Further tags

Εκ του Gay friend. Ο πουστάκος κολλητός-αξεσουάρ μιας χάϊ-κλας γκόμενας, βλ. π.χ. την Κάρυ Μπράντσω στο «Sex and the City» με τη φιλενάδα της τον Stanford Blatch, την «πέμπτη κυρία» του σόου.

- Είναι ένας τυπάς που θα μας γνωρίσει κάτι φίλες του.
- Μπα και πώς έτσι, έχει τόσες πουτου περισσεύουν;
- Όχι ρε, κλασικός τζίφης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαίνει σε εφαρμογή όταν κανείς έχει καιρό να γαμήσει. Επιτυχία με μαθηματική ακρίβεια.

- Είδε ότι δεν του κάθεται τίποτα και εφαρμόζει τη μέθοδο των γριών.
- Τι;
- Πάει με πουρά ρε ούφο...

Λογοπαίγνιο με τη «μέθοδο των τριών».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξ' ορισμού, ο χαρακτηρισμός πρέπει να εξαντλείται στο γυναικείο φύλο (άντρας και άκαυλος δεν συνάδει, διότι ως γνωστόν, όταν ο άντρας θέλει να πηδήξει...). Για του λόγου το αληθές, ρωτήστε τον Γούγλη ποιο γένος προτιμά και συγκρίνετε τα αποτελέσματα.

Αλλά ας γυρίσουμε στα της άκαυλης. Όπου, άκαυλη είναι αυτή που καυλώνει δυσκόλως.

Πρακτικά και συμπυκνωτικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι άκαυλη είναι κάθε γυναίκα που εφευρίσκει δικαιολογίες για να αποφύγει την σωματική επαφή. Σε αυτή την περίπτωση, για να καυλώσει (τρόπος του λέγειν), θα πρέπει να εξασφαλίσει πρώτα κάποιες ελάχιστες απαιτούμενες συνθήκες. Αυτές ποικίλουν από γυναίκα σε γυναίκα (πχ: απόλυτο έλεγχο επί του αρσενικού, σεβασμό και άλλα πειστήρια αφοσίωσης, αφρικανικών διαστάσεων εξοπλισμό, κτλ,κτλ..). Όχι σπάνια, μια άκαυλη γυναίκα μπορεί να προβάλει ένα αυστηρό διαννοουμενιλίκι που υποκρύπτει βεβαίως μια προσπάθεια υποκατάστασης της ακαυλοσύνης της από μία επίπλαστη εγκεφαλικότητα..

Το είδος που απαντάται πιο συχνά, είναι η άκαυλη γυναίκα που, αν και δίνει ευχαρίστως φίφα, ωστόσο δεν προσφέρει ποτέ το αιδοίο της για τα περαιτέρω. Απλώς συμμετέχει κατά το ήμισυ, έτσι για να ευχαριστήσει τον γκόμενο για την προσοχή που της έδειξε.

Δευτερευόντως υπάρχει και η άκαυλη γυναίκα που εξιτάρεται τηλεφωνικώς ή ιντερνετικώς με ευκολία, αλλά για συνάντηση από κοντά δεν το συζητά καν. Εδώ θα πρέπει να υποπτευθεί κανείς ότι είναι (ή αισθάνεται) κάπως σαύρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται ως «τσιμπουκλιόζα» το γκομενάκι το οποίο είναι βιρτουόζα στις πίπες και δή στα στριφτοτσίμπουκα (ή άλλως επονομαζόμενα μπαγιονέτ).

Πω ρε φίλε, αυτή η Χ κάνει κάτι πίπες!!! Πολύ τσιμπουκλιόζα σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραπλήσιο με το κάνει την πουτάνα με αλλουνού κώλο, ή: «έξω απ’ το χορό πολλά τραγούδια λέγονται».

Όταν λοιπόν κάποιος/-α: • ξεκινάει και κατηγορεί κάποιον/-α για λάθος χειρισμούς σε κάποια υπόθεση, ή
• μιλάει χωρίς να λαμβάνει υπόψη όλα τα δεδομένα, ή
• αναφέρεται σε γεγονός που δεν συνέβη στον ίδιο, ή
• δεν κινδυνεύει σε κανένα επίπεδο από τις συνέπειες των λόγων του και δεν θα υποστεί τις δυσκολίες που θα προκύψουν από τα λεγόμενά του όταν περάσουν στο επίπεδο της εφαρμογής, συναντάμε αυτήν την έκφραση που βρίσκει μεγάλη εφαρμογή στην καθημερινότητα, καυτηριάζει την κλασική νοοτροπία του φραπέλληναπου έχει άποψη (όπως και κωλοτρυπίδα) για όλα και για όλους, θέλει να γίνει πρωθυπουργός ή έστω πρόεδρος σε κάτι και φυσικά δηλώνει ανεμπόδιστα ότι θέλει.

Ενέχει σεξιστική, αλλά περισσότερο περιπαιχτική διάθεση για το τρίτο φύλο, παρά ευθεία προσβολή, καθώς το ζητούμενο δεν είναι οι σεξουαλικές προτιμήσεις του καθενός, αλλά η αβασάνιστη και απερίσκεπτη διατύπωση απόψεων εκ του ασφαλούς, με βάση το ότι δεν μπαίνει το μαχαίρι στο κόκκαλο, το αγγούρι στον ποπό και τα λιμά...

Γιατί όπως λένε και στο χωριό μου, τον πούστη με τον κώλο αλλουνού είναι εύκολο να τον κάνεις. Εδώ.

(από Khan, 20/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πιο λεπτός τρόπος για να πεις οτι κάποια είναι λεσβία. Όταν δεν παίζει πλακωτό, τρώει ψάρι πλακί.

Διάλογος το θρυλικό bourdela.com:

- Γι'αυτό την λέω λεσβία. Νταραβεριζότανε και με την Καρύδη ένα φεγγάρι.
- Και η Καρύδη το τρώει πλακί το ψάρι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα ηλικίας άνω των 55 με προκλητική παρουσία (οριακά porn), με εμφάνιση συνήθως που είναι αποτέλεσμα αισθητικής χειρουργικής επέμβασης (αλλά με όχι τόσο καλά αποτελέσματα). Συνώνυμο: βλ. γρέτζω. Συναντάται συνήθως σε παρακμιακά σκυλάδικα, αλλά και σε αριστοκρατικούς κύκλους.

Καλά, αυτή η Μπα...ου είναι τρελό γριόνι, δεν συμφωνείς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα ηλικίας άνω των 55 με προκλητική παρουσία (οριακά porn), με εμφάνιση συνήθως που είναι αποτέλεσμα αισθητικής χειρουργικής επέμβασης (αλλά με όχι τόσο καλά αποτελέσματα). Συνώνυμο: βλ. γριόνι. Συναντάται συνήθως σε παρακμιακά σκυλάδικα, αλλά και σε αριστοκρατικούς κύκλους.

Τρελή γρέτζω η Λάτ..η, έτσι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μοναδική μεταφορά του πασίγνωστου motherfucker στα Ελληνικά, που μπορεί να λεχθεί ότι πλησιάζει.

Ελληνικό ροκ (συνήθως) συγκρότημα στο κοινό του:
- Πάμε ρε μητρογαμίτες! (come on motherfuckers)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέο σεξοσλάνγκ λήμμα από το νέτι. Εδώ.

Έτσι αποκαλεί διάσημη Ελληνίδα πορνοστάρ στα σχόλια του άλλος διάσημος, ... σε site κοινωνικής δικτύωσης.

Η τσουτσουνομπεκρού επέστρεψε δριμύτερη!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified