Πέος σε ανερχόμενη στύση. Λαϊκιστί, μισή κάβλα.
(Βασίλης)
- Ρε μαλάκα το πρωί ξυπνάω και τι να δω! Τούμπανο ρε μόρτη! είδα και ένα όνειρο φίλε... κάβλα!
- Εμένα πάλι το πρωί ήταν σε ημίκαβλα... έριξα ένα κατούρημα... άδειασα φίλε!
Πέος σε ανερχόμενη στύση. Λαϊκιστί, μισή κάβλα.
(Βασίλης)
- Ρε μαλάκα το πρωί ξυπνάω και τι να δω! Τούμπανο ρε μόρτη! είδα και ένα όνειρο φίλε... κάβλα!
- Εμένα πάλι το πρωί ήταν σε ημίκαβλα... έριξα ένα κατούρημα... άδειασα φίλε!
Got a better definition? Add it!
Υπερσυγκέντρωση θηλυκών εκπροσώπων του είδους σε ένα σημείο. Συνώνυμα η θεομουνία, η μουνοθύελλα, αγγλιστί moon storm, η μουνοπλαγιά, ο μουνόλακκος, η ακατάσχετη μουνορραγία, το Αιδοίον πέλαγος, ο μουνώνας (ή μουνιώνας), του μουνιού το πανηγύρι (αλλιώς μουνοπανήγυρις) και ο πλούσιος αιδοιοφόρος ορίζοντας.
Έλεος...
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Got a better definition? Add it!
Η ευτελής. Η αγράμματη, κακοφτιαγμένη και κακοντυμένη γυναίκα με άσχημους τρόπους.
Πάω εγώ με τέτοιες κασόμπρες;
Got a better definition? Add it!
Εστιν ουν ξέκωλο, ανήρ έχων αιμοροεές εκ του πρωκτού κατερχόμενες, αιτιωδώς συσχετιζόμενες μετά των ερωτικών προτιμήσεων.
Ο Δημήτρης είναι ξέκωλο. (τελεία)
Got a better definition? Add it!
Σε σένα μιλάω κυνηγέ ψωλαρά. Πόσες φορές είδες στον δρόμο μια αφίσα με κλαμπ-μπαρ-κτλ που γράφει με μεγάλα τεράστια γράμματα Ladies Night κάθε Πέμπτη; Πόσες φορές πήγες; Τί αντίκρυσες κάθε φορά; Εσύ ξέρεις...
Για τους υπόλοιπους, ψωladies night είναι το μεγαλύτερο όπλο των κεφαλιών του μάρκετινγκ για να αποπλανούν τον φτωχό πλην τίμιο ψωλαρά και να τον κάνουν να επισκέπτεται συγκεκριμένα μαγαζιά τάζοντάς του λαγούς με πετραχήλια ή έναν χώρο με γυναίκες-υποψήφια θηράματα. Φυσικά κανείς δεν σκέφτεται ότι το δωρεάν ποτό που συνήθως τάζουν οι αχόρταγοι μαγαζάτορες οι περισσότερες γκόμενες το βρίσκουν σε όλα τα υπόλοιπα μαγαζιά από κεράσματα μόνων και μπάκουρων. Το τελικό θέαμα που αντικρύζει κανείς είναι αυτό ενός στρατοπέδου που ετοιμάζεται για άσκηση ή κοινώς αρχιδόκαμπος. Μην πείτε μετά ότι το slang.gr δεν σας προειδοποίησε...
Δημήτρης στην πόρτα του μαγαζιού:
- Σήμερα θα γίνεται χαμός, έχει ladies night.
Χρήστος μέσα στο μαγαζί:
- Ναι βλέπω... Ψωladies night!
Got a better definition? Add it!
Όρος που απαντάται κυρίως στις πολυτεχνικές σχολές ανά την Ελλάδα και ειδικότερα σε μερικές που ο αναγνώστης θα καταλάβει αμέσως ποιες είναι μόλις επεξηγηθεί το λήμμα. Αναφέρεται σε γυναίκες τύπου καμπιονάτο χαρακτηρίζοντας την εμφάνισή τους και δημιουργείται από την σύμπτυξη των λέξεων σκατά - όψη. Παρατηρήστε την υποσυνείδητη διπλή έννοια που κατευθείαν προδίδει ότι πρόκειται για slang πολυτεχνείου. Μάλιστα η συχνότητα χρήσης της είναι τόσο μεγάλη που τείνει να ξεπεράσει θρυλικές άλλες λέξεις - φράσεις όπως «μαλάκας» ή «δεν έχω γκόμενα». Συνήθως ακούγεται από φοιτητές που σχολιάζουν τις διερχόμενες φοιτήτριες από κάποιο ύψος.
- Βαρέθηκα με την Στατική Μηχανική Ρευστών Σωματικών Υγρών 2 ρε φίλε, πάμε στο μπαλκόνι της βιβλιοθήκης να κόψουμε κίνηση;
- Τι λες ρε, να πήξουμε στην σκάτοψη; Πάμε καλύτερα από την φιλοσοφική.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για να υποδείξει γυναίκα με firepower capacity ίσο με 5 μουνάρες.
- 2 weeks Κέρκυρα και Ιόνιο με πριβέ σκάφος και Δάφνη να φοράει μόνο μπλουζάκι.
- Ναι, για φαντάσου όμως αλλα σε 20 year old DEU, είναι καλύτερο όμως;
- Δεν χρειάζεται, έχω κολλήσει στο τάισμα σταφυλιού στην πλώρη με θέα Ιθάκη και πάντα κώλος / μουνί να αερίζονται.
Got a better definition? Add it!
Η γκόμενα που έχει ωραίο σώμα αλλά άσχημο πρόσωπο. Η αντιστοιχία με την γαρίδα έγκειται στο ότι «τρως» το σώμα και πετάς το κεφάλι.
- Τά 'μαθες; Ο Νίκος έβγαλε γκόμενα χτες στο μπαράκι.
- Καλή;
- Γαρίδα. Φοβερό σώμα αλλά μάπα χάλια.
Got a better definition? Add it!
αλογομούνω / αλογομούνα
Η ψηλή και ογκώδης γυναίκα, εντυπωσιακή όπως μία φοράδα, αλλά εξαιρετικά μεγαλόσωμη.
Για δες τι έρχεται, τι αλογομούνω είναι αυτή, πρέπει να είναι Ολλανδέζα.
Δες και -μούνα.
Got a better definition? Add it!
Η πολύ όμορφη γυναίκα που, αν και χαζή, προσπαθεί να περάσει ως διανοούμενη.
- Ωραίο γκομενάκι η Λίζα...
- Ναι, αλλά όποιον βρει του το παίζει σκεφτόμουνα.
Got a better definition? Add it!