Ο Μπάμπης δίνει μεταξύ άλλων τις εξής σημασίες: 1. Βγάζω από κάτι το υγρό που περιέχει, πιέζοντάς το και αφήνοντάς το να στάζει. 2. Αφαιρώ το περιεχόμενο και την δύναμη, την ικμάδα από κάτι.

Ξεχνάει όμως να μας πει ότι κατεξοχήν το ρήμα με τις εν λόγω σημασίες χρησιμοποιείται για τον μπαργαλάτσο, άλλως πέοντα και είναι συνώνυμο του ξεζουμίζω. Σημαίνει δηλαδή την αφαίμαξη του πέοντος από τους ζωτικούς του χυμούς μέσω πολλαπλών εκσπερματίσεων, ώστε τόσο ο πέων όσο και ο φέρων αυτόν να απολέσουν την ικμάδα των, κοινώς να ρέψουν. Με λίγα λόγια ένα εξαντλητικό σεξ. Κυρίως χρησιμοποιείται για το στοματικό σεξ, όπου η καταπιόλα η πουτσοστραγγίχτρα κατά τον χαρακτηρισμό συσσλαγκιστή που βγάζει πολλή επικίλα, φροντίζει να στραγγίξει το όργανο του παρτενέρ από τα υγρά του ως η καλή νοικοκυρά που είναι. Λέγεται και πουτσοστραγγίζω για μεγαλύτερη σλανγκική αίσθηση.

Ετυμολογικά trivia: Από την ίδια ινδοευρωπαϊκή ρίζα **streng-* προκύπτουν:
1) το λατινικό ρήμα stringo-strinxi-strictum-stringere, όθεν το στρινγκ, η στρινγκαδούρα, ο πούστρινγκ, ο πουστρίγκος, η στρίγκλα, οι στρίγκλες, το σύστριγκο, η string-theory για την δημιουργία του κόσμου, η παντόφλα στρινγκ, και ένα σωρό άλλες ευρωπαϊκές λέξεις που σημαίνουν σχοινί ή χορδή ή κάτι παρόμοιο. 2) Οι αγγλικές λέξεις strong και strict και πολλές άλλες ομόρριζες και συνώνυμες λέξεις σε άλλες ευρωπαϊκές λέξεις. 3) Οι ομηρικοί Λαιστρυγόνες (άσχετο! νομίζω ως πνίχτες), οι γείτονες των συσόπων. 4) Ο στραγγαλισμός και ο ερωτικός αυτοστραγγαλισμός. 5) Οι λέξεις στρογγύλος, στρογγυλός κ.τ.ό. Εν προκειμένω το στραγγίζω προέρχεται από το στραγξ- στραγγός που σημαίνει σταγόνα, σταλαγματιά, από την ίδια ρίζα. αατα.

Τι να κάνει άραγε ο Πέρι; Ποιον να πουτσοστραγγίζει άραγε αυτήν την στιγμή που μιλάμε;

(από BuBis, 26/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κορίτσια, οι ιερόδουλες που κάνουν πιάτσα. Λέγονται έτσι γιατί άραγε; Μα φυσικά από την ορθοστασία τους!

  1. - Καλά ε, δεν είμαστε καλά. Χθες είδα όρθιες στη Μιχαλακοπούλου...
    - Ώρε πού πάαααμε... πού πάααμε...

  2. Προσοχή παιδιά! Όλες οι όρθιες πίσω από το δημαρχείο και πέριξ είναι Ηπατίτιδες με πόδια! (Κοινωνικό μήνυμα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εργαζόμενη κοπέλα σε μπαρ κονσομασιόν όπου οι θαμώνες αγοράζουνε (κερνάνε) ποτά στα εργαζόμενα κορίτσια εξασφαλίζοντας χρόνο ομιλίας, όσο διαρκεί η κατανάλωση του ποτού (το οποίο είναι αναψυκτικό, αλλά σερβίρεται και χρεώνεται σαν αλκοολούχο). Τα κορίτσια εισπράττουν ποσοστά από το μπαρ για κάθε ποτό που τους κερνάει ο κύριος (θαμώνας).

  1. - Πω, πω, δες ένα καυλόνι στο περίπτερο...
    - Ποια ρε, αυτή την καμπαρετζού;

  2. Ο Μίλτος ο Χαζοκάβλης ήτανε πάλι χτες στο κονσομασιονετζίδικο μες τα μπαλαμούτια με τις καμπαρετζούδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοδίστρα(ς) λεγόταν ο αμφιβόλου σεξουαλικού προσανατολισμού ναύτης, πολύ παλιά, βλ. έφαγα το καβλί του ναύτη = ταλαιπωρήθηκα, έφαγα ζόρι / πούτσα / γαμήθηκα κτλ.

Παίζει να προέρχεται απο την παναθεματισμένη τη ναυτική στολή, που θέλει σιδέρωμα, πέντε τσακίσεις, μπελαμάνα, κολαρίνα, λιγαδούρα, ίσιωμα το μαύρο μαντήλι, κορδέλλα με φιόγκο στην ασπιρίνη, παντελονόκουμπα που ανοίγουν μπροστά κι έχει δυο ματζαφλάρια στο πλάι, δηλαδή μπορεί και να σου πάρει κανά εικοσάλεπτο να ντυθείς...

Ο Τσιφόρος, αφιερώνει μια σχετική ιστορία «Ο Μοδίστρας» στα «Παραμύθια πίσω απο τα κάγκελα», με ένα ναύτη που αναγκάζεται ένεκα εκδουλεύσεως, να κάνει παραχωρήσεις εσωτερικής καύσεως ... Φαίνεται οτι ενώ το σώμα τραβάει αμφότερα τα φύλα
(βλ. Μοσχολιού «ναύτης βγήκε στη στεριά για περιπολία», «ένα ναυτάκι αγάπησα κι εγώ» κτλ.), εν τούτοις, οι πουρές λούγκρες κάνουνε άγριο κυνηγητό στα ναυτάκια, όπως φαίνεται και απο την εμμονή του μεγάλου Τσαρούχη. Άλλωστε και οι ίδιοι οι ναύτες χαριεντίζονται μεταξύ τους, πετώντας ψευτοαδερφίστικα αστεία και προσφωνήσεις (π.χ. πού' σαι μωρή κυρία; / Μωρή κληρού / Μωρή κοπέλα κτλ). Το' χει η μπελαμάνα φαίνεται ...

Μάλιστα, σώζεται και η εξής αληθινή ιστορία: Κάποιος γνωστός γεροπούστης, εθεάθη Μεγάλη Παρασκευή αλαμπρατσέτα μ' ενα χαρτζηλικωμένο γαργαρότεκνο. Μια πικαρισμένη πουρόλουγκρα που τους εμπάνισε, είπε χαριτολογώντας στη «δικιά της»:

- Μωρή δε ντρέπεσαι; Μεγάλη Βδομάδα ν' αρταίνεσαι;

Η απάντηση ήρθε ατάκα:

- Καλέ δε βλέπεις; Θαλασσινό, νηστίσιμο!

- Ρε παιδιά, εντάξει ο φιόγκος; Μια ώρα τον πατικώνω...
- Φύγε απο 'δώ μωρή μοδίστρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω σεξ, κυρίως σε doggy-style, δηλαδή ο ερωμένος/-η στα τέσσερα κι εγώ από πάνω. Βλ. και δικάβαλο, Δράμα η Καβάλα στις Σέρρες, καβάλα, καβαλάρης, ο, Καβαλέρια Ρουστικάνα, Καβαλητός, μοναχικός καβαλάρης.

Φοβερή αλόγα! Πόσο θέλω να την καβαλήσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κοινό αυτό ρήμα έχει μια δευτερεύουσα σημασία που έχει ήδη λεξικογραφηθεί (βλ. εδώ). Χρησιμοποιείται στο τρίτο πρόσωπο για θηλυκή γάτα και σημαίνει πως αυτή είναι σε περίοδο αναπαραγωγής (οίστρος). Σε αυτή τη φάση το κατοικίδιο αλλάζει συμπεριφορά, γίνεται νευρική, τρίβεται δεξιά κι αριστερά, βγάζει δυνατά νιαουρίσματα-καλέσματα και σέρνει το κορμί της σηκώνοντας ψηλά το πίσω της μέρος (βλ. εδώ και εδώ).

Το ρήμα χρησιμοποιείται πολύ στην καθομιλουμένη για γυναίκα που την έχουν βαρέσει οι σεξουαλικές τις ορέξεις κατακούτελα και έχει βγει σεργιάνι προς αναζήτηση συντροφιάς. Διότι τότε είναι που θα εφαρμόσει και αυτή στο φουλ τα ερωτικά της τερτίπια, τη γλώσσα του σώματος και τα σιωπηρά ή κραυγαλέα μηνύματα προς τα αρσενικά. Ο όρος έχει έναν βαθιά (πιο βαθιά, έεετς!) πρόστυχο τόνο, φέρνει στο νου κάτι από ζωώδη ένστικτα, γι' αυτό και μπορεί να θεωρηθεί δικαίως προσβλητικός.

- Α πα πα! Μωρό μου, η Μαρία είναι αυτή στο μπαρ με το ανύπαρκτο τοπ; Κοίτα κουνήματα, κοίτα ένα βλέμμα λάγνο! Της σάλεψε της φιλενάδας;
- Εγώ σου τά 'λεγα ρε Δέσποινα να της κάνουμε το κονέ με τον Αποστόλη. Τόσο καιρό απότιστη, φυσιολογικό είναι να σέρνει τώρα...
- Ποιον να σέρνει;
- Καλά άστο.
- Πάω να τη φέρω από εδώ, απ' το να της την πέσει κάνας μαλάκας καλύτερα η παρέα μας.
- Το εννοείς αυτό Δέσποινα; Πράγματι κι εγώ πάντα πίστευα πως εμείς οι τρεις θα κάναμε ένα υπέροχο ζευγάρι...
- Εεε... Τι;

[Φαντασιωθείτε τη συνέχεια της βραδιάς ανάλογα με το φύλο σας...]

Καστράτο του Αρκά, Απρέπειες (από patsis, 05/06/09)Καστράτο του Αρκά, Παρενοχλήσεις (από patsis, 05/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει πως, αν κάνεις μονίμως τα χατίρια σε μια γυναίκα, θα σου κάνει τη ζωή δύσκολη. Πρέπει να την παιδέψεις και λίγο (κατ' άλλους: να της ρίχνεις και καμιά ψιλή) για να σ' έχει εκείνη στα όπα-όπα (να σε λέει, όπως λέμε «θείο»).

Ετυμολογικά, προέρχεται από τους ψαράδες που, κατά παράδοση, είθισται να «σβουρίζουν» τα χταπόδια για να μαλακώσουν: τα κοπανάνε με δύναμη σ' έναν βράχο αρκετές φορές (από 40 ως 100, αναλόγως τον ψαρά, και οι αριθμοί πάντα διακρίνονται από ακρίβεια όσο και συμβολισμό). Όπως το λαχταριστό μαλάκιο, λοιπόν, έτσι και η γυναίκα (το μουνί, στην προκειμένη φράση, συνεκδοχικά) μαλακώνει και γίνεται πιο τρυφερή και χαδιάρα όσο την παιδεύεις, όσο την «χτυπάς» (μεταφορικά, ελπίζω). Η πρακτική αποτελεσματική, καθώς αν το χταπόδι είναι φρέσκο, γίνεται αρκετά σκληρό, ιδίως στη σχάρα. Δεν είναι, ωστόσο, απαραίτητο να γελοιοποιείται κανείς στην παραλία: το ίδιο και καλύτερα αφραταίνει το χταπόδι αν το αφήσετε μια-δυο μέρες στην κατάψυξη. Δεν το συνιστώ για τη γυναίκα, φυσικά.

- Πάλι την έφτυσες, ρε, τη Ράνια; Θα σε παρατήσει, κακομοίρη μου, και θα τρέχεις...
- Ρε, το μουνί και το χταπόδι, όσο το χτυπάς απλώνει, λέμε.
- Ναι, και το μουνί και το πριόνι, όποιος δεν το ξέρει ιδρώνει, αλλά λέω μη σου τα φορέσει καμιά μέρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά κύριο λόγο αναφέρεται για μια έφηβη κυρίως, που μόλις έχει ολοκληρωθεί η ανάπτυξή της και πλέον θεωρείται γυναίκα.

(μη συγχέεται με το ευγαμήσιμη)

- Ρε συ την είδες την κόρη της νέας γειτόνισας;... Κουκλί έτσι;
- Πςςςςς... του γάλακτος... αλλά είναι μικρή ακόμα... - Ναι... είναι κι αυτό... - Σε κανα 2 χρόνια θα είναι πλέον γαμήσιμη!!!... Και τότε...

για το «ευγαμήσιμη» βλ. και γαμισάμπλ, αξιαγάμητος/-η, φακάμπλ, fuckable.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λεσβία, η πλακομουνού. Από το τρίψιμο.
Αρχαία ελληνική λέξη που χρησιμοποιείται σήμερα σλανγκικώ τω τρόπω.

Ρε μαλάκα, πάλι κάλεσες όλες τις τριβάδες στο πάρτυ σου; Και μεις τι θα γαμήσουμε ρε μαλάκα;

(από nick, 26/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που γουστάρει να χουφτώνει ανδρικά κωλαράκια. (Σίγουρα έχετε έναν στην παρέα σας!)

- Ρε τον παλιο-κωλόμπο το Γιάννη, όλο τον κώλο μου πιάνει..!

(από Vrastaman, 18/03/09)Μας τον έπιασε σε βάθος χρόνου (από Vrastaman, 18/03/09)

Σχετικά λήμματα: κωλόμπα, κωλομπαράς, κολομπαράς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified