Further tags

Έκφραση που χρησιμοποιείται και από τους ιστιοπλόους (ειδικά στους αγώνες) τις στιγμές της μεγάλης απελπισίας λόγω της άπνοιας.

- Και πώς τα πήγατε την Κυριακή στον ιστιοπλοϊκό αγώνα;
- Πώς να τα πήγαμε, μαύρη απελπισία. Δεν καταφέραμε καν να τερματίσουμε.
- Άπνοια;
- Άσ' τα μεγάλε, τι να σου λέω; Δεν κουνιόταν πούστης!!!

No wind today!!! (από pointman, 13/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο νούλας, ο μικρός, ο λίγος. Δυστυχώς για κάποιους, σε μερικά πράγματα το μέγεθος μετράει. Οφθαλμοφανής παραλληλισμός με το μέγεθος του ρεβιθιού.

  2. Σημαίνει και τον ανίκανο να κάνει μεγάλα πράγματα.

Σ.Σ.: το λήμμα πρωτοεμφανίστηκε πριν το 1900. Μη νομίζουμε δηλαδή ότι οι παλιοί δεν σλανγκάρανε... (ή ότι την είχανε όλοι μεγάλη).

Θέλει και να διοικήσει την Ελλάδα, ο ρεβιθοτσούτσουνος. Εδώ δεν μπορεί να διοικήσει τη γυναίκα του...

(από Vrastaman, 13/03/09)(από Vrastaman, 13/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γυναικείο πράμα μαζί με όλη την γύρω περιοχή. Πιθανόν λόγω τριχοφυΐας. Το ηβαίο.

(βλ. και «γατάκι», αλλά καλύτερα βλέπε το μύδι).

Ρε μαλάκα είχε ένα γατί η γκόμενα, και αχτένιστο μιλάμε.

Μπορεί να σχετίζεται με: τριχοφοβία. Να μην συγχέεται με: γάτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H χήρα του John Lennon έδωσε το όνομά της σε όλες τις γυναίκες οι οποίες:

α) είναι υστερικές και λόγω της ξινομουριάς, κακάσχημες, αλλά κάποιος στραβώθηκε και τις έπιασε γκόμενες,
β) έχουν περίοδο κάθε μέρα,
γ) τουπεδιάζουν επειδή ο γκόμενός τους είναι κάποιος,
δ) δεν αφήνουν τους γκόμενους να κάνουν βήμα χωρίς αυτές,
ε) χειραγωγούν τους γκόμενους (για να μη πω ψωλ-αγωγούν) (σημείωση: υποψιάζομαι πως πρέπει να είναι άσσοι στις πίπες και στα κόλπα, διότι αλλιώς δε κατανοώ το κόλλημα των γκόμενών τους),
στ) δεν τους αφήνουν να τη βρίσκουν με τα φιλαράκια τους,
ζ) χώνονται στις παρέες τους και σπέρνουν τη διχόνοια,
η) ζηλεύουν,
θ) παρεμβαίνουν σε επαγγελματικά, οικογενειακά και σαφώς ορισμένα προσωπικά ζητήματα,
ι) παρ' όλα τα παραπάνω, ο γκόμενος τις έχει θεές και τις υπακούει σα σκύλος.

Προσοχή σε δύο πράγματα:

  1. Για να χαρακτηριστεί μια γυναίκα ως Γιόκο (το Όνο μπορεί να παραλειφθεί) πρέπει να πληρεί όλες τις παραπάνω προϋποθέσεις.
  2. Μια γυναίκα μπορεί να είναι Γιόκο, αλλά να μη το εμφανίζει μέχρι να βρει τον Λένον της, δηλαδή τον κατάλληλο λαλάκη που θα την ανεχτεί και δεν θα τη σουτάρει με τη πρώτη γιαπωνεζιά.

Η γκόμενα του Κυριάκου είναι σκέτη Γιόκο. Τον έβαλε και τσακώθηκε με τα αδέλφια του, δεν τον αφήνει να βγαίνει μόνος με φίλους, του έχει απαγορέψει να κάνει επαγγελματικά ταξίδια στην επαρχία και εχτές που του έβαλε τις φωνές επειδή δε κατέβασε τα σκουπίδια, με πήρε τηλέφωνο και μου κλαιγόταν σαν μπούλης 3 ώρες...

Οποία ξευτίλα! (από Hank, 13/03/09)Λιώνω όπως ο Λένον για τη Γιόκο Όνο λιώνω (από Khan, 07/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η γκόμενα που πάει με όποιον λάχει και τά 'χει. Η καθ΄έξιν ξεπέτα. Η μιάς χρήσεως.

  2. Μερικές φορές ακόμα και αυτή που απλά δείχνει να έχει αυτό το στύλ.

  1. «...Όμως τις διεθνείς και ντόπιες καπότες τύπου Πάρις τις ξέρουν όλες...»
    (από το άρθρο. «Τα προβλήματα, οι λύσεις και η τρίχα από τα αρχίδια του Κινγκιννάτου»)

  2. Μπορεί να είναι κυριλέ, αλλά εμένα για καπότα μου φαίνεται.

Αλλά ωραία καπότα... (από Marco De Sade, 13/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μικροτσούτσουνος. Ο ριγμένος από την φύση. Το μέγεθος μηδέν (0). Απαντάνται και ως «νούλας».

Ασχέτως μεγέθους, ο ανίκανος ή απαράδεκτος στο κρεβάτι (χρησιμοποιείται και για γυναίκες, όσον αφορά τις σεξουαλικές επιδόσεις τους).

Η ακριβής προέλευση της λέξης είναι το λατινικό nullus=κανείς.

1.Ο Σάκης είναι νούλας. Απορώ πώς καταφέρνει και κατουράει όρθιος.

  1. Νούλα ο καινούργιος μου, φιλενάδα, στον χαρίζω...

Μιά εικόνα, χίλιες λέξεις... (από Marco De Sade, 14/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόπειρα μετακένωσης στην ελληνική σλανγκ του αγγλικού gay pride. Δηλώνει τον ομοφυλόφιλο, που είναι gay and proud of it, έχει βγει απ' την ντουλάπα προ πολλού, είναι συμφιλιωμένος με τον εαυτό του και το πανηγυρίζει. Η λεξιπλασία σχηματίζεται κατά το «πτωχαλαζών». Και, όπως η λέξη πτωχαλαζών έχει προσληφθεί από τους προλετάριους για να υπονομεύσει την κυρίαρχη αντίληψη της αστικής τάξης γι' αυτούς, πιστεύω ότι έτσι και η λέξη πουσταλαζών μπορεί να προσληφθεί από τους γκέι στα πλαίσια ενός gender-undermining (λέμε τώρα).

Η κρεψινιά της ημέρας: Οι Αλαζώνεςήταν μια αρχαία θρακική φυλή, που κατοικούσε στις βόρειες ακτές του Ευξείνου Πόντου. Από αυτήν την εθνική ονομασία βγήκε ήδη στα αρχαία ελληνικά η λέξη αλαζών για να δηλώσει την αντίστοιχη συμπεριφορά.

Αυτί της γης: Τελικά, ο Πέρι μας έγινε πουσταλαζών. Λέει ότι έχει συμφιλιωθεί με τον εαυτό του, είναι περήφανος για τις επιλογές του, κι αρχίζει μια νέα φάση στην σχέση του με το Λίλιαν και την Λάουρα. Τώρα πάνε όλες μαζί για χοντοθεραπεία, αλλά περήφανα πλέον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζιγκόλι ειδικευμένο σε γκέι πελάτες. Συνήθως ψιλο-μπάι γιατί άμα τύχει πάει και με γυναίκες. Τα κάνει όλα, γι αυτό λέγεται και πασπαρτού (όπως το κλειδί).

- Εκείνο το πουστροζιγκόλι τον Χ. τον είχανε γαμήσει στο Γυμνάσιο.

Εργασία και χαρά  (από Marco De Sade, 14/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο ζωηρούλης, ο κουνιστούλης, ο ψιλογκέι, ο στρέι. Έχει συνήθως κάτι το χαριτωμένο, είναι πχ συμπαθής η παρουσία του στις γιαγιές που τον κάνουν κέφι και γελάνε λες και δεν ξέρουν πόσ' απίδια βάζει ο κώλος του.

  2. πεταχτούλα: κατ' ευφημισμόν η τσουλίδου.

  1. Είχα καιρό να δω τον Νάσο... λίγο πεταχτούλης μου φάνηκε, όχι;;

  2. Αυτή την πωστηναλένε να μην την ξαναφέρεις. Πολύ πεταχτούλα είναι και δεν θα τα πάμε καλά.

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός κοπέλας η οποία «πετάει» από άντρα σε άντρα, όπως, καλή ώρα, η μελισσούλα από λουλούδι σε λουλούδι.

Χρησιμοποιείται και ως υποκατάστατο της λέξης «τσούλα», όταν είναι μπροστά παιδιά, παππούδες, γιαγιάδες και ιερωμένοι.

Παρεμφερείς λέξεις :
Μαϊμού ή τσίτα (διότι πηδάνε από κλαδί σε κλαδί).

- Καλέ, η Μαρία δε τα είχε με τον Πάνο; Την είδα πριν μια βδομάδα με τον Νίκο...
- Α, καλά είσαι... Εγώ χτες την είδα με τον Πέτρο... Είναι μια μελιτσούλα αυτή...

Αχ μελιτσούλα, πήγες σ\' άλλο λουλουδάκι (από Khan, 27/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified