Further tags

Ατίθασος και έχων μικρό πέος ομοφυλόφιλος, με παρουσιαστικό παραπλήσιο με αυτό ενός τρωκτικού που επιδίδεται με ιδιαίτερη επιτυχία στον στοματικό έρωτα.

- Αχ καλέ Γιάννη ομόρφυνες πολύ!!!
- Πωωωω!!! Πάλι να μου πάρεις τσιμπούκι θες ρε πουσταρά τσιμπουκομικρούλη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγοράκι των βορείων ως επί το πλείστον προαστίων με λεπτά χαρακτηριστικά, προσεγμένο μαλλί, λεπτεπίλεπτη συμπεριφορά και καμιά φορά διακριτικό μακιγιάζ. Ξεχωρίζει για τη γλυκύτητά του και τις χαριτωμένες κινήσεις του. Τον όρο πρώτος χρησιμοποίησε ο άρχοντας Κωστόπουλος στο περιοδικό NITRO.

- Κοίτα τον Γιαννάκη, πολύ γλυκό αγορίτσι...
- Τσάμπα τα λεφτά που έδωσε ο πατέρας του στο μαιευτήριο όταν έμαθε ότι έκανε αγόρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρέα από ομοφυλόφιλους, κατά το κουστωδία.

- Πλάκωσε ο Ψινάκης με όλη την πουστωδία!

Πουστωδία πολιτικών "επιλύει" το Κυπριακό (από Vrastaman, 08/07/08)Σκύψε, ευλογημένε! (από Vrastaman, 23/10/08)

βλ. και χριστιανοσλάνγκ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ άσχημη γυναίκα.

Παλαιά συνθηματική έκφραση, παραπέμπει στον Κώδικα του Χαμουραμπί.

- Είναι να μασάς κουκιά και να φτύνεις!
- Άσ' τα, ανήκει στον Κώδικα!

Ο Βασιλεύς Χαμουραμπί (από Vrastaman, 26/08/08)Ανήκει στον κώδικα. (από Vrastaman, 26/08/08)Ανήκει στον κώδικα. (από Vrastaman, 26/08/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπέρβαρο μπάζο που κάθεται στον κάθε πικραμένο (Εσκιμώο και μη) χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια.

- Πού να στα λέω, είχε φοβερή επιτυ..

- Ουστ ρε σαβουρογάμη, όλο με βολικές αρκούδες την βγάζεις!

Hello, big boy! (από Vrastaman, 31/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεψωλιάρα γυναίκα με αποκρουστικά καυλωτική εμφάνιση, εκ των μουνί και σκυλί.

- Η Amy Winehouse έχει γαμώ τις φωνές.
- Κατά τα λοιπά είναι σαν την Βασιλειάδου νέα με τατουάζ - μουνόσκυλο του κερατά!

(από Khan, 22/02/15)(από Khan, 22/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Ουσιαστικό: Γυναίκα σε απελπισμένη αναζήτηση ερωτικού συντρόφου.

2. Επίθετο: Κατάσταση υστερίας που πλήττει σεξουαλικά ενδεείς γυναίκες.

Εκ των μουνί και λύσσα.

- Γιατρέ μου, είναι σοβαρό;
- Νομίζω ότι μπορώ να σας θεραπεύσω άμεσα, αλλά θα χρειαστούν περαιτέρω εξετάσεις. Παρακαλώ γδυθείτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σύνθετη αυτή λέξη παράγεται εκ των λέξεων τσιμπούρι και βυζί.

Το τσιμπούρι είναι ένα μικρό έντομο της οικογένειας των παρασίτων που τοποθετεί στο στόμα του μόνιμα πάνω στο δέρμα του οργανισμού του σκύλου, του πρόβατου, του ανθρώπου, κλπ και τρέφεται με το αίμα του συγκεκριμένου οργανισμού.

Η τσιμπουροβύζα είναι η γυναίκα που διακρίνεται για το υπερβολικά μικρό έως ανύπαρκτο στήθος της και ονομάζεται έτσι λόγω των πολύ μικρών διαστάσεων που έχει το τσιμπούρι. Η σχεδον flat επιφάνειά της θυμίζει κατ' αναλογία μορφολογία εδάφους Αγγλίας (ανυπαρξία ορεινών όγκων).

Η τσιμπουροβύζα τέλος, λόγω του σχεδόν αμελητέου στήθους της, έχει μικρή θηλυκότητα, με αποτέλεσμα πολλές εξ αυτών να μπορούσαν να αποκαλεστούν και ως: ουδέτερο pH

- Σου αρέσει το γκομενάκι που τραβάω τελευταία;
- Καλά κολλητέ... Πολύ τσιμπουροβύζα η δικιά σου.
- Μπα δεν με απασχολεί αυτό. Είναι ηφαίστειο!
- Ηφαίστειο με flat επιφάνεια; Δεν ξανακούστηκε. Βρε αν η γυναίκα δεν έχει πιασίματα... βράσε όρυζα.
- Ναι, ενώ η δικιά σου... σωστό θωρηκτό Ποτέμκιν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πράξη, ή εν γένει συμπεριφορά ύπουλη και άνανδρη. Ατιμία. Αθέτηση υπόσχεσης. Κατάχρηση εμπιστοσύνης. Εξαπάτηση. Ρίξιμο.

Η λέξη αντανακλά τη βεβαιότητα του Έλληνος ότι οι συνάνθρωποί του που σηκώνουν το πουκάμισο είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να του τη φέρουν - μεταφορικά, εν προκειμένω. Και είναι τόσο ακλόνητη αυτή η βεβαιότητα ώστε η λέξη πουστιά δεν σημαίνει τίποτε άλλο πέραν των ανωτέρω: υπουλία, δόλος, παρασπονδία. Δεν σημαίνει, ας πούμε, την θηλυπρεπή συμπεριφορά - γι' αυτό υπάρχει η λέξη πουστιρλίκι ή πουστριλίκι. Και δεν σημαίνει επίσης την κοινότητα των ομοφυλοφίλων (σε αντίθεση, π.χ. με τη λέξη γυφτιά που εννοεί και μια συμπεριφορά και ένα σύνολο ανθρώπων): το περιληπτικό ουσιαστικό από τη ρίζα πουστ- που σημαίνει αδελφάτο, το σύνολο των πισωγλέντηδων, είναι, βέβαια, το πουσταριό. Το πράμα δε, αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον αν σκεφτούμε ότι σε άλλες γλώσσες η σύνδεση μεταξύ ομοφυλοφιλίας και δόλου είτε δεν γίνεται καθόλου είτε δεν είναι τόσο αξιωματική.

Την πουστιά, μας την κάνουνε ή, συνηθέστερα, μας την παίζουνε.

  1. - Καλά, μας παίξανε μεγάλη πουστιά οι Σουηδοί ... μιλούσανε σε μας έξι μήνες, ξεσκίστηκαμε να τους τραπεζώνουμε και τελικώς πάνε και δίνουνε την αντιπροσωπεία στον απιθανόπουλο τον Σκορδομπούτσογλου ... κι εγώ τους είχα τους Σκανδιναβούς για εντάξηδες ...
    - Καλά, ρε μαλάκα, πού ζεις; Στο ΙΚΕΑ δεν έχεις πάει ποτέ;

  2. Καλύτερα μια κούπα με την λεβεντιά παρά 40 κούπες με ψέμα και πουστιά! (Σύνθημα οπαδών του ΠΑΟΚ με αποδέκτες τους γαύρους)

Όρμα Νέλλη, όρμα Τζάκ, στήστε άνευ όρων καβγά, έτσι μπράβο, χωθείτε με πουστιά. (Γκούλαγκ) (από vikar, 11/04/11)Αθήνα, Ευαγγελισμός (από xalikoutis, 12/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτικό για γυναίκα.

Ίσα μωρή πιρόγα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified