Το φαλλικό ομοίωμα που χρησιμοποιείται για πράξεις σεξουαλικού περιεχομένου. Είναι ένα αντικείμενο από πλαστικό ή άλλο συνθετικό υλικό (παλαιότερα και από ξύλο, ακόμα και από ψωμί στην αρχαιότητα) που μοιάζει με πέος και χρησιμοποιείται ως sex toy, ως σεξουαλικό παιχνίδι δηλαδή. Παρεμπιπτόντως, τα παιχνίδια αυτά λέγονται και σεξουαλικά βοηθήματα, αν και νομίζω ότι ο άγαρμπος αυτός όρος μάλλον υποχωρεί.
Το πόσο το ντίλντο μοιάζει με πέος εξαρτάται. Μπορεί να είναι ανατομικά ακριβές και φωτορεαλιστικό στην όψη και στην αφή, να συμπεριλαμβάνει δηλαδή μέχρι και ανάγλυφες φλέβες. Μπορεί, όμως να είναι και πιο αφαιρετικό ή ακόμα και αλλόκοτου σχήματος και χρώματος, διατηρώντας όμως έναν μακρόστενο κορμό. Αν δονείται, τότε συνήθως δεν λέγεται ντίλντο αλλά δονητής - χωρίς να λείπει ένα κάποιο ορολογικό μπέρδεμα.
Από το αγγλικό dildo, αβέβαιης ετυμολογίας.
Από εδώ:
Είναι τα κοριτσόπουλα που είναι ναι μεν στρέιτ, αλλά έχουν και μια περιέργεια για τις Κάτω Χώρες άλλων κοριτσόπουλων. Και εκεί μπαίνω εγώ κραδαίνοντας το ντίλντο που δεν έχω, βγάζοντας λεσβιακές ιαχές.
Από εδώ:
Επίσης, θα μπορούσες να βάλεις ένα ντίλντο ή απλά κάτι μακρόστενο στον κόλπο σου, και καθώς το κατευθύνεις μέσα και έξω από τον κόλπο, να παίζεις με την κλειτορίδα σου.