Further tags

Αυτός που και τον παίρνει και μιλάει κι από πάνω.

Με τη λέξη, ο ομιλητής εκφράζει την αγανάκτησή του για το γεγονός πως ο συνομιλητής του δεν φτάνει που είναι ομοφυλόφιλος, έχει και θράσος.

- Άσε ρε θρασύπουστα...ζητάς και τα ρέστα τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το Game Over, ήτοι «τέλος παιγνίου» φράση γνωστή εις τους παίκτας ηλεκτρονικών παιγνίων, το λήμμα αυτό υποδηλώνει ομοφυλόφιλο ανήρ ο οποίος εν τιαύτη περιπτώσει έχει πλέον φτάσει επί του κωλοφώνος της ιδιότητός του και άρα θεωρείται κατά το κοινόν λεγόμενον: «τελειωμένος», εξού και over. Άρα, gay over είναι ο τελειωμένος ομοφυλόφιλος, κοινώς πουστάρα ή τρελλή ή παλιαδερφή.

Τρύφων: «Ω φίλε, κοίταξον τη Γκέλλυ, εκ του Βαγγέλη αν δεν απατώμαι!»
Φαίδων: «Πράγματι φίλτατε, πρόκειται δια τελειωμένη περίπτωσι, gay over εις τη καθομηλουμένην!»

Πάνος+Ζακης (βλ.σχόλια) (από GATZMAN, 22/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωλομπαράς είναι αυτός που πληρώνει για να κάνει σεξ από πίσω.

Τον βλέπεις τον τύπο πως κοιτάει τον κώλο της σερβιτόρας φίλε, είναι μεγάλος κωλομπαράς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιπόνι είναι η κοπέλα που της αρέσει να κάνει πίπες όταν βρεθεί με αρσενικό.

Νέστορα, χτες το βράδυ η τύπισσα που μιλούσες είναι μεγάλο πιπόνι φίλε, από εμπειρία μου...

Το βαρύ πιπόνι (από Vrastaman, 14/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα που ειπώθηκε για πρώτη φορά από την Ντένη Μαρκορά (κείμενο Αλ. Ρήγα) στην θρυλική σειρά «Δύο Ξένοι».

  1. Διερευνητική ερώτηση, έμμεσου τύπου, δια τον σεξουαλικό προσανατολισμό του συνομιλούντος/ενός τρίτου... κάποιου..

  2. Αφορά την διεισδυτική διαδικασία του ανδρικού μορίου εις όποια οπή είναι εύκαιρη...(ανεξαρτήτως φύλου του φέροντος αυτήν).

Ακολουθεί κατατοπιστικότατο οπτικοακουστικό υλικό.

(από mparmpa_thymios, 11/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι καταφέρνω και τη γνωρίζω με τη βιβλική έννοια. Να σημειωθεί ότι όλη η σχετική ορολογία (βγάζω γκόμενα [ξετρυπώνω], χτυπάω γκόμενα) έχει κυνηγετική προέλευση. Δλδ. και το «ρίχνω» θεωρώ ότι δεν σημαίνει «ρίχνω στο κρεβάτι», αλλά τη ρίχνω σα μπεκάτσα. Τη σήμερον ημέρα ο πιο εύκολος τρόπος να ρίξεις γκόμενα είναι να περιμένεις στην πάνω έξοδο κυλιόμενης σκάλας που ανεβαίνει και μόλις δεις κάποια με τακούνι να μιλά αφηρημένη με φίλη της ή στο κινητό κρατώντας και ψώνια απλώνεις το πόδι και της βάζεις τρικλοποδιά. Θα πέσει, σίγουρα πράματα.

- Τη βλέπεις αυτή στη σκάλα, δεν υπάρχει έτσι;
- Νάρα... κλασική περίπτωσις που κοιτάζει το υπερπέραν, μην τυχόν και συναντήσει κανά λιγουροβλέμμα....
- Εμ τι λέμε, αυτές τις ρίχνεις εύκολα...

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του «αδελφή», «ντιγκιντάγκα». Ομοφυλόφιλος. Απαξιωτικό και χιουμοριστικό.

«Πάμε στο gay parade να χαζέψουμε κανέναν κουδουνίστρα; It's gonna be fun» είπε ο Φανούρης και αμέσως κέρδισε ομόφωνα το βραβείο Μίστερ Υφήλιος Ομοφοβικός 2007

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος εφηβικής ηλικίας που δίνει έντονα την αίσθηση ότι όταν γίνει ενεργός σεξουαλικά θα γίνει γκέης.

Ο Γιώργος ήταν φοβερό πουστάκι μικρός. Πώς έγινε τόσο μουνάκιας μεγαλώνοντας, είναι απορίας άξιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πλήρης ηρεμία, νηνεμία και ακινησία. Όχι φύλλο, όχι βάρκα, ούτε πούστης (κι ας έχει καταπιεί τον Εγκέλαδο).

- Τώρα με τα έργα δεν πατάει άνθρωπος στο μαγαζί... Και θα πάει κάνα εξάμηνο η δουλειά...
- Τόσο χάλια;
- Δεν κουνιέται πούστης σου λέω...

Για άλλες χρήσεις του πούστης με επιτατική σημασία, δες και σαν πούστης, του πούστη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πουτάνα (η κανονική) ή, η πηδιόλα γυναίκα.

Χαρχάλα κυριολεκτικά (στη Δ.Κρήτη τουλάστιχον) είναι η σφεντόνα (ετυμολογία δεν ξέρω), που με το χαρακτηριστικό της σχήμα θυμίζει τη γυναίκα που έχει αϋπνίες.

Με ένα σερτς διαπιστώνω ότι χαρχάλα λέγεται και

α. το προϊόν (πχ κινητό) μπακατέλα, αλλά και...
β. το βελανίδι που μαζεύεται το φθινίπωρο... [;].

Επίσης η λέξη πρέπει να χρησιμοποιείτο και από τους Ρεμπέτες (βλ. παράδειγμα 2).

Στην Κρήτη λέγεται και σήμερα, είναι πολύ εύχρηστη.........

  1. - Μωρή χαρχάλα, και το Μανώλη και το Στρατή και το Μανούσο....δεν έχεις αφήσει άντρα για άντρα...

2.- Ετοιμάζω ένα βιβλίο 500 σελίδων για τον Τσιτσάνη. Δεν σημαίνει ότι τον εξιδανικεύω. Ήταν κι αυτός μουτράκι…Πολλοί νομίζουν ότι ο ρεμπέτης είναι τόσο μεγάλο ιδανικό, ώστε αν αξιωθείς να πάρεις άντρα ρεμπέτη θα είναι ο σπουδαιότερος. Κι αν πάρεις ρεμπέτισσα -χαρχάλα και κουφάλα- θα ΄ναι η σπουδαιότερη. Στυλιζαρίσματα και τυποποιήσεις…Μακριά από μας.

από συνέντευξη του Ντίνου Χριστιανόπουλου, εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified