Αμετάβατο ρήμα, από Ηράκλειο Κρήτης μεριά. Σημαίνει την πρώτη ή τις πρώτες συνουσίες των νεαρών αρσενικών χομοσάπιε, πράξη που γίνεται συνήθως με την παρότρυνση και τη μεσιτεία - βλ. συνοδεία σε μπουρδέλο - μεγαλύτερων αρσενικών της οικογένειας, προκειμένου αυτά τα νεαρά να βγάλουν τα χοντράδια, δηλαδή, να "ξεβαρβατέψουνε" προς ώρας, και να τωσε φύγει η πολύ έξαψη της παροξυσμικής λόγω ορμονών εφηβικής βαρβατίλας, και για λόγους πρόληψης, μη πάθουνε κανά ψυχολογικό καραμπεγλέρι ή μην πουστέψουνε ή μην παραφουριέψουνε και κάνουνε καμιά ψιλο-χοντρομαλακία και δε μαζώνουνται ύστερα.

Σίγουρα βουκολικής προέλευσης, ή που θα προήλθε από κάποιο πιο εκτεταμένο "ξε-βαρβατ-σίζω" (τα λεξικά λένε ότι βαρβάτος<barbatus λατινικά ο μουσάτος, δηλ. ο μη ευνούχος), ή μπορεί πιο άμεσα από το βατ(σ)- που έχει σχέση με το βατεύω = πηδώ, ζευγαρώνω, για ζώα, - υπάρχει βέβαια και το βατσ- από το vaccine, που σημαίνει κατά λέξη δαμαλισμός, βλ. βατσίνα, αλλά νομίζω άσχετο.

Αλλά ο πληροφοριοδότης μου που είναι από την πόλη μου είπε ότι έχει ακούσει να το λένε για αθρώπους.

Σε πήγε ρε γρόθε ο πατέρας σου να ξεβατσίσεις ή ακόμης; Να του πεις μιας στιγμής να σε πάει μη μας-ε επάθης πράμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του τσιμπουκόστομα, κυρίως χρησιμοποιείται ως βρισιά, προκειμένου να υποχρεώσουμε τον υβριζόμενο αντίπαλο στη σιωπή, αφού θεωρείται ότι το στόμα του έχει ως μοναδική χρηστική αξία το να παίρνει πίπες, οπότε δεν θα πρέπει να το χρησιμοποιεί επιπλέον και για να μιλάει/ εκφέρει τη γνώμη του/ πιάνει σε αυτό πράγματα και πρόσωπα που τον υπερβαίνουν και τα λερώνει αναφέροντάς τα λεκτικώς κ.ο.κ. Μικρή διαφορά από το απλό τσιμπουκόστομα είναι ότι το πουτανόστομα παίρνει πίπες επί πληρωμή, οπότε είναι ακόμη μεγαλύτερη ξευτίλα.

  1. Καλα να παθεις κωλομπουτσουρα να γαμας ολα οσα σου συμβαινουν κωλοαπογονε του χιτλερ που τροει χουμους και ψοφαει απο βαλλιστικη επιθεση κωλοκαριολη παλιολεσβια πούστη σαμαρα ο κασιδιαρης σας γαμαει μεσα στο σπτι σου γαμο το κωλοκερατο της πουτάνας και του πουστη που σε γαμησε ανθρωπο και μαλακισμενο κατασκευασμα φατη στον κωλο σου μπασταρδοποιημενο ανανδρο τσογλανι πολιτικος φτωχος ξυλο απελεκητο καριολη κωλοπαιδι κωλογιδοβοσκε κερατα γαμωπουστα που πιανεις στο πουτανοστομα σου τις ανακριτριες τσογλαναραιε της κορινθιας αλβανομεταναστη βλακα τωρα στη φυλακη ευχομαι να μπεις μαλακισμενο σκατοτσογλανακι κωλοπαιδο (Το βρισίδι συνεχίζεται αρκετά ακόμη εδώ).
  2. re shiloputane an me ksana piasis mes t putanostoma sou pou mono pipes kseri na kami kales ena s spasw tha s aniksw ti kele s orkizume s to tha se skotosw (Από Ασκ, μάλλον για κυπριακό ιδίωμα πρόκειται).
  3. Που να τα βγάλεις πέρα με το πουτανόστομα τους! Και πάλι οι γυναίκες από πάνω! (Σχέσεις).

Σπανιότερα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σαδομαζοχιστικές φαντασιώσεις με θετικό πρόσημο, ή, μάλλον, με αρνητικό πρόσημο με την κα(υ)λή έννοια, για να περιγράψει κάπως πιο κυριολεκτικά κάποιον που όντως έχει διαπρέψει στην πεολειχία.

  1. Η Καίτη με έπιασε από το αυτί και με έφερε μπροστά στα δύο πέη αναγκάζοντάς με να πλησιάσω σε απόσταση αναπνοής το ένα. - Έλα καριόλα! Άνοιξε το πουτανόστομα σου να πιπώσεις το γαμιά μου! Είπε επιτακτικά η Καίτη. (Από κίνκι μπλογοτέχνημα).
  2. -Και τώρα οι δυο μας βρωμότσουλο! Άνοιξε το χυμένο σου πουτανόστομα και άρχισε να μιλάς. Κλαίγοντας με λυγμούς , άρχισα να διηγούμαι την ιστορία μου. Όλα ξεκίνησαν όταν γνώρισα την Κυρία Βάνα η οποία μετακόμισε στο διπλανό διαμέρισμα όπου κατοικούσα ως φοιτητής. Φυσικά η Κυρία Βάνα ήταν μια Γυναίκα που δεν μπορούσε να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο. (Από μπλογοτέχνημα που χρησιμοποιεί την αφηγηματική τεχνική in media res).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα διαβόητα πάρτι που διοργάνωνε ο αρχιπουτσίας και βιαγκροΨωλέας πρώην Ιταλός πρωθυπουργός, Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Η έκφραση πρωτοακούστηκε το 1910, σε μια φάρσα που έγινε από συγγραφείς -ανάμεσά τους κι η νεαρή τότε Βιρτζίνια Γουλφ- κι ακόμα στοιχειώνει το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό.
Το «μπούγκα-μπούγκα» πρωτοακούστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, σε μια από τις διασημότερες φάρσες όλων των εποχών

Τι είναι το «μπούγκα-μπούγκα»; Εντάξει, δεν διδάσκεται σε κάποια σχολή, αλλά είναι ένα είδος χορού που λάμβανε χώρα σε ντίσκο της βίλας των οργίων η οποία, τελικά, είχε πολλά facilities. Ο χορός γινόταν μετά τα δείπνα, αφού είναι γνωστή η ιστορία με τα νηστικά αρκούδια. Οι κοπέλες ήταν ημίγυμνες και ο Ιταλός πρωθυπουργός, όχι μόνο δεν τις προέτρεπε να ρίξουν κάτι επάνω τους για να μην τις πιάσουν τα λαιμά τους, αλλά τις θώπευε στα πιο ιδιαίτερα σημεία του σώματός τους. Πώς κάνουν οι νοικοκυρές για να δουν αν έχει ψηθεί το κρέας; Αυτό. Στη συνέχεια, ο «καβαλιέρε» διάλεγε με ποιες - «καλοψημένες» - κοπέλες ήθελε να περάσει την υπόλοιπη νύχτα, προσφέροντας, σε αντάλλαγμα, συγκεκριμένα χρηματικά ποσά, η λεγόμενη και «ταρίφα».
Πηγή εδώ

Κατ' επέκταση η φράση "κολλάει" σε παρεμφερείς, γαμάουα δραστηριότητες, αλλά και πρόσωπα που διακρίνονται για το γαμώ και δέρνω ταμπεραμέντο τους.

  1. Κρίμα πάντως που δεν πρόλαβε ο Μπερλουσκόνι ν' αγοράσει το ελληνικό νησί. Νάχουμε τα μπούγκα-μπούγκα μές στα πόδια μας. (εδώ)

  2. Μεγαλώνει η αγωνία γιά την συμφωνία! Πρώτα μπουγκα μπούγκα κ μετά θάνατος ή κατευθείαν θάνατος; (εδώ)

  3. Αθώος ο Στρος Καν για τα πάρτι, αναμένω ν ανακοινωθεί τηλεγράφημα "μπούγκα μπούγκα, αδερφέ" από τον Μπερλουσκόνι (εδώ)

  4. Ο άντρας, ο μόρτης, ο μάγκας, ο ασίκης, ο καραμπουζουκλής, η καυλοπαγίδα, ο μπούγκα-μπούγκα μίλησε, αφού πρώτα συνομίλησε με τον “Νέστωρα” της Βουλής Απόστολο Κακλαμάνη (εδώ)

  5. Τι λέει λοιπόν ο Σαμαράς στην γυναίκα του όταν εκείνη τον ρωτάει για τις δηλώσεις του μπούγκα-μπούγκα Μειμαράκη του στυλ «δεν θα κλείσει το κανάλι της Βουλής»; (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας που γαμεί και χύνει, με την έμφαση στο χύνει, συστηματικά, καθ' έξη και κατ' εξακολούθηση. Βασικά είναι ένας γενικότατος τρόπος να χαρακτηριστεί ένας άντρας. Κυρίως πάντως χρησιμοποιείται στην κοινότητα των μπουρδελιάρηδων ως ο απόλυτα γενικός και ουδέτερος τρόπος να αλληλοχαρακτηρίζονται ή και αλληλοαπευθύνονται (πέρα από τα πιο συν-αδελφικά συναγωνιστής, σύντροφος). Και εδώ μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι το χύστης δεν έχει ακριβώς όλες τις θετικές συνδηλώσεις και το καμάρι/ περηφάνια που έχουν χαρακτηρισμοί όπως λ.χ. τα μπήχτης, γαμιάς, γαμίκος, γαμίκουλας, χύστης είναι κυρίως, το λέει κι η λέξη, αυτός που χύνει, και τέρμα, ακόμη κι αν αυτό γίνεται στο πλαίσιο αγοραίου (και ουχί ζαγωραίου) έρωτα, ή απλής εκτόνωσης. Εν ολίγοις, είναι μια αρκετά ουδέτερη έκφραση, ακόμη κι αν έχει κατά καιρούς θετικές συνδηλώσεις.

  1. Σύντροφοι χύστες μήπως έχει κανείς πληροφορίες που θα μπορούσαν οι λάτρεις των ώριμων γυναικών να βρουν το αντικείμενο του πόθου τους;;; (Από το θρεντ πουρά σε μπουρδέλα σε σχετικό σάη).
  2. Μετά την αποχώρησή μας από την Τρούμπα κατευθυνθήκαμε προς πορνοντίσνεϊλαντ να γίνει κατάθεση από τους χύστες.
  3. χιστεσ μιν εχετε αυταπατεσ! οι πουτανεσ ειναι μονο για πιτσιλισμα! ειναι ατομα με απιρα ψιχολογικα προβλιματα, ατομα απαξιομενα, θλιβερα που το μονο που μπορουν να κανουν ειναι να κερδιζουν ευκολο χριμα!!!!! ολεσ αυτεσ οι μεταναστριεσ που δουλευουν σε τσαρδια ειναι μεταναστριεσ ω κατιγοριασ και ειναι ολεσ 100% προβλιματικεσ! κουβαλανε ενα καρο ψιχολογικα! καμια νορμαλ γινεκα δε θα ερχοταν στιν ελαδα να τιν πιτσιλαι ο καθε βρομιαρισ και απαξιομενοσ πακισ ι ο καθε ενασ χιστισ! (Ασιγματιστήσ ανωρθωγραφιστίς ατονιστης στο θρεντ "πώς καταλαβαίνετε αν σας γουστάρει μια πουτάνα" σε μπουρδελοσάη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η προέλευση του ορισμού είναι ενδιαφέρουσα και κατά τη γνώμη μου έχει τις ρίζες της στο εξής:

Τα παλαιότερα χρόνια, όταν ο πελάτης ζητούσε το αντίστοιχο είδος sex με κορίτσι εργαζόμενο σε σχετικό ευαγές κατάστημα, και το κορίτσι διαπίστωνε ότι ο οργανικός εξοπλισμός του πελάτη ήταν μεγαλύτερου μεγέθους από τον μέσο όρο, τότε τον υποχρέωνε να φορέσει γύρω από τον «εξοπλισμό» μαξιλαράκι σε σχήμα παχέος κουλουριού με οπή, ώστε η διείσδυση να είναι όσο το δυνατόν πιο περιορισμένη και ανώδυνη για την εργαζόμενη.

Από εκεί επικράτησε ο δακτύλιος του πρωκτού να ονομάζεται και κουλούρι. Μία τουλάχιστον παρόμοια αναφορά υπάρχει και στο bourdela.com.

Εξάλλου η πρωτότυπη έκφραση φαίνεται να ήταν: «κουλούρι σου έδωσε;» και αργότερα να έγινε «κουλούρι πήρες;».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ύστερα από παραγγελιά του σλάνγκαρχου GATZMAN δεν μπορώ παρά να ανταποκριθώ σ' αυτήν την συνέχιση της frappé saga.

Κατά το «πρωινός καφές», λοιπόν, το μαγκαζίνο του Αντένα που καθιέρωσαν κυρίως η Ρούλα Κορομηλά και η Ελένη Μενεγάκη, σλανγκίζεται ο «πρωινός φραπές».

Πρόκειται για τον φραπέ που χτυπιέται και σερβίρεται στις πρώτες πρωινές ώρες στα γνωστά ευαγή ιδρύματα από ανασεισιφάλλους, που οσοδήποτε ξανθιές, έχουν πάντως μεγαλύτερο I.Q. από Μενεγάκη και τις όμοιες.

[i]Ιδιαιτερότητες σε σχέση με τον νυχτερινό φραπέ[/i]: Καθώς γίνεται στις πρώτες πρωινές ώρες, έχουν τελειώσει οι περιττές πολυτέλειες και γκλαμουριές, όπως χορευτικά, ποτά με φραπεδιάρες που την έχουν δει Γιαλόμα κ.τ.ό., έχουν φύγει τα ψιμύθια κι οι εξωραϊσμοί, και απομένει γυμνή (pun intended) η παρακμή του φραπενέ. Από την άλλη, το καλό είναι ότι υπάρχει μια επικέντρωση στο φραπέ, χωρίς κανέναν αντιπερισπασμό από κουβεντούλες, πουτά-χουρούς κ.τ.λ. Οπότε για τους ορκισμένους φραπεμανιακούς (με την κακή έννοια) ο πρωινός φραπές αποτελεί απόσταγμα εμπειρίας.

[i]Παρενέργειες[/i]: Μπορεί οι ρουμάνοι (με την ευρεία έννοια) του μαγαζιού να κρίνουν ότι ήρθε η ώρα να κλείσει το μαγαζί και να ανάψουν ξαφνικά τα φώτα. Οπότε να φωραθεί η ανασεισίφαλλος επί το έργον και ο φραπεδόβιος να μην ξέρει πού να κρυφτεί. Καθώς μάλιστα το φραπέ θεωρείται τύποις παράνομη δραστηριότητα (άκουσον άκουσον! Διάγουμε εποχή φραπεαπαγόρευσης!) η δύσμοιρη ανασεισίφαλλος κι ο έκπληκτος παρτενέρ της ενδέχεται να εισπράξουν φαρισαϊκούς αποτροπιασμούς, ή, αντιστρόφως, σκωπτικά χειροκροτήματα για τα φραπε-μεράκια. Γενικά, όχι και ό,τι καλύτερο αυτό το αυξημένο ρίσκο του πρωινού φραπέ.

[i]Πρωινός φραπές και επαγγελματική ζωή[/i]: Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες φραπεδόβιων. Αφενός αυτοί που πάνε από τη νύχτα στο φτωχό πλην τίμιο φραπενείο και την βγάζουν σερί μέχρι το πρωί. Με λίγα λόγια οι καρακαμένοι του κωλομπαρεύειν, το αντίστοιχο των καβουροσλανγκοσαύρων στο σάιτ μας. Αυτοί την άλλη μέρα στην δουλειά ή όπου αλλού είναι ζόμπι. Αφεδύο οι πολύ γιάπηδες φραπεμανιακοί που είτε πάνε νωρίς τη νύχτα στο ίδρυμα στην λογική του «αν κοιμηθώ νωρίς (λέμε τώρα...), θα σηκωθώ νωρίς»... Ή ακόμη καλύτερα, για να γλιτώσουν τις περιττές φιοριτούρες (ποτά-προγράμματα) πάνε στο φραπενείο νωρίς το πρωί, πριν την δουλειά τους. Αυτοί είναι οι φύτουκλες του φραπέ, πάντως η τακτική αυτή δίνει λιγότερο στόχο αν είσαι οικογενειόρχης, αφού γίνεσαι και αντικείμενο θαυμασμού για το πόσο πρωί πας στην δουλειά. Στους τελευταίους, το φραπέ έχει περίπου ό,τι επίδραση έχει γενικά η λεγόμενη πρωϊνή, λίγο μόνο καλύτερο κέφι. Να διευκρινίσουμε, βέβαια, ότι οι οπαδοί του πρωινού φραπέ δεν είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα των φραπεδόβιων, αφού η μεσογειακή διαστροφή επιτάσσει κυρίως νυχτερινό φραπέ.

Τέλος, μελετάται από τους σλανγκολόγους αν η έκταση του φαινομένου δικαιολογεί έκφραση «κόψε τον πρωινό», προκειμένου περί του ετεροφραπεδιασμού, κατά το κόψε την πρωϊνή για τον αυτοφραπεδιασμό.

- Τι έχει ο Τρομπάκης; Όλο μαλακίες κάνει σήμερα στο γραφείο.
- Και του έλεγα: Κόψε τον πρωινό φραπέ! Όχι άλλο Μενεγάκη, νισάφι!
- Μπα, νομίζω ότι ο πρωινός φραπές του ανεβάζει το ηθικό και το ανήθικο. Όταν δεν χτυπάει πρωινό φραπέ έχει το ακαφελόγιστο!

"Πρωινό καφέ το λέμε τώρα;". Αθάνατος ελληνικός πηδηματογράφος! (από Hank, 04/05/09)(από Khan, 05/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που λέγεται για κάποιον που πηδιέται ασύστολα και κατά συρροή, πολλές φορές και λόγω επαγγέλματος. Περιγράφει την πράξη της συνουσίας όπου το πέος εισάγεται και εξάγεται στον κόλπο της γυναικός.

- Ρε Μάνο, η Πολυξένη τελευταία πολύ στην πένα κυκλοφοράει ναούμ... Ρούχα πανάκριβα, mercedes compressor και δε συμμαζεύεται... Τι δουλειά είπαμε ότι κάνει;
- Εισαγωγές-εξαγωγές ρε... καταλαβαίνεις τώρα...
- Απόλυτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified