Further tags

Όταν ένας άντρας βγαίνει για ποτό με μηδέν ευρώ στην τσέπη και πάραυτα, καταφέρνει να γαμήσει. Δηλαδή χωρίς να κεράσει, χωρίς να το παίξει κουβαρντάς, χωρίς καμία επίδειξη πλούτου.. μόνο και μόνο με το σεξ απίλ του!

Παράδειγμα: -Τι έγινε ρε; Τελικά βγήκες χθες το βράδυ; - Ναι, ρε.. -Πώς και; Εσύ μου 'λεγες ότι δεν έχεις σάλιο! -Είπα να το επιχειρήσω.. κι όχι μόνο αυτό.. τελικά έριξα και πουτσάμπα!

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόκειται για χαρακτηρισμό γκόμενας η οποία είναι μικροκαμωμένη και κοντή και επίσης μπορεί να χρησιμεύσει ως ψύκτρα κατά την πεολειχία, ιδιαίτερα θεμιτό κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.

Διάλογος

-Καλά ρε πώς την κάρφωσες αυτή; δεν έσπασε;

-Α μην το λες! Είναι γκόμενα ανεμιστηράκι! Κάθώς μου έπαιρνε πίπα τη στριφογύριζα και από τα πολλά rpm μου δρόσιζε και τα αρχίδια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τη γκόμενα που πάνω στη σεξουαλική πράξη μένει αμέτοχη και δε κάνει απολύτως τίποτα, παρά το να ανοίγει χέρια και πόδια σε πλήρη έκταση έτσι που να μοιάζει με αστερία. Αυτή η συμπεριφορά προκαλεί αμηχανία και ξενέρωμα στον παρτενέρ της.

Διάλογος: -Τι έγινε ρε το έσπρωξες τελικά το γκομενάκι χθες βράδυ;

-Ναι ρε μαλάκα αλλά που να σου λέω τι έπαθα..

-Τι έγινε ρε;;;

-Άσε φίλε..Ήταν γκόμενα αστερίας!

Got a better definition? Add it!

Published

Γανώνω= γαμάω

Σιαφάκωμα = Το γαμήσι.

Σιαφακώνω = Γαμάω.

Απαφτώνω= Κάνω έρωτα.

Γάμσα = Αόριστος του γαμώ. Χρησιμοποιείται κυριολεκτικά π.χ. Χθες γάμσα μια μανάρα αλλά και μεταφορικά όπως στις εκφράσεις: "Την γάμσα" δηλαδή έπαθα ζημιά, πόνος, αρρώστια κ.λ.π.

Παράδειγμα: Γαμάω την γκόμενα. Τν γάνωσε. Την καβάλισι στουν πάτο απ' το χωράφ'. Ντρουπές πράματα αμ' πώς.. τς είδαν ούλοι σλέω!

Παράδειγμα: Τη σιαφάκωσι ο Γιορς τη Μαγδάλω.

Παράδειγμα: Τς πιάσαν ωρέ στ' αχούρ του Γιορ ν' απαφτώνονται. Ούϊ ντρουπή......

Got a better definition? Add it!

Published

Ημισεξουαλικός. Νέας κοπής λέξη. Δεν το πολυθέλω το γαμήσι, καλό είναι μεν, αλλά υπάρχουν κ πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή. Ο λοιπός ορισμός, εντός του παραδείγματος.

"Ένας νέος όρος για τον σεξουαλικό προσαναταλοσμό των ανθρώπων απαντάται ολοένα και πιο συχνά, κυρίως μέσω του Διαδικτύου: “Demisexual”. “Είναι οι άνθρωποι που αισθάνονται σεξουαλική έλξη πιο σπάνια σε σύγκριση με την πλειονότητα, ενώ ορισμένοι έχουν από μικρό έως και καθόλου σεξουαλικό ενδιαφέρον”. Αυτός είναι ο σύντομος ορισμός, σύμφωνα με την ιστοσελίδα demisexuality.org."
Από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σεξουαλική πράξη που γίνεται μετά μανίας από τη μεριά του άρρενος (ή του ενεργητικού ατόμου σε περίπτωση ομόφυλης συνουσίας) χωρίς να έχει προειδοποιήσει το ταίρι του.

Και που λες Χρηστάρα μου, πεταχτήκαμε με τη Σοφία τις προάλλες Μεταξουργείο,για ημιδιαμονή...και εκεί που όλα καλά όλα ωραία και κάναμε τα δικά μας,βαράω κάτι φρίκες και τρώει το Σοφάκι μια θεόπουτσα άλλο πράμα! Το λυπήθηκα το καημένο ρε συ...

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν η γυναίκα που έχει καιρό να γευτεί παγωτό, κάνει απεγνωσμένα ότι και αν της ζητήσουν τα αρσενικά που έχει μπροστά της μπας και πέσει κάποιο στην παγίδα και της ρίξει ένα ευχαριστήριο.

<<Μάλιστα κύριε Παπαδόπουλε, βεβαίως και θα ρίξουμε τις τιμές για σας και μόνο.>>
<<Άκου ρε την γελοία, πάλι πιπεύει ότι βρει μπροστά της.>>

Got a better definition? Add it!

Published

Κυριολεκτικά: το κυκλικού σχήματος αρτοσκεύασμα, είτε επικαλυμμένο με σουσάμι είτε με άλλο καρίκευμα.

Μεταφορικα: ο πρωκτός / η εκ του πρωκτού διείσδυση

'Ελα φιλαράκι έχω νέα!! Χθες βγήκα με τη Τζένούλα!! Της έφαγα το κουλούρι με τη μία, κολλητέ!!! Μου έδωσε κώλο!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βίαια αυτή πράξη κατά την οποία κάποιο άτομο, ζώο ή πράγμα αρπάζει, πιάνει δηλαδή με τη μέγιστη ταχύτητα, το ανδρικόν μόριον. Η "ψωλοαρπαγή" συνήθως παρατηρείται κατά τους θερινούς μήνες που η λίμπιντο, η σεξουαλική διάθεσης ανεβαίνει σε κατακόρυφα επίπεδα. Το χειμώνα έχουν παρατηρηθεί ελάχιστες περιπτώσεις κατά τας εορτάς.

-Γεια σου Μαίρη καλώς ήρθες στο κλαμπς.
-Γεια σου ναύτη...
-Ααααργκ! Μη μωρή! Τι ψωλοαρπαγή ήταν αυτή... Φίλε μου παιδικέ! Δεν περίμενα ποτέ ότι μετατράπηκες σε ανδρογύναιο τύπου τραβεστί.
-Είδες ναύτη; [και τότε άνοιξε τα φτερά της και χάθηκε μέσα στην άβυσσο]

λεζάντα εικόνας λεζάντα εικόνας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φαλλικό ομοίωμα που χρησιμοποιείται για πράξεις σεξουαλικού περιεχομένου. Είναι ένα αντικείμενο από πλαστικό ή άλλο συνθετικό υλικό (παλαιότερα και από ξύλο, ακόμα και από ψωμί στην αρχαιότητα) που μοιάζει με πέος και χρησιμοποιείται ως sex toy, ως σεξουαλικό παιχνίδι δηλαδή. Παρεμπιπτόντως, τα παιχνίδια αυτά λέγονται και σεξουαλικά βοηθήματα, αν και νομίζω ότι ο άγαρμπος αυτός όρος μάλλον υποχωρεί.

Το πόσο το ντίλντο μοιάζει με πέος εξαρτάται. Μπορεί να είναι ανατομικά ακριβές και φωτορεαλιστικό στην όψη και στην αφή, να συμπεριλαμβάνει δηλαδή μέχρι και ανάγλυφες φλέβες. Μπορεί, όμως να είναι και πιο αφαιρετικό ή ακόμα και αλλόκοτου σχήματος και χρώματος, διατηρώντας όμως έναν μακρόστενο κορμό. Αν δονείται, τότε συνήθως δεν λέγεται ντίλντο αλλά δονητής - χωρίς να λείπει ένα κάποιο ορολογικό μπέρδεμα.

Από το αγγλικό dildo, αβέβαιης ετυμολογίας.

  1. Από εδώ:
    Είναι τα κοριτσόπουλα που είναι ναι μεν στρέιτ, αλλά έχουν και μια περιέργεια για τις Κάτω Χώρες άλλων κοριτσόπουλων. Και εκεί μπαίνω εγώ κραδαίνοντας το ντίλντο που δεν έχω, βγάζοντας λεσβιακές ιαχές.

  2. Από εδώ:
    Επίσης, θα μπορούσες να βάλεις ένα ντίλντο ή απλά κάτι μακρόστενο στον κόλπο σου, και καθώς το κατευθύνεις μέσα και έξω από τον κόλπο, να παίζεις με την κλειτορίδα σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified