Further tags

Η παραπάνω λέξη χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη φθηνή κοπέλα, η οποία ψάχνει εναγωνίως γκόμενο για να κάνει σχέση. Συνήθως περιφέρεται σα ραντάρ με ένα τσιγάρο στο στόμα παίζοντας το μοιραία...

Πώς πρέπει να σε αποκαλέσει κανείς αφού την πέφτεις σε 55αρη; Παντόφλα είσαι μωρή και μάλιστα δίσολη!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση της φυλακής που βρίσκει εφαρμογή και στην κοινωνία. Περιγράφει αυτόν που, στην αυλή της φυλακής, το παίζει μάγκας αλλά το βράδυ τοποθετεί το μαξιλάρι κάτω απ' την κοιλιά του, έτσι ώστε ο κώλος να τουρλωθεί καλύτερα για τον γαμιά του.

Πρώτη καταγραφή στο βιβλίο «Παροιμίες του υποκόσμου» του Ηλία Πετρόπουλου.

- Μαλάκα μου, πέτυχα στο δρόμο τον Μπίλλη και μού 'πε πως άμα ξανακάνω τίποτα με την αδερφή του θα με σαπίσει στο ξύλο.
- Έλα μωρέ Σάκη που φοβάσαι τον Μπίλλη. Αυτός είναι όλη μέρα παλικάρι και το βράδυ μαξιλάρι. Ένα «χου» να τον κάνεις θα λακίσει.
- Ωραία, γιατί είχα ήδη κανονίσει γαμησάκι σήμερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα, σε αντιδιαστολή με τον μονότρυπο γκέουλα. Καλιαρντίζων σεξισμός, ο δεύτερος απαξιωτικότερος για την γυναίκα μετά το νέτο-σκέτο τρύπα.

Από το δουπού: patsis.

Όμως, ο πούστης- όπως τον αποκάλεσε καταδηλωτικά ο εντολοδόχος του- παραδόξως τα έβαλε με τη λεσβία την Εύη! Κάνε στην άκρη, κυρά μου δίτρυπη, της είπε, εμείς θα τα βρούμε με το παλικάρι εδώ! Αυτή η βρισιά, το δίτρυπη, μου έμεινε από τότε ως ό,τι πιο υποτιμητικό και αδιάντροπο είχα ακούσει για τη γυναικεία ύπαρξη! (εδώ)

(από σφυρίζων, 24/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Σλανκοπρεπέστερη εκδοχή τση πουτάνας, με ό,τι καλό ή κακό συνεπάγεται.

Γιατί όμως το πουτανί να θεωρείται πιο πουτανιάρικο από την πουτάνα; Δράττομαι της ευκαιρίας να επισημάνω και να πανηγυρίσω τον σχετικό κανόνα τση σλανγκογραμματικῆς: παν γένος ουδετεροποιούμενον εκγκαυλίζεται.

Ετς, το πουτανί θα προκαλεί πάντα περισσότερο σοκ και πέος από την σκέτη ποττάνα. Ετς, και η αμαρτωλή Καυλάουρα πάντα θα τρώει τη σκόνη του αμαρτωλού Λίλιαν.

Βλ. επίσης: χαζοπουτανί, πουτανάκι.

Ασίστ: Πάτσμαν, από το δουπού.

1.
τα πουτανί που ήρθαν απ το ανατολικό μπλόκ ξελογιαζουν παντρεμένους και διαλύουν οικογένειες

2.
Ο μουρόχαυλος! Μαλθακός σαν τον μακαρίτη τον πατέρα του είναι. Κάθεται ένα πουτανί σαν τη Φροσάρα, να τον ξεζουμίζει και να τον κερατώνει κι από πάνω.

3.
αυτό το πουτανί η ψευτοψυχολόγα η Στέλλα, με τον φασιστικό τρόπο που έχουν όλοι οι μοντεράτορς- αυτή ήταν η χειρότερη, βαθειά κομπλεξικό πουτανί μιλάμε- με διέγραψε, και ξανά και ξανά όταν μπήκα με άλλα παρεμφερή ονόματα, χωρίς ιδιαίτερο λόγο.

4.
Τι να αγαπήσεις από το μέσο εφηβικό πουτανί που τα πετάει όλα έξω μου λέτε ; Ή από έναν παλιόπουστα με τα μαλλιά κοκοράκι;

5.
♪♫ Αχ πουτανί, Αχ πουτανί
Εσύ για όλα φταίς εσύ
Αχ πουτανί, Αχ πουτανί
Σε φάγανε οι πουριτανοί ♪♫

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει ένα χρόνο και πάνω να πατήσει στο εδώ.

Είναι ανάλογο με το ξεκουμπισμένος, αλλά στο δεύτερο μπορεί η απομάκρυνση να έγινε βίαια και όχι αφεαυτού.

Ο Μιτζνούρ είναι χαμένος.

Βέβαια δεν είμαι το μοναδικό παράδειγμα

Got a better definition? Add it!

Published

Νεαρά κυρία με εντυπωσιακά γυμνασμένο σώμα, ειδικότερα στην περιοχή των γλουτών. Η πληθωρική της παρουσία επεκτείνεται και στο πλούσιο μπούστο, ενώ τα καλοκαίρια συναντάται σε παραλίες παίζοντας μπιτς βόλεϊ και φορώντας σέξι μαγιό. Εργάζεται συνήθως σε καφέ στην περιοχή της Τούμπας Θεσσαλονίκης.

- Χάρη, πάμε το μεσημεράκι για καφέ;
- Μπα, άσε βαριέμαι.
- Θα δουλεύει ο υπερτράβελος σήμερα ρε!
- Τότε φύγαμε ρε φίλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μούτα είναι η άσχημη, έως πολύ άσχημη, γυναίκα. Προέρχεται από την αρβανίτικη λέξη μούτι, η οποία στη νεοελληνική σημαίνει σκατά.

Η αναφορά γίνεται κυρίως για το πρόσωπο, αλλά πολλές φορές είναι το συνολικό αποτέλεσμα που θα σε κάνει να καλέσεις μία γυναίκα μούτα.

  1. - Τι έγινε τελικά με αυτή που μιλούσατε στο facebook; Καλή; - Μούτα ρε φίλε, άστα να πάνε... Δε βλέπεται η γκόμενα...

  2. - Δε σου γνώρισε η αδερφή σου ρε καμιά φίλη της; - Τι να μου γνωρίσει μωρέ; Όλο με κάτι μούτες κάνει παρέα.

  3. - Μόλις περάσουμε από δίπλα, τσέκαρε αυτές που κάθονται δίπλα στο παράθυρο... - Προχωράτε! Μούτες και οι τρεις...!

Ορνέλα Μούτι, με την καλή έννοια. (από Khan, 19/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Η πολύ όμορφη, νεαρή κοπέλα, η οποία προκαλεί τον θαυμασμό λόγω των σωματικών τις αναλογιών και προσόντων. Η πιο κοντινή απόδοση θα ήταν καυλάκι.

Ο όρος προέρχεται από τον παραλληλισμό με την ξύστρα, η οποία ακονίζει (ξύνει) το μολύβι, κάνοντάς το πιο μυτερό. Το αντίστοιχο «ακόνισμα» πράττει και το ξυστράκι, άθελά της ή μη, στο φαλλό κάποιου ανδρός. Το «ακόνισμα» αυτό μπορεί να μην είναι μόνο σωματικό, αλλά και ψυχοπνευματικό.

  1. Στη δικιά σου 7μιση... Τι απίστευτο ξυστράκι είναι αυτό ρε φίλε... (Θέλοντας να επιστήσουμε την προσοχή σε κάποιον φίλο μας, ώστε να επιβεβαιώσει και ο ίδιος ότι έχουμε εντοπίσει ένα ξυστράκι).

  2. Πού χάθηκες ρε ξυστράκι; (Αντίστοιχο του «πού χάθηκες ρε καυλάκι;»).

  3. Θα βγούμε απόψε με κάτι ξυστράκια από τη σχολή. Ψήνεσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απ' το γνωστό gay στρουμφάκι (που έχει κοινά σημεία με τη στρουμφίτα), ο γλυκός σα μέλι, που του αρέσει λίγο το γαργάλημα από πίσω.

- Μελένιε, δε με λές... σ' αρέσει ο πουρές;
- Ε... άμα είναι κρύος!
- Ίσα μωρή στρουμφίτα.

(από bright, 12/06/13)(από Galadriel, 14/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος, η κολομπίνα, ο οπισθαιδοίος.

- Ωραίο παιδί ο Γκάνος.
- Πρωκτοκλειτορίδας να μην ήταν μόνο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified