μου;

  3. - Μαλάκα σύρμα, μην κοιτάς και προχώρα ίσια μπροστά. - Τι έγινε; - Στο παγκάκι είναι ο γερομαλάκας που προχτές μας την είχε πέσει και ξημερωθήκαμε μέχρι να ξεμπερδέψουμε. - Ώχουουου! Τη βάψαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μια ακραία μορφή πέφτουλα. Πρόκειται για το αρσενικό εκείνο που αποτελεί γνήσιο, αδίστακτο και ακούραστο κυνηγό (γυναικών). Δραστηριοποιείται σε πολλούς χώρους, αναζητώντας γκόμενα. Χώρους παραδοσιακούς, όπως, τα κλαμπ, τα μπουζούκια ή τα πάρτι, αλλά και πιο μοντέρνους, όπως το facebook κατά κύριο λόγο και, για τους πιο ακραίους, τα τσατ ρουμ.

Χαρακτηριστική είναι η ενασχόληση των κονταρίων τα τελευταία χρόνια στο facebook. Εκεί μπορεί κανείς να τα αναγνωρίσει εύκολα, καθώς πολύ απλά θα έχουν κάνει 'like' στις φωτογραφίες όλων των καλών μουνιών που έχουν ως «φίλες», το οποίο και θα έχουν συμπληρώσει με σχόλιο του τύπου ''κούκλα'', ''άγγελος'', ''θεά'' ή και πιο ευφάνταστα κομπλιμέντα. Το καμάκι τους χαρακτηρίζεται από αμεσότητα και αγαρμποσύνη. Προσπαθούν να πείσουν τις γυναίκες ότι έχουν χιούμορ, είναι ψαγμένοι, δραστήριοι και παλιά ήταν αθληταράδες, τα εγκατέλειψαν όμως, είτε γιατί μάλωσαν με τον προπονητή, είτε εξαιτίας του διαβάσματος, είτε για οποιονδήποτε άλλο απίστευτο λόγο. Το μόνο που καταφέρνουν όμως είναι να δώσουν στις γυναίκες την εντύπωση (που είναι και αληθινή) ότι τα έχει φάει η αγαμία και θέλουν να πηδήξουν απεγνωσμένα. Συνεπώς το όλο πέσιμο καταλήγει σε φιάσκο τις περισσότερες φορές. Ως εκ τούτου, τα κοντάρια έχουν απολέσει κάθε ίχνος ντροπής. Όμως, αξίζει να τονίσουμε ότι ένα γνήσιο κοντάρι αργά ή γρήγορα θα τα καταφέρει να γαμήσει, καθώς κάνοντας χρήση του ενστίκτου αυτοσυντήρησης θα ρίξει σταδιακά τα στάνταρ του.

Η ετυμολογία του λήμματος έχει να κάνει με το σχήμα του κονταριού, που παραπέμπει στο ανδρικό γενετικό όργανο, το οποίο αποτελεί και το όργανο της σκέψης για τα άτομα που αναφέραμε.

- Καλά ρε τι τι κοντάρι είναι ο φίλος σου ο Μήτσος; Άκουσα την έπεσε σε μια παρέα με πέντε γκόμενες.
- Ε και τι έγινε;
- Ότι την έπεσε και στις πέντε. Τη μια μετά την άλλη. Χωνόταν, έτρωγε άκυρο, πήγαινε στην άλλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται πολύ λιγότερο σε ένα στόμα που λόγω κάποιων ανατομικών λεπτομερειών, όπως λ.χ. τα τσιμπουκόχειλα, φυσικά ή κονάτα, θα προσέφερε ηδονjική αίσθηση κατά την τέλεση πεολειχίας, ενώ περισσότερο είναι βρισιά που χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να απαιτήσουμε από τον συνομιλητή μας να σωπάσει άμεσα. Χρησιμοποιείται, δηλαδή, περισσότερο σε φράσεις τύπου «μην πιάνεις το τάδε στο τσιμπουκόστομά σου», «να πλένεις το τσιμπουκόστομά σου όταν μιλάς για το τάδε», «βούλωσε το τσιμπουκόστομά σου» κ.τ.ό. Εννοείται ότι το στόμα του συνομιλητή είναι μιασμένο και για αυτό δεν έχει το δικαίωμα να ομιλεί για ορισμένα θέματα, που χαρακτηρίζονται από ιερότητα.

Δευτερευόντως, βέβαια, ο όρος μπορεί να αναφερθεί και κατά την περιγραφή μιας αναγεννησιακής πουτανόφατσας, ή ως γαμησιάτικο μπινελίκι κυρίως κατά την τέλεση CIM.

  1. Αυτη η καριολα-παλιοπουτανα-βιζιτου-ξεκολιαρα κ.λ.π. κ.λ.π...μην τολμησει να ξαναβαλει στο γαμημενο το τσιμπουκοστομα της ξανα το ΠΑΟΚ μας. (Εδώ).

  2. Κατά τα άλλα το «Για όλα φταίει ο εθνικισμός» ξέρουν να το πιπιλάνε στο τσιμπουκόστομα τους, αλλά ξεχνάνε ότι ΚΑΙ για την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ τους οι «κακοί» εθνικιστές ματώσανε..... (Εδώ).

  3. Αν θελετε να μιλησετε για Μακεδονια να πληνετε το τσιμπουκοστομα σας εκατο φορες με μπεταντιν και μετα. και μετα να κανετε πλαστικη γλωσσας (Εδώ).

  4. Και χαίρονται οταν ακούνε απο ένα Τσιμπουκόστομα μιάς Πουτανας..να λέει ...¨ΟΛΟ ΣΤΟΜΦΟ....«ΕΜΕΙΣ ΣΤΟ ΠΑΣΟΚ !!!!! (Εδώ)

  5. είναι μια αδύνατη κοπέλα με μεγάλα τουρμπινάτα συλικονάτα στήθη tits και ένα απίστευτο τσιμπουκόστομα. (από μπουρδελοσάιτ)

Βλ. και τσιμπουκότρυπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο βιβλίο του Το Μπουρδέλο (Αθήνα: εκδ. Γράμματα, 1980, σ. 10), ο Ηλίας Πετρόπουλος αναλύει ότι η χαζοπουτάνα είναι η εύκολη γυναίκα, που εκδίδεται χωρίς συμφέρον. Ωσεκτουτού, συνώνυμο είναι η ψυχικιάρα, που κάνει ψυχικά, γαμήσια του ελέους. Μπορούμε, βεβαίως, να το εννοήσουμε λίγο πιο σχετικά ότι πρόκειται για την φτηνή πουτάνα, είτε με την καλή έννοια ότι είναι value for money, είτε με κάποια συμπάθεια που δεν υπερτιμά τον εαυτό της, είτε απλώς με περιφρόνηση.

Σήμερα, ο όρος συνεχίζεται να χρησιμοποιείται ως βρισιά, αλλά καθώς οι μπουρδελοσυνθήκες της γενιάς του Πετρόπουλου δεν έχουν μείνει οι ίδιες, νομίζω ότι συνήθως εννοούμε μία που συνδυάζει τις ιδιότητες της χαζής και της πόρνης, παρά μία που δεν παίρνει όλο το αντίτιμο που μπορεί να πάρει για την έκδοσή της. Αποτελεί και γενική βρισιά για όχι κυριολεκτικές πουτάνες αλλά ξανθιές που κυκλοφορούν στα μήντια και στον δημόσιο βίο.

Επίσης: χαζοπούτανο.

  1. Τωρα οσοι γελαγατε τοτε ,φατε την κουραδα του Γιωργακη !!!
    Μεινετε ανεργοι.ρεμαλια,βαρεμενοι,αχρηστοι,χαπακηδες -πρεζακηδες ,χαζοπουτανες η' πουτανες ,χωρις μελλον ....
    Συνεχιστε να ψηφιζετε τα ιδια κομματα ''εξουσιας''. (Εδώ).

  2. Οπως λες παρτε κοσμε, ομως αυτη η ταλαιπωρη χαζοπουτανα ουτε για τσοντες δεν κανει. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Παλιά λέξη, τουλάχιστον από τις αρχές του 20ου αιώνα, που έχει διασωθεί σε ομώνυμο ρεμπέτικο.

Πιο κυριολεκτικά σημαίνει αυτήν που κλέβει παξιμάδια για να ζήσει, άρα μια γυναίκα εξαιρετικά φτωχή και επισφαλή.

Κατ' επέκταση, δηλώνει και πόρνη πολύ χαμηλής στάθμης, φτηνή πουτάνα, κυρίως του τύπου καλντεριμιτζού, δηλαδή που κάνει πιάτσα στο πεζοδρόμιο, ή απλώς μια φτωχή σπιτωμένη- μορόζα. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η έμφαση είναι στην ευτέλεια του αντιτίμου με το οποίο μπορεί να ικανοποιηθεί η τοιαύτη ελευθέριος γυνή, ώστε να γυρίσει σχετικά εύκολα ο τροχός.

Πολύ ενδιαφέρουσες αναλύσεις του όρου βρίσκουμε στο ιστολόι του Νίκου Σαραντάκου, όπου συσχετίζεται με τον όρο παξιμάδα. Εδώ βρίσκουμε και δύο γλαφυρές παρατηρήσεις- υποθέσεις για την προέλευση της λέξης. Σύμφωνα με την μία παρατήρηση, παξιμαδοκλέφτης λέγεται ο άγιος Νικόλαος, πιθανόν επειδή «η παρατεταμένη νηνεμία ακινητοποιούσε παλιά το πλοίο κι έτσι αργούσε να φτάσει στο λιμάνι και οι ναύτες αναγκάζονταν να εξαντλήσουν τα αποθέματα των τροφών τους -που βέβαια ήταν κυρίως γαλέτες». Άραγε να υποθέσουμε κάποιον συσχετισμό της παξιμαδοκλέφτρας με τα παξιμάδια των ναυτικών; Η δεύτερη υπόθεση βρίσκεται στο rembetiko.gr και αναφέρεται στις «καλντεριμιτζούδες που διπλαρώνανε στους καφενέδες της Ομόνοιας και πέριξ τους θαμώνες προς άγρα πελάτη ή έστω της αρπαγής του μικρού παξιμαδιού που ήταν στο πιατάκι του καφέ και σερβιριζόταν μαζί». Βεβαίως, παξιμάδια υπάρχουν παντού και όχι μόνο στην Ομόνοια, οπότε δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος να ασπαστούμε ειδικά αυτήν την υπόθεση, πάντως, σε κάθε περίπτωση πρόκειται για μια πεινασμένη πόρνη εξαιρετικά επισφαλή.

Σήμερα, η έκφραση είναι άρρηκτα δεμένη με το ομώνυμο ρεμπέτικο, οπότε όταν αναφερόμαστε σε παξιμαδοκλέφτρα εννοούμε μια γυναίκα πολύ ταπεινής προέλευσης που στην συνέχεια μεγαλοπιάστηκε επειδή είχε την τύχη να ανέλθει κοινωνικώς με το σπαθί της.

  1. Kate Μiddleton: Ήσουνα τι ήσουνα μια παξιμαδοκλέφτρα. Άστραψε και βρόντηξε η Ελισάβετ στο Buckingham, καθώς η Kate - Catherine την έκανε έξαλλη! Τι έκανε η σύζυγος του πρίγκιπα William; Θέλησε να φωτογραφηθεί για λογαριασμό μεγάλου περιοδικού μόδας!
    Ποιός είδε την βασίλισσα και δεν την φοβήθηκε, λένε τα δημοσιεύματα, σαν έμαθε πως η Δούκισσα σκοπεύει να ποζάρει για λογαριασμό της αμερικανικής «Vogue», δίνοντας έτσι και την πρώτη της συνέντευξη σε γυναικείο περιοδικό. Πίεση ανέβασε η γιαγιά και μόνο μπιέλα δεν έκαψε σου λέει... Δεν φτάνει που την κάνανε Δούκισσα, θέλει και «Vogue» το παλιοκόριτσο; Α πα πα... Ο λόγος της άρνησης, σύμφωνα πάντα με όσα γράφονται, δεν είναι ότι η Ελισάβετ ζήλεψε και ήθελε να φωτογραφηθεί και εκείνη. (Εδώ).

  2. Ήσουνα τι ήσουνα μια παξιμαδοκλέφτρα
    Τώρα που σε πήρα εγώ, γυρεύεις σούρτα-φέρτα

Ήσουνα ξυπόλητη και γύρναγες στους δρόμους
Τώρα που σε πήρα εγώ, γυρεύεις ιπποκόμους

Ήσουνα ξυπόλητη και μάζευες τους σπόρους
και τώρα που σε πήρα εγώ, ζητάς αεροπόρους (Το κλασικό άσμα).

  1. Ἤσουνα μιὰ μαλλιαρὴ καὶ διάβαζες Δελμοῦζο
    τώρα ποὺ σὲ πῆρα ἐγὼ προπερισπᾷς τὸ οὖζο.

Ἤσουν ῥεπόρτερ τοῦ Καπνᾶ στὴν κόκκινη ἐξορία
τώρα ποὺ σὲ πἦρα ἐγὼ μοῦ βάζεις καὶ βαρεῖα.

Ἤσουν τῆς δημοτικῆς κι ὥξυνες τὸν Τιτᾶνα
τώρα ποὺ σὲ πῆρα ἐγὼ δασύνεις τὴν Ἁβάνα.

Ἤσουν φραγκοχιώτισσα καὶ ἔγραφες στὰ γκρῆκλις
τώρα ποὺ σὲ πήρα ἐγὼ φωνάζεις ὧ Περίκλεις.
(Παραλλαγή εδώ σχετικά με δημοτικές και αρχαϊζουσες).

(από Khan, 12/10/11)(από Khan, 24/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψακί-μουνί: η γυναίκα - κοπέλα που δεν κάνει χρήση του ξυραφιού στο συγκεκριμένο σημείο ή έχει να κάνει μπάνιο από το Πάσχα. Συνήθως χρησιμοποιείται για κοπέλες πού έχουν κάνει το σεξ καθημερινότητα... και όχι με τον ίδιο άντρα!

  1. Πω ρε φίλε χτες γάμησα μία ψακομούνα, τρία προφυλακτικά έβαλα.

  2. Μέσα σε μπαρ-κλάμπ (αντροπαρέα)
    - Ρε φιλέ ωραία γκόμενα αυτή.
    - Άσε ρε μαλάκα, αυτή είναι ψακομούνα, έχει πάρει όλη την περιοχή.

βλ. και παρτόλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρτάλι-μουνί: είναι η γυναίκα - κοπέλα που πλέον έχει φτάσει στο σημείο της εξαθλίωσης από το σεξ, τις καταχρήσεις, ποτά, ξενύχτια.

Επίσης παρταλομούνα θεωρείται και η γυναίκα - κοπέλα που έχει κάνει παρτούζα.

Ρε χτες γαμήσαμε με κάτι φίλους μια πολύ παρταλομούνι ρε φίλε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα χάρβαλο. Το χωνί. Τόσο χωνί που χωράνε καράβια.

- Την απεκάλεσε χαφιελόγρια, βρωμορουμάνα, γριά ροχάλα, σπιναλόγκα, κασέτα, μπενφίκα και διώρυγα. Όλα αυτά, εν βρασμώ και πριν λυποθυμίσει. Από κατάθεση μάρτυρα στο πταισματοδικείο, 1978

(από το βιβλίο «Είτε παίδες Ελλήνων, είτε παίδες βαρβάρων. Και τα δυο δεν γίνεται!» του Δημήτρη Μαρκόπουλου, Αθήνα, 1994)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εξαδέλφη της Τατιάνας Πηγαδομούνοβας, πάει σόι το βασίλειο.

Που καταπίνει τα φλόκια και τον αφήνει πεντακάθαρο.

- Έμαθα ότι ο Γιώργος παντρεύεται ξανά.
- Ναι, μια χυσοκαταπίνοβα.

(από Khan, 15/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Σάψαλο-μουνί: ο μή τυχαίος ορισμός αυτής της λέξης είναι για τις γυναίκες των [-άντα] (από 40 και πάνω μόνο). Συνήθως χρησιμοποιείται και για τα μουνόχειλα της γυνής που έχουν σχισθεί από το πέος (ή πέη) ή και από τα αμαρτωλά παιχνίδια. Επίσης χρησιμοποιείται αντί του μιλφ.

  1. Ρε φίλε γουστάρω τη μάνα της γκόμενας μου, για σαψαλομούνα κρατιέται καλά.

  2. Χτες γάμησα μια ρε φίλε, τι σαψαλομούνα που ήταν, τα μουνόχειλα ήταν πραγματικά ξεσκισμένα.

(από pargas, 13/10/11)(από pargas, 13/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified