Further tags

Το λήμμα προέρχεται από τον συμπαθή αλλά κακάσχημο Ρώσο διεθνή μπασκετμπολίστα Μπαζάρεβιτς (έπαιξε ένα φεγγάρι και στον ΠΑΟΚ) με το χαρακτηριστικό ακριδομούστακο.

Υποσύνολο του μπάζου. Προσδιορίζει την έννοια μπάζο ως την ασχήμια η οποία εστιάζεται στο πρόσωπο κυρίως και λιγότερο στο σώμα. Ενδείκνυται σε περιπτώσεις εμφανούς τριχοφυΐας στο πρόσωπο.

Στο γραφείο!
(Βρασίδας με υψηλές προσδοκίες): - Είναι καλή η καινούρια γραμματέας;
(Στέλιος γειώνοντας εν τη γενέσει): - Σωματικώς κάτι λέει, αλλά κατά τα άλλα ο Μπαζάρεβιτς ο ίδιος!

Σύγκρινε με γκόμενα-γαρίδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται συνήθως για να αποτρέψει την προσέγγιση προς εμάς, θηλυκού τετράπαχου, άσχημου και ενίοτε γενειοφόρου!

Η προέλευση της έκφρασης έχει τις ρίζες της στο κλασσικό Ποπάυ, όπου ο πρωταγωνιστής ναύτης προέτρεπε τον αντίπαλο του Μπρούτο (εξ ου και το τετράπαχο, άσχημο και γενειοφόρο του πράγματος) να απομακρυνθεί πάραυτα!

- Μπάμπη, αυτό το μπάζο η Νένα έρχεται κατά πάνω σου. Και με άγριες διαθέσεις απ' ό,τι βλέπω...
- Πίσω γορίλλα!!!

(από stathisbsg, 06/02/10)Fabrizio de Andre: Attenti al Gorilla! (από HODJAS, 06/02/10)

Η έκφραση είναι προγενέστερη του Ποπάυ: Γορίλλαι στην αρχαιότητα αποκαλούντο τα μέλη μυθικής φυλής κακάσχημων τριχωτών γυναικών.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Sic συνώνυμο των λέξεων, αξιαγάμητος/-η και fuckable. Χρησιμοποιείται κυρίως στο ουδέτερο και συνήθως αναφέρεται σε γυναίκα.

- Πώς το βλέπεις το μωρό;
- Βρώσιμο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λυσσάρα, η λυσσασμένη για άντρα. Από τα κουτσομπολιά που συνοδεύουν τις μαθήτριες του Αρσακείου.

Με ξενερώνει να μου την πέφτει η γυναίκα, αντί να την πέσω εγώ σ' αυτήν. Ιδίως αν είναι Αρσακειάδα!

Got a better definition? Add it!

Published

Η παρέλαση των γκέι, όπως σε μερικές ξένες χώρες. Κι ο μεγάλος πούστης.

- Αυτός δεν είναι πούστης, είναι πουστοπαρέλαση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η επιδιόρθωση του μεϊκάπ στα γρήγορα (πχ στο αυτοκίνητο), τελευταία στιγμή πριν μας δουν οι άλλοι.

  2. Οι βελτιώσεις στο πρόσωπο και το σώμα που επιτυγχάνονται με τη βοήθεια της πλαστικής χειρουργικής και που έχουν σκοπό την επανόρθωση της εικόνας μας προς το νεανικότερο.

  1. - Άντε πια δέκα ώρες με το καθρεφτάκι μέσα στο αυτοκίνητο, αργήσαμε!
    - Κάτσε ντε να κάνω ένα ρεκτιφιέ, τόσην ώρα στον δρόμο ήμασταν...

  2. - Ξέρετε γιατρέ, δεν θέλω τίποτα σπουδαίο, ένα μάζεμα εδώ στο διπλοσάγονο, λίγο να μου πάρετε την κοιλιά και τα γόνατα, μια ανόρθωση γλουτών και στήθους, να μου εξαφανίσετε την ευρυαγγία και την κυτταρίτιδα, ένα μποτοξάκι στο μέτωπο, και είμαι εντάξει. Ένα απλό ρεκτιφιέ, δηλαδή.

Got a better definition? Add it!

Published

Τερατόμορφο πλην γευστικότατο ψάρι γένους Lophius Piscatorius που έρπει στον βυθό της θάλασσας καταβροχθίζοντας ό,τι βρεθεί στο διάβα του με το πελώριο παραμορφωμένο στόμα του. Πωλείται πάντα χωρίς κεφάλι, ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος υστερικών κρίσεων ή λιποθυμιών στο ιχθυοπωλείο, καθώς η μορφή του είναι από αποκρουστική έως εφιαλτική. Οι ψαγμένοι μεζεκλήδες ωστόσο πάντα επιμένουν να πάρουν και το κεφάλι, καθώς κάνει την απόλυτη ψαρόσουπα.

Σλανγκιστί, πεσκανδρίτσα αποκαλείται η γυναίκα με πρόσωπο βατραχόψαρου αλλά σώμα αναφοράς. Υπάρχει ωστόσο μια καθοριστική, ειδοποιός διαφορά με την γνωστή σε όλους γκόμενα-γαρίδα: την πηδάς μεν αλλά δεν πετάς το κεφάλι (ούτε το κάνεις και σούπα). Διότι παρά την αποκρουστική του ασχήμια έχει κρυφά και γοητευτικά χαρίσματα –όπως χιούμορ, πνεύμα, σκέρτσο και πάνω απ' όλα ουράνιο κλαρίνο (χαλάλι το ενδεχόμενο ενός τσιμπούμερανγκ!)– που την εξιλεώνουν σε μεγάλο βαθμό. Με κατάλληλο φωτισμό σχεδόν ξεχνάς τη σιχαμερή της φάτσα και δεν απαιτείς καν να φοράει χαρτοσακούλα πάνω από το κεφάλι!

- Πού εξαφανίστηκες βρε Πανούλη;

- Βρυκα γκωμενακυ φοινο! Εχοι σομα σαν γωργωνα εχο παθι μουνοπλακκα! Κε αιχι και πλι χοιουμωρ μετα το σεχ μυλαμαι με τοις ορεσ! I shink I yam in luv!

- Καλά, γιατί δεν μας την γνωρίζεις;

- Νασπο, δαι βγενοι εξο … οι γιτονεςς ζιτοισαν ασφαληστυκα μαιτρα για να μι πάθουν ψοιχοτραλαλα τα πεδακηα τουσ!

- Κατάλαβα, με πεσκανδρίτσα πήγες κι έμπλεξες καημένε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η γυναίκα με άσχημο πρόσωπο και ωραίο σώμα.

Τσέκαρε μια γυναίκα-γαρίδα... Τέλεια οπίσθια αλλά απο φάτσα δεν λέει...

Δές και γκόμενα-γαρίδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνικός όρος στην διάλεκτο των μπουρδελιάρηδων, για τις δύο βασικές υπηρεσίες που προσφέρει μια κορασίς σε ένα στριπτητζάδικο. Το θέμα έχει περιγραφεί επαρκώς στο λήμμα «χορός, ο». Απλώς, να πω ότι ο τεχνικός όρος του φαινομένου είναι «πουτό-χουρός», όπως το προφέρουν με βαριά ανατολική προφορά οι κορασίδες. Και πως υπάρχει ένα δίλημμα ποια από τις δύο υπηρεσίες θα προτιμήσει ο στριπτητζόφιλος, αν και τις δύο, με ποια σειρά κ.ο.κ. Με λίγα λόγια το «πουτό-χουρός» υπήρξε το μεγάλο δίλημμα του Νεοέλληνα στα '90ς και '00ς, όπως το «Κιθαρίστας ή ντράμερ;» του Γιοκαρίνη το μεγάλο δίλημμα των '80ς.

Γενικά, είναι αξιοσημείωτο ότι ο χουρός είναι πιο φτηνός, και με κάτι εξτρά περιλαμβάνει και το περίφημο φραπέ. Ενώ το πουτό είναι γενικά πολυέξοδο και άχρηστο. Οπότε δεν θα έπρεπε να υπάρχει δίλημμα. Πλην πολλοί το σκέφτονται σύμφωνα με την αρχή του Αριστοτέλους ότι ο σκοπός κάθε όντος είναι η ειδοποιός διαφορά του. Και το πουτό είναι ακριβώς η ειδοποιός διαφορά του στρηπτιτζάδικου απ' το μπορντέλο (που θα μπορούσες εξαρχής να είχες πάει). Οπότε γενικά το δίλημμα παραμένει, ή μπορεί να λυθεί πραγματώνοντας και τα δύο σκέλη, εις βάρος βέβαια της τσέπης.

Συνώνυμα: «Κεράσει πουτό καυλιάρη;» (εντάξει, λέγεται μόνο από τις πλέον χυδαίες και ανένταχτες των κορασίδων, απλώς έχει μείνει ως πάγια έκφραση).

Τα κορίτσια όμορφα αλλά λίγο με υφάκι και σπασαρχίδες για να τις πάρει κάποιος με το ζόρι για χουρό ή πουτό.
(από το γνωστό bourdela.tv)

Λίλιαν! (από Khan, 22/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σύστριγκλο που απαρτίζεται από γκέι. Ή από τελειωμένες γυναίκες που εικάζουμε ότι φοράνε στριγκ. Είναι μάχη εκ του συστάδην. Τον όρο χρησιμοποιεί ο Λάκης Λαζόπουλος.

Κάλεσε χτες ο Τριανταφυλλόπουλος για το θέμα των γκέι γάμων, Βαλλιανάτο, Χατζηστεφάνου απ' τη μία, Παπαργυρόπουλο και Ιατρόπουλο απ' την άλλη, και τον Ανευλαβή για διαιτητή. Έγινε το σύστριγκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified