Γυναικωτός άνδρας, ο οποίος καταναλώνει πολύχρωμα κοκτέηλς.
- Μπάρμαν πιάσε ενα skyfall II.
- Άντε ρε γκέτση.
Γυναικωτός άνδρας, ο οποίος καταναλώνει πολύχρωμα κοκτέηλς.
- Μπάρμαν πιάσε ενα skyfall II.
- Άντε ρε γκέτση.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όταν οι γκρηκλιστές χρησιμοποιούσαν λέξεις, όπως πέοτζους ή πεομίλκ, εμείς οι αρχαιόκαυλοι είχαμε ήδη την θαυμάσια ελληνοπρεπέστατη λέξη ψωλοχυμός, που χρησιμοποιείται κυρίως στο πλαίσιο του γνωστού φαλλογοκεντρικού ντίσκουρς για την πχοιότητα του σπέρματος ως θρεπτικού συστατικού στο πλαίσιο διασπερματεύσεων ή γαμησιάτικων εξιστορήσεων.
Ο ψωλοχυμος ειναι δωρο θεου. Οπως και η κανναβη ειναι το χορτο του θεου. (Από το μπουρντέλα ντοτ κομ).
Και τότε ένα σιντριβάνι ψωλοχυμός γέμισε το στόμα μου που κόντεψε να με πνίξει. (Από το ηξτρἠμ ντοτ τζη αρ)
Και εάν θεωρείς ότι τα έργα του Θεού μου είναι ένας ψωλοχυμός, ψωλοχυμό θα λάβει από Αυτόν και εσύ και τα παιδιά σου! (Εδώ).
«Ἡ μικρὰ Καναδὴ εὑρέθη πρὸ διλήμματος. Ἤθελε νὰ δεχθῆι εἰς τὸ στόμα της τὸν ψωλοχυμὸν τοῦ φύλακος καὶ νὰ τὸν φάγηι, ἀλλὰ ἤθελε καὶ νὰ ἴδή τὴν πελώριαν πούτσαν του νὰ ἐμέσσηι. Τί ἔπρεπε νὰ κἀμηι;» (Ανδρέας Εμπειρίκος, Ο Μέγας Ανατολικός, Τόμος 2, Αθήνα: εκδ. Άγρα, 2008 (4η εκδ.) σ. 20).
Got a better definition? Add it!
Eξάγεται από τον χαρακτηρισμό παρθενόπη. Υποκοριστικό παρθενοπιπίτσα.
Είναι ένα λογοπαίγνιο ανάμεσα στον χαρακτηρισμό παρθενόπη που αφορά κοπέλες που έχουν πάρει όλο τον ανδρικό πληθυσμό ,αλλά δεν βάφονται, ενίοτε είναι και λίγο άπλυτες και παριστάνουν τις ''συντηρητικές''.
Συχνά ταλαιπωρούν τον πιο μαλάκα από τους γκόμενούς τους δίνοντάς του μόνο πίπα-κώλο, εξ'ου και η σύζευξη παρθενόπης με πίπα.
Σύμφωνα την ελληνική Wikipedia, η λέξη παρθενόπη υπήρχε στην αρχαιότητα ως κύριο όνομα θεότητας. Η Παρθενόπη ήταν μια από τις μυθικές Σειρήνες της Ελληνικής Μυθολογίας. Όταν ο Οδυσσέας περνούσε από τις ακτές που διέμεναν οι Σειρήνες γνωρίζοντας σχετικά για την ανθρωποφαγία τους αντιπαρήλθε με το σκάφος του και τους συντρόφους του την περιοχή τους, χωρίς να σταματήσει. Τότε απελπισμένη η Παρθενόπη που δεν ανταποκρίνονταν ο Οδυσσέας στο θέλγητρo της φωνής της έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε. Το πτώμα της εκβράσθηκε σε μια παραλία της Ιταλίας όπου οι τότε, μόλις νεοφερμένοι εκεί κάτοικοι, άποικοι Χαλκιδείς από τη Κύμη, το περισυνέλεξαν και το ενταφίασαν σε μνήμα. Γύρω από το σημείο εκείνο ίδρυσαν στη συνέχεια τη νέα τους πόλη, αποικία, που ονόμασαν Παρθενόπη, η οποία και είναι η σημερινή Νάπολη στην Ιταλία.
- Aπό μέρους μου (νεολογισμός-απόδοση του ''εκ μέρους μου'', μήπως χρειάζεται λήμμα ως slang;) δεν έδωσα κανένα δικαίωμα.
- Αφού μου πήρες πίπα μωρή πουτάνα.
- Για μένα σχέση είναι μετά το πρώτο φιλί. Με τέτοια συμπεριφορά και τέτοιο αμάξι δεν θα κάνεις ποτέ σχέση. Σου εύχομαι ό,τι καλύτερο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η στοματική κοιλότητα που συμπολίτες μας δεν την χρησιμοποιούν μόνο για λειτουργίες όπως η βρώση, η πόση και η ομιλία, αλλά επιπλέον και για την χρήση που σύμφωνα με την -πολύ πασέ ομολογουμένως θεώρηση- επιφυλάσσεται μάλιστα στο μουνί.
Πρόκειται, δηλαδή, για μια λέξη αντίστοιχη με το κωλόμουνο, με την διαφορά ότι, σε αντίθεση με το τελευταίο, το στόμα δεν χρειάζεται και τόοοση υπομονή για να γίνει μουνί (το σάλιο το έχει από μόνο του άλλωστε), μόνο καυλή θέληση και λίγη αντοχή, γι' αυτό και είναι μάλλον ένα μουνί του παρόντος ή και του παρελθόντος παρά ένα μουνί του μέλλοντος.
Όπως ο όρος τσιμπουκόστομα, το μουνόστομα χρησιμοποιείται και για να εξάρει την πχοιότητα ενός στόματος που έχει καταστήσει εαυτό φιλόξενο αιδοίο (λ.χ. κατά την διάρκεια γαμησιάτικων μπινελικίων), και ακόμη περισσότερο -φευ- ως βρισιά για συνομιλητές μας που θεωρούμε προσβλητικώς ότι θα ήταν καλύτερο να μην χρησιμοποιούσαν το μουνόστομά τους επιπλέον και για την λειτουργία της ομιλίας (βλ. τη ρόκα σου εσύ!).
Μια σημαντική λογοτεχνική εξαίρεση αποτελεί ο Ανδρέας Εμπειρίκος, που χρησιμοποιεί με ένα ορισμένο θάμβος την καθαρευουσιάνικη έκφραση στοματομουνίς νύμφη για να περιγράψει νυμφίδια που έχουν προβεί στην συγκεκριμένη μεταλλαγή είτε καυλοπυρέσσοντα όντα, είτε λόγω της ανάγκης ένεκα κοινωνικών συμβάσεων παρωχημένων εποχών να διατηρηθεί άθικτος ο παρθενικός υμήν ακόμη κι αν χρειαζόταν να φτάσουν στο αμήν!
β. «Σου αρέσει καριόλα που σου γαμάω το στόμα; Αν δεν καταπιείς και την τελευταία σταγόνα, δεν τον βγάζω απ' το μουνόστομα σου. Τ' ακούς;« (Αναπολούμενα γαμησιάτικα μπινελίκια σε σάιτ για ενήλικες).
β. κ επειδη το μουνοστομα σου πισω απο μια οθονη ξερει να κανει μονο το τζαμπα μαγκα... (από διαδικτυακό βρις-οφ).
Got a better definition? Add it!
Η άσχημη γυναίκα, η οποία είναι σχετικά ψηλή (όχι κοντή) και απαραίτητα αδύνατη, όπως και το ομώνυμο ζωάκι.
Τι μαγκούστα είναι αυτή η Μαρία ρε φίλε; Δε βλέπεται...
Got a better definition? Add it!
Ο ''οπίσθιος'' εξοπλισμός μιας γυναίκας (κοινώς, η κωλάρα.)
Επίσης, ώς έκφραση, «με διπλό διαφορικό», τονίζει την αντοχή και την άνεση, γενικά τις υψηλές επιδόσεις της στο κρεβάτι.
Και στις δύο περιπτώσεις υποδηλώνεται ο παραλληλισμός γυναίκας και οχήματος.
Got a better definition? Add it!
Ο επαρχιώτης κίναιδος, κατά τον Ηλία Πετρόπουλο, ή αυτός που συντηρείται από επαρχιώτη εραστή- βουκολομπαρά. Συνήθως χρησιμοποιείται μειωτικά.
Ο Χότζας μας εξηγεί τις λεπτότερες αποχρώσεις των διαφορετικών όρων στα σχόλια του λήμματος γίδι: «Οι τζαζλές λέγανε την έκφραση γιδοτεκνοσυντήρητη για τη λούγκρα που είχε προστάτη-καβαλάρη κάποιον καράβλαχο, τον οποίον χαρακτήριζαν κατσικαδερό ή γιδερό (εξ ου και βλαχα-δερό), ενώ τον επαρχιώτη ομοφυλόφιλο (συνήθως ψηλό και γεροδεμένο ορεσίβιο) τον έλεγαν βλαχοντάνα».
ΑΣΤΑΔΙΑΛΑ που θα μου κανεις και υποδειξεις.γιδοτεκνοσυντηρητη. (Αποκατέ).
Στη χούμση κιμπαροπουρό με λιμπερτόζα και ματσιάρα κουρκουλετζού βακουλοκρεμαστή κωλοτσιτσίρισε με νταμιρόκλυσμα το σκελοσάλιαγκα χωρίς σπανοκουκούλα κι ο τραχανάς η γιδοτεκνοσυντήρητη ζήτηξε τσουκτροκλάκα. (Αποκατέ).
EΙΣΑΙ ΕΝΑ ΧΥΔΑΙΟ ΑΝΘΡΩΠΟΜΟΡΦΟ ΧΤΗΝΟΣ.. ΓΙΔΟΤΕΚΝΟΣΥΝΤΗΡΗΤΗ ΦΑΚΙΡΟΠΙΠΙΖΑ.
Got a better definition? Add it!
Ο όρος προέρχεται από ένα έντονα φημολογούμενο έθιμο φιλοξενίας που είχαν οι Εσκιμώοι, παράξενο για την δυτική, χριστιανική νοοτροπία, το οποίο λέγεται ότι εξαφανίστηκε μεμιάς όταν οι ιεραπόστολοι εκχριστιάνισαν τους πληθυσμούς των Εσκιμώων: Εάν δεχτούν έναν ξένο σπίτι τους, η παράδοση των Ινουίτ επιβάλλει στον Εσκιμώο οικοδεσπότη να προσφέρει ο,τι διαθέτει το σπίτι του στην διάθεση του φιλοξενούμενου, συμπεριλαμβανομένης -εκτός του φαγητού, της θέρμανσης και ιατρικής (εάν είναι απαραίτητο) περίθαλψης- και της συζύγου του, προς τέρψιν του.
Ο Εσκιμώος λοιπόν είναι περιγραφή που προσδίδεται αυστηρώς και μόνο σε άντρα, και μόνο από τον άνδρα κολλητό του. Ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός λειτουργεί ως «παράσημο» για τον φορέα και τιμά ιδιαιτέρως, στα πλαίσια του ιδεώδους της ανδρικής φιλίας.
Από το προαναφερθέν έθιμο προέρχεται ο χαρακτηρισμός του φίλου Α, ο οποίος «προσφέρει» πρώην ή μέλλουσα κατάκτηση, είτε δηλώνοντας ρητά ότι δεν έχει πρόβλημα να της την πέσει ο φίλος Β είτε υποχωρώντας από το ταρτάν του κόρτε. Ειδικά αν ο «παραχωρών» είχε το πάνω χέρι στη κούρσα διεκδίκησης, αυτό προστίθεται στα υπέρ του. Φυσικά ο παραχωρών Α πρέπει να δρα καλή τη πίστη, αποκλειστικά στο όνομα της φιλίας του με τον Β, να μην υπάρχουν μηχανορραφίες και συμφέροντα και ο παραλήπτης της χάρης Β να μην εκβιάζει δολίως την απόφασή του άλλου, ώστε όλα αυτά να γίνονται γερά στεριωμένα στην ιδέα της ανδρικής φιλίας.
(Για νυν, ούτε λόγος. Ούτε για πρόσφατες πρώην, όπου το «πρόσφατες» προσδιορίζεται ad hoc.)
Μάκης: Ρε συ αυτή δεν είναι το Μαράκι, η πρώην του Τάκη; Γιατί πάει χεράκι-χεράκι με τον Λάκη;
Σάκης: Ο Τάκης και ο Λάκης τα συμφωνήσανε, ότι δεν παίζει θέμα μεταξύ τους και να κάνει ο,τι θέλει.
Μάκης: Πςςς! Τι Εσκιμώος αυτός ο Τάκης!
Got a better definition? Add it!
Published
Η λατινική (επιστημονική) ονομασία του δίποδου είδους των θηλαστικών που προκειμένου να ικανοποιήσουν την ανάγκη της αναπαραγωγής, ζευγαρώνουν με οποιοδήποτε αλλοπρόσαλλο ταίρι του είδους τους.
Το λατινικό διώνυμο κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται, ως ελεύθερη μετάφραση, του ελληνικού χαρακτηρισμού σαβουρογάμης.
- Μαλάκα τη βλέπεις τη γκόμενα στο μπαρ;
- Αυτή ρε τρόμπα δε βλέπεται.
- Εγώ πάω να της την πέσω.
- Στο καλό. Τουλάχιστον, δεν θα ανησυχεί η WWF μην κι εξαφανιστεί το είδος σαβούριους φακέντιους.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
H σεξουαλική επαφή ανάμεσα σε δυο καραπουστάρες.
- Ποιος είναι ο άνδρας ρε; Ο Βασιλάκης ή ο Σωτηράκης;
- Χαχα... κωλοτρίβονται ρε, τι άντρας μου λες τωρα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified