Further tags

Ταχωνίδης (Κος): Κύριος, γενναιόδωρος πληρώνων αδρώς σε χρήμα ή/και σε είδος την παρουσία μιας Δεσποινίδος ή Κυρίας δίπλα του σαν συνοδεία, παρέα, σχέση, συμβίωση ή σύζυγο. Η Δεσποινίς ή Κυρία ονομάζεται εξ ορισμού Ταπαιρνίδου.

Ο Ταχωνίδης μπορεί να εμφανιστεί και μόνος ψάχνοντας να χορηγήσει ενώ ως ζεύγος απαντάται μόνο με την Ταπαιρνίδου (ενίοτε το σκέλος Ταπαιρνίδου είναι κρυφό αν το επίσημο σκέλος είναι άσχημο, χοντρό και απαίσιο).

-Ρε, μαλάκα Ταχωνίδη, θα σου τα φάει όλα ρε μαλάκα.
-Τι να κάνω ρε συ, αφού με γουστάρει η γκόμενα.
-Τι σε γουστάρει η Ταπαιρνίδου, ρε ζώον! Το πορτοφόλι σου γουστάρει πούναι χοντρό σαν την κοιλιά σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταπαιρνίδου (Δις ή Κα): Δεσποινίς ή Κυρία που «τα παίρνει» αδρά για την εκχώρηση οποιασδήποτε «υπηρεσίας» (συνοδείας, παρέας, σχέσης, συμβίωσης, γάμου) προς τον άνδρα. Ο άνδρας αυτός προκειμένου να απολαύσει οποιαδήποτε από αυτές τις υπηρεσίες αναγκάζεται να «τα δώσει» και ως εκ τούτου ονομάζεται «Ταχωνίδης».

Η Δις/Κα Ταπαιρνίδου μπορεί να εμφανιστεί και μόνη ψάχνοντας χορηγό, ενώ ως ζεύγος απαντάται μόνο με τον Κο Ταχωνίδη (ενίοτε το σκέλος Ταχωνίδης είναι κρυφό αν το επίσημο σκέλος του ζεύγους, είναι βλαξ).

-Πήγαμε χθες στο Μέγαρο. Ήταν και η Κυρία Ταπαιρνίδου…
-Η Έρση; Με τον Λέων;
-Ναι ρε, κι ο Ταχωνίδης εκεί, μην λείψει από καμιά φωτογραφία…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα η οποία καθήμενη στο έμπροσθεν τμήμα του σκαμπώ μπάρας club ή καφετέριας, κουνιέται μπρος πίσω εναλλάξ, προσπαθώντας να πετύχει : α) διέγερση αιδοίου - πρωκτού
β) πρόκληση αρσενικών οφθαλμών εστιαζόμενων στην κωλάρα της.

(σε μπαρ δύο φίλοι) - Πω πω!! Κοίτα μια κωλάρα η σκαμπωγαμιόλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χ μέρος έχει ωραίες γκόμενες ή κανα καλό παστάκι ή και γκόμενους, γενικά παίζει παιχνίδι και το έδαφος είναι πρόσφορο για γκομενιλίκι πάσης φύσεως. Ειδικά τώρα που ήρθε η άνοιξη κι ανθίζουν οι γαδάροι.

- Έλα να σε πάω σε μια νέα καφετέρια να ξεσαπίσεις ρε μαλάκα...
- Μπε..., βαριέμαι.
- Έλα που σου λέω, έχει και κάτι καλά εκεί.
- Βαριέμαι σου λέωωωωωωωωω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχημα που μεταφέρει πόρνες. Στην Τσεχία (αλλά και σε άλλες χώρες που πουλάνε μουνί) τα εν λόγω οχήματα είναι ειδικά διαμορφωμένα, με μεταξόνιο τουλάχιστον τριών μέτρων (άρα τρεις με τέσσερις πόρτες σε κάθε πλευρά), φέρει δε διακριτικά λογότυπα και χρώματα του εκάστοτε στριπτιτζάδικου στο οποίο εργάζονται οι επιβαίνουσες.

Κοίτα, ρε παπάρα! Περνάει μια πουτανοφόρα φουλ στο μουνί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για κάποιον που είναι αδερφή, αλλά πλέον και για γυναίκα με πολυτάραχη ερωτική ζωή. Προέρχεται από τη στρατιωτική slang.

Ο Άρης ρε; Τη γυαλίζει την κάννη, σου λέω!

βλ. και την τρίζει την όπισθεν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το πούστης+ λουστραδόρος. Η αδερφή, αυτός που τη γυαλίζει την κάννη.

Μεγάααλος πουστραδόρος ο Τζίμης. Τι, δεν το 'ξερες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερβολικός χαρακτηρισμός για την διαστολή του γυναικείου κόλπου κατά τη συνουσία ή κατά τις νωρίτερες, προκαταρκτικές περιπτύξεις.

Στην καθημερινή πρακτική απαντάται σε συναναστροφές ανδρών σε κωλόμπαρα και χαμαιτυπεία, όπου οι παλλακίδες που διαθέτουν περισσότερο προϊόν προς τους χρήστες, αφήνουν να ακουμπήσεις περισσότερα μέλη τους ή και να εισδύσεις αντικείμενα στον κόλπο τους ή και να έχεις κατ' ιδίαν ολοκληρωμένη επαφή...

Επιπλέον, γενικολογώντας, θα μπορούσε να απαντηθεί και στην προς φίλους εξιστόρηση ενός μη αγοραίου, ανιδιοτελούς, χτεσινοβραδυνού έρωτος....

(όλοι τέντα, έτσι;)

  1. Τη βλέπεις τη Λουντμίλα, αυτή με το ροζ στρίγκο; Δε φαντάζεσαι τι έγινε τις προάλλες! Με δυο ποτά, με πήγε πίσω και την πήρα χέρια-πόδια μέσα...

  2. Καλά, χτες βράδυ πήγα το Μαράκι στη ρεματιά και εκεί, κάτω από το γεφυράκι, το πήρα χέρια-πόδια μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγάλη σκύλα, από το καρα- και μπιτς (όχι παραλία αλλά η σκύλα, από τα αγγλικά).

Αργκό από την Βόρεια Ελλάδα.

— Άσε αυτή η παλιοφακλάνα που μου έκλεψε τον πίνακα.
— Τι λες τώρα, καραμπιτσαριό τελείως;
— Τελείως σου λέω....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μουνάρα επί τρία. Κατά το τρισάγιο.

Η γκόμενά του είναι τρίσμουνο, λέμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified