Το βαθύ λαρύγγι, η μαστόρισσα στο deep throat. Λόγω του χαρακτηριστικού λαιμού καμηλοπάρδαλης, που έχει το συμπαθητικό ζώο.
Σωστή καμηλοπάρδαλη η Λάουρα! Μόνο οι βούλες της λείπουν!
Το βαθύ λαρύγγι, η μαστόρισσα στο deep throat. Λόγω του χαρακτηριστικού λαιμού καμηλοπάρδαλης, που έχει το συμπαθητικό ζώο.
Σωστή καμηλοπάρδαλη η Λάουρα! Μόνο οι βούλες της λείπουν!
Got a better definition? Add it!
Published
Μεταφορά από τους φίλους μας τα ζώα για το βαθύ λαρύγγι, αγγλιστί deep throat.
Ως καμηλοπάρδαλη χαρακτηρίζεται η γκόμενα/ος που πραγματικά το έχει το deep throat.
Τι του βρήκε το Λίλιαν του Πέρι, είναι σωστή καμηλοπάρδαλη!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τα τοπικά παχάκια, ιδίως στις γυναίκες, που όμως δεν είναι αντιαισθητικά. Είναι αυτά τα οποία χαίρονται οι περισσότεροι (τελικά) άντρες να πιάνουν, αλλά δεν τα συγχωρούν οι γυναίκες πάνω τους. Αυτά όμως, την σήμερον ημέραν. Γιατί παλιά λέγανε «τα πάχη μου τα κάλλη μου». Βέβαια δεν σημαίνει ότι μια γυναίκα που έχει πιασίματα είναι παχιά. Απλώς δεν έχει στεγνό, αγορίστικο σώμα, δεν έχει αντρικό κωλί κι ας είναι πιθανόν και γυμνασμένη. Πιασίματα δεν λέμε όμως μόνο τα love handles της περιφέρειας ή των μηρών, λέμε και την κοιλιά, και το στήθος. Τις καμπύλες γενικά. Το ότι έχεις να πιάνεις και δεν πέφτεις σε κόκκαλο.
- Πω ρε πούστη μου, πάλι στένεψε το τζην... Από αύριο το ράβω. Ούτε μπουκιά! Αυτό ήταν. Εσύ και τα ρομαντικά σου δείπνα...
- Πώς κάνεις έτσι ρε Μαριάννα, άσε τα πιασιματάκια σου ήσυχα, μια χαρά είσαι, τι θες, να νομίζω ότι πηδάω τον Μικ Τζάγκερ;...
Got a better definition? Add it!
Το νόστιμο, στητό, πεταχτό, σφιχτό, όμορφο, συμμαζεμένο, αλλά και θηλυκό (συνήθως) κωλαράκι. Ιδανικό για όλους. Λέγεται για άντρες και για γυναίκες. Και για παιδάκια, αλλά αυστηρά από τους γονείς τους μόνο.
Αυτή η Σούλα ρε παιδί μου... Δεν βλέπεται, αλλά έχει ένα κωλί... άλλο πράμα...
Got a better definition? Add it!
Λέγεται για μεγάλα, μιλάμε όμως για ΠΟΛΥ μεγάλα βυζιά, ή μάλλον βύζους, τα οποία μαλώνουν μεταξύ τους ποιο είναι το πιο μεγάλο κι έρχονται ισοπαλία. Κατά τον στίχο του γνωστού δημοτικού τραγουδιού.
- Πώς ήταν η Τζέσικα χτες;
- Ένα θα σου πω: Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος τα δυο βουνά μαλώναν!
- Κατάλαβα!
- Τελικά μερικές εκφράσεις δεν χρειάζεται νά 'χεις εντρυφήσει στο slang.gr, για να τις πιάσεις!...
Got a better definition? Add it!
Μεγάλα γυναικεία στήθη, ακα βυζάρες. Όταν το λέμε, αφήνουμε μια αιχμή ότι έχουν φουσκώσει τεχνητά με σιλικόνη.
Είδες κάτι μπαλόνια η Πάμελα;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Επίρρημα τροπικό, και μάλιστα κλασσικό, που χρησιμοποιείται αντί του επιθέτου «γυμνός, -η, -ο». Εκφράζει την έννοια «ξεβράκωτος, χωρίς ρούχα».
Η προέλευση είναι άγνωστη, αλλά κατά πάσα πιθανότητα είναι παράγωγο της νηπιακής λέξη «τσιτσί», που σημαίνει κρέας. Το τσιτσί, με τη σειρά του, προέρχεται από τα ιταλικά [ιταλ., cicci. βυζιά/μαστοί].
Ως επίθετο συναντάται με τη μορφή «τσίτσιδος, -η, -ο».
- Σκάμε μύτη που λες στην Ηρακλειά, βρίσκουμε το κάμπινγκ, και με το που πλησιάζουμε στη σκηνή, εμφανίζονται οι μουνίτσες τσιτσίδι, με κάτι θανατηφόρα κορμιά. Και φυσικά, εμείς μένουμε μαλάκες....
- Αυτή η κατάσταση πρέπει να σταματήσει. Δεν μπορεί το Φαληράκι να γίνει άντρο των Βρετανών τουριστών, που γυρίζουν τσίτσιδοι και μαστουρωμένοι, χωρίς καμία αιδώ!
Got a better definition? Add it!
Το καυλί με την δεύτερη έννοια: «Γυναίκα νεαρής ηλικίας και ερεθιστικής ένδυσης». Κατά το «γόβα-στιλέτο».
-Φοβερό καυλέτο η Λίλιαν!
-Μες στην πρωτοτυπία είσαι ρε φίλε!
Got a better definition? Add it!
Published
Σύνθετη λέξη που μας δίνει δύο περιπτώσεις. α) καράτι-βιόλα. β) καρά-τιβιόλα.
α) καράτι-βιόλα.
Στην πρώτη περίπτωση: έχουμε το καράτι που είναι μονάδα καθαρότητας του χρυσού και μέτρο βάρους πολύτιμων λίθων και, μεταφορικά, κάνει πιο μεγάλο το μέγεθος, στο οποίο αναφέρετα,ι και το βιόλα που έχει πολλές σημασίες:
Σύμφωνα με τους ως άνω ορισμούς ερμηνεύουμε την καρατιβιόλα:
β) καρά-τιβιόλα.
Στην β' περίπτωση: έχουμε το τουρκικής προέλευσης «καρά», που επιτείνει την σημασία της λέξης που την ακολουθεί και την «τιβιόλας» από το τιβι, που σημαίνει αυτόν που αποχαυνώνεται στην τηλεόραση και απενεργοποιεί τις λίγες λειτουργίες του εγκεφάλου του.
Συνεπώς καρατιβιόλα εδώ, είναι η κατάσταση αυτού που έχει πέσει το μυαλό του σε λήθαργο.
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο του καυλοράπανο, του καυλοράπανο, το και του καβλοράπανο. Γράφεται και «γκαβλοράπανο».
-Πολύ γκαυλοράπανο η Σούλα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified